Κάποιο Σαββάτο ’κει στα χρόνια τα παλιά,
ανήμερα Χριστούγεννα σαν και σήμερα, καλή ώρα, στο αρχοντικό του καπετάν Κρουστάλλη
του Δελαρότα είχανε γεννητούρια. Οι γριές σταυροκοπιόντουσαν κι οι γειτόνοι
φτύνανε τον κόρφο τους, σαν μαθεύτηκε ότι της κυρα-Δέσποινας της σπάσαν τα νερά
χρονιάρα μέρα. Κι ο ψίθυρος απλώθηκε σ’ ολάκερο το νησί, σαν τους κύκλους που
φτιάνει η πέτρα απά στης λίμνης το νερό· τούτο το παιδί θά βγει αντίχριστο, να
μου το θυμηθείς, λέγαν ο ένας με τον άλλον. Γιατί η λεγάμενη πήγε και
γκαστρώθηκε του Ευαγγελισμού και τούτο είν’ αμαρτία τρανή…
Ο καπετάν Αντρέας άδειασε το τσιμπούκι του
στο τζάκι, έβγαλε απ’ την κορφοτσέπη του σακακιού του τη σακούλα με το ταμπάκο κι
αρχίνησε να το πατικώνει με αργές κινήσεις. Του άρεζε να διηγιέται παράξενες
ιστορίες, όποτε ο καιρός τον κρατούσε μακριά απ’ την απέραντη ερωμένη του, τη
μοναδική του αγάπη. Και μιας και του ’λειπε το θαλασσινό ταξίδι, σουλατσάριζε
με το νου και τα λόγια σε παραμυθένιους ωκεανούς.
Ο Βασιλάκης, δέκα χρονώ
θα ’τανε δε θα ’τανε, είχε στρωθεί στη χοντρή κόκκινη βελέντζα μπρος στη φωτιά κι
έπαιζε με το τρενάκι που του ’χε φέρει ο καπετάν Αντρέας για χριστουγεννιάτικο
ρεγάλο. Τα χέρια του καταγίνονταν με το ζηλευτό παιχνίδι, μα τ’ αφτιά κι ο νους
του είχαν αγκιστρωθεί κρεμάμενα απ’ τα χείλια του πατέρα του. Όσο του
καπετάνιου του ’κανε γούστο να λέει, άλλο τόσο ο μικρός αγαπούσε ν’ ακούει. Και
σε κείνα τα ταξίδια του μύθου κανείς δεν βιαζότανε να φτάσει στο τέρμα.
Ο καπετάν Αντρέας έπιασε
ένα ξυλαράκι απ’ τα προσανάμματα, άναψε την άκρη του στο τζάκι κι έδωσε φόκο
στο τσιμπούκι. Τράβηξε δυο βαθιές ρουφηξιές και ξανάρχισαν τα λόγια να βγαίνουν
απ’ το στόμα του καβάλα σε συννεφάκια καπνού, σαν τους χρησμούς της Πυθίας.
Μια απ’ τις δούλες βγήκε απ’ την κάμαρη
της κυράς δισταχτική, ν’ αναγγείλει στον αφέντη του σπιτιού τη γέννηση της
κόρης του· ο καπετάν Κρουστάλλης καρτερούσε γιο κι η έρμη έτρεμε την οργή της
απογοήτευσής του. Μα κείνος έπιασε να χοροπηδάει σα μικρό παιδί και να μοιράζει
στα δουλικά λίρες χρυσές για τα συχαρίκια. Η κυρα-Δέσποινα δεν τα πήγαινε καλά
με τα γεννητούρια κι είχε φέρει πέντε φορές στον κόσμο παιδιά νεκρά.
Σαν πήρε το μωρό πρώτη
φορά στην αγκαλιά τον έκοψε κρύος ιδρώτας, μα δάγκασε την ανάσα του, μην
κακοκαρδίσει την κυρά του. Γιατί το κορίτσι είχε κατακόκκινα μαλλιά σαν τη
φωτιά κι όλοι το ξέραν πως τούτο είναι δείγμα ψυχής προδοτικής και
διαολοπαρμένης.
Την ονόμασε Αγνή, εκεί
μπροστά σε όλους, για να ξορκίσει το κακό, μα η μαμή κούνησε πικρόχολα το
κεφάλι της. Δεν γνώριζε φαίνεται ο άρχοντας πως αν πεις δυνατά τ’ όνομα πριν
απ’ τη βάφτιση, είναι σα να προσκαλείς το κακό στην πόρτα σου.
Η Αγνή μεγάλωνε σα να
’τανε αγόρι. Όλα τα μεράκια που ’χε βάνει κατά νου ο καπετάν Δελαρότας όσο
περίμενε τον γιο, τα ’κανε με την κόρη. Την έπαιρνε μούτσο στο καράβι, τη μάθαινε
στα όπλα, την κουβαλούσε στο κυνήγι, την έβαζε καβαλάρισσα στ’ άλογά του, όλ’
αυτά κι άλλα τόσα.
Το κοντοκουρεμένο
αγοροκόριτσο με το ναυτικό μπλουζάκι και το κοντό παντελονάκι, με το καπετάνικο
πηλήκιο στο κοκκινοτρίχικο κεφάλι, το ’χε στο στόμα του ολάκερο το νησί. Τη
βλέπανε ν’ αρχηγεύει στους σαματάδες και στις αλητείες τις παιδιακίσιες, μ’ όλα
τα χαμίνια να τρέχουνε ξοπίσω της σαν τα γαλιά, κι άλλοι γελούσανε καλόκαρδα
και την έκραζαν ο Στρατηγός κι άλλοι πλατάγιζαν τη γλώσσα μουτρωμένοι κι έλεγαν
αναμεταξύ τους, τούτο το παιδί έχει τον Διάολο μέσα του.
Έπειτα η κυρα-Δέσποινα
ξανάμεινε γκαστρούδα. Και σκώθηκε κουρνιαχτός το σούσουρο κι οι θεοφοβούμενοι
σκανταλίστηκαν, ακούς εκεί γυναίκα στην ηλικία της να κάμνει τέτοιες πομπές. Μα
ο καπετάν Κρουστάλλης δεν έδωκε σημασία. Ανάγκη δεν τους είχε, άρχοντας το
πράμα από μάνα κι από κύρη. Και μόνο η σκέψη πως μπορεί τούτη τη φορά ο
γερο-Θεός να του ’καμνε το χατίρι και να του ’πεμπε τον γιο, του φούσκωνε το
στήθος σαν τον παπαφίγκο στο τουρκέτο.
Ήρθε πάλι η μέρα της
γέννας κι ο καπετάν Δελαρότας δε γροικούσε αν έπρεπε να γελάσει ή να κλάψει. Και
τα ’καμε και τα δυο, πνοή παρά πνοή. Γιατί ο γιος ήρθε επιτέλους, μα η κυρα-Δέσποινα
δεν τα κατάφερε. Έβγαλε τη στερνή ανάσα πνιγμένη στο αίμα της. Οι αμαρτίες
πληρώνονται, είπαν οι φαρμακόγλωσσες.
Η Αγνή ήτανε δεκατριώ χρονώ. Ευθύς
παράτησε τ’ αλήτεμα, το λεφούσι και τ’ αρχηγιλίκια, μάκρυνε τα φλογάτα της
μαλλιά, τα ’δεσε κότσο, και φορτώθηκε την ευθύνη που άφησε πίσω της η κυρα-Δέσποινα.
Πάει πια ο Στρατηγός. Για τον Φραγκίσκο της έγινε καλύτερη κι από μάνα. Τον
φρόντιζε, τον ταχτάριζε, τον τάιζε και τον άλλαζε, τον νανούριζε με λόγια
ολόγλυκα, σα γάλα και σα μέλι.
Μονάχα το φαρί της, τον
Καρά, δεν απαράτησε, μα τούτο δεν της βγήκε σε καλό. Κάποια μέρα που ’χε πάει
μια βόλτα να ξεσκάσει κομματάκι, τινάχτηκε αστρίτης και δάγκασε τον Καρά. Το
φαρί σκώθηκε στα πίσω ποδάρια, έριξε χάμου την Αγνή κι έπειτα έπεσε απάνω της, σέκος.
Χτύπησε το κεφάλι της πέφτοντας, τσακίστηκε το δεξί της ποδαστράγαλο απ’ το
νεκρό κορμί του αλόγατου, απόμεινε ξερή και μόλις που ανάσαινε.
Ο γερο-Κρουστάλλης έφερε
τους καλύτερους γιατρούς απ’ την Πάδοβα και την Μπολόνια, γητεύτρες απ’ το
Μισίρι, Πέρσες θαυματοποιούς κομπογιαννίτες, ξόδιασε κοντά ολάκερο το βιος του, μα του
κάκου. Κανένας δεν μπορούσε να τη βγάλει απ’ τη βαθιά της νάρκη. Έπεσε σ’
απελπισιά. Πώς θ’ άφηνε τ’ αγαπημένο του κορίτσι να ζει σαν τον βασιλικό στη
γλάστρα. Και τι θα γινόταν ο Φραγκίσκος του σαν θα ’φευγε κείνος.
Ολονυχτίς ξαγρυπνούσε στο
προσκεφάλι της και προσευχότανε στο Θεό να δείξει λίγη συμπόνια. Μα ο γερο-Θεός
είν’ σιωπηλός σαν του πελάγου το βυθό και βαριακούει μια στάλα. Του Εξαποδώ
πάλι, δεν του ξεφεύγει ούτε ψίθυρος. Κάποια νυχτιά, παρουσιάστηκε υπέρλαμπρος,
με χρυσό χιτώνα, με κάτασπρα φτερά, με το καλό του φωτοστέφανο να λάμπει·
φόρεσε το πιο γλυκό του βλέμμα, το πιο πράο του χαμόγελο, το πιο ταπεινό του
ύφος.
Ο καπετάν Κρουστάλλης
έπεσε στα γόνατα και τον προσκύνησε, γιατί η ελπίδα είναι τόσο καλό δόλωμα, που
σκεπάζει κάθε αγκίστρι. Ο Πονηρός είπε στον άρχοντα πως θα έγιανε την κόρη του,
μα ζήτησε να του την τάξει για πάντα. Ο γερο-Δελαρότας εύκολα έστερξε, μα τον ικέτεψε
να την αφήσει πρώτα ν’ αναστήσει τον Φραγκίσκο του κι ύστερα όλη δικιά του.
Ο Εξαποδώ το σκέφτηκε για
λίγο και συμφώνησε. Απίθωσε το χέρι του στο μέτωπο της Αγνής, έψαλλε λόγια
τάχατες ιερά και ιδού το θάμα· η κοπέλα άνοιξε αυτοστιγμεί τα μάτια και φώναξε
τον πατέρα της. Ο γερο-Δελαρότας την αγκάλιασε κι οι δυο τους κλαίγαν και γελούσανε
για ώρα πολλή.
Μα σαν δοκίμασε η κοπέλα
να σκωθεί απ’ το κρεβάτι, είδαν πως το πόδι της το δεξί είχε απομείνει χωλό. Ο
Εχτρός το ’χει συνήθειο να στιγματίζει ανεξίτηλα όσους κατέχει. Και την Αγνή
την ορεγότανε από γεννησιμιού της. Μα ο γέρος, πλανεμένος, νόμισε πως τούτο
ήτανε σημάδι απ’ τον Κύριο κι έκαμε το σταυρό του και Τον δοξολόγησε για τη
σπλαχνιά Του.
Την παρ’ άλλη νυχτιά, λίγο προτού
ξημερώσει, η Αγνή είδε σ’ όνειρο τον πατέρα της να περπατεί στα σκοτεινά κι
άκουσε σκυλίσια γρυλίσματα και τριγμούς από δόντια τρομερά, να τονε παίρνουν
στο κατόπι. Μάτια σάμπως κάρβουνα αναμμένα τον παραφυλούσαν μες στους ίσκιους
της χαραυγής. Κι έπειτα άκουσε του γέρου το σκλήρισμα κι ένιωσε αψιά τη γεύση
του αιμάτου στο στόμα της.
Πετάχτηκε αλαφιασμένη, με
την καρδιά να γοργοχτυπάει, και βάλθηκε να φωνάζει τον πατέρα της. Μα άδικα.
Λίγες ώρες αργότερα, τον βρήκαν στο βουνό με το στήθος ξεσκισμένο και την
καρδιά φαγωμένη. Τούτη είν’ η μοίρα οποιανού κάμει κοντράτο με τον Εξαποδώ. Κι αυτός
δεν αρκέστηκε να σημαδέψει τη μέλλουσα νύφη του μονάχα στο κορμί. Πιότερο τον
ένοιαζε η ψυχή της. Και την κηλίδωσε κι αυτήν με το στίγμα της μαντείας.
Η Αγνή απόμεινε μονάχη,
δίχως βιος, άμοιρη, μ’ ένα μωρό στην αγκαλιά. Μοναδική της περιουσία ένα μικρό
σπιτάκι της γιαγιάς της έξω απ’ τη Χώρα. Γρήγορα μαθεύτηκε το χάρισμά της κι
άνθρωποι ερχόντουσαν από παντού να τη ρωτήσουν. Κείνη έβλεπε ονείρατα και τους
έλεγε τη μοίρα τους. Κι όλοι φεύγαν χαμογελαστοί απ’ το χαμόγι της, μα τα
μαντέματα ήταν ήξεις αφίξεις και ταχιά τούς βγαίνανε ξινά απ’ τη μύτη.
Τη βλέπανε να σούρνει το
παρζαβλό της ποδάρι στις ρούγες κι όλοι σιγομιλούσανε με δέος «η Μοιράρισσα, η μάγισσα,
η σαββατογεννημένη» και χείλια φτύνανε καταγής, και βροντάγανε οι πόρτες, και
σφαλίζανε τα παραθύρια, κι οι περπατησιές λοξοδρομούσαν, και τα βλέμματα
αποστρέφονταν. Κανείς δεν την ξανάπε Αγνή.
Έτσι κατάφερε ν’
αναστήσει τον Φραγκίσκο· έκαμνε μαντείες, έφτιανε καταπότια και φίλτρα ερωτικά,
έδινε βοτάνια που ρίχνανε απ’ την κοιλιά τούς καρπούς της αμαρτίας, άλλα πάλι
γονιμικά για τις στέρφες, έλυνε κι αμπόδενε βασκανιές. Μα όσο κι αν έβλεπε των
αλλωνών τη μοίρα, τη δικιά της δεν μπόραε να τη δει· τέτοια είν’ τα δώρα του Τρισκατάρατου.
Τη μέρα που ο Φραγκίσκος αντρώθηκε,
μπαρκάρισε στο καράβι κάποιου Τηνιακού για να κάμει την τύχη του, μα πιο πολύ
για να γλυτώσει απ’ την καταφρόνια των χωριανών του, που ’φαγε ψωμί απ’ τις
μαγγανείες της Μοιράρισσας. Κείνη πήγε απά στο γκρεμό της Χελιδονούς, που
βλέπει στο μπουγάζι, κοίταε το πλοίο να ξεμακραίνει και μια κουνούσε το μαντήλι
και μια σκούπιζε μ’ αυτό τα δάκρυά της.
Την άλλη μέρα, πουρνό
πουρνό, ήρθε ο Εξαποδώ να γυρέψει την πλερωμή του. Μα έφυγε άπραγος κι άσκημα
χολωμένος. Γιατί ούτε Θεός ούτε Διάολος μπορούν να μπούνε μέσα σου αν δεν τους κάμεις
εσύ το ορίστε. Και τ’ όνομα που ’χε δώσει κάποτες ο καπετάν Δελαρότας στην κόρη
του έπιασε τόπο. Κάποια γωνίτσα της ψυχής της είχε απομείνει αγνή και δεν
έστερξε τον Πονηρό.
Κείνος άφρισε απ’ το κακό
του, μα δεν το ’βαλε κάτω, ποτέ δεν το βάνει. Επιστράτεψε όλα τα κόλπα για να
τηνε φέρει στα νερά του. Παρουσιάστηκε πλούσιος κι έμορφος, διακονιάρης ταπεινός,
πολεμιστής κρατερός, σοφός πολυκάτεχος, ταξιδευτής κοσμογυρισμένος, έστειλε
πόθους κι αποθυμιές στον ύπνο και στον ξύπνο της, της έταξε παλάτια κι
ουρανούς, άδικα όμως. Η Μοιράρισσα δεν έλεγε με τίποτα να τον αφήσει νά μπει
μέσα της.
Τότες ο Εχτρός σταμάτησε
να την πολιορκεί. Γαλήνη στάλαξε στην καρδιά και στο μυαλό της, μα δεν έμελλε η
μπουνάτσα να κρατήσει για πολύ.
Κάποια νυχτιά, η Μοιράρισσα είδε όνειρο
πως θα ’ρχοτανε στο νησί ο Φραγκίσκος, πρώτη φορά μετά από δυο χρόνια. Σκώθηκε αχάραγα,
ετοιμάστηκε, φόρεσε τα γιορτινά και την καλή της μπόλια και πήρε πάλι τον
ανεβατό για το γκρεμό της Χελιδονούς.
Κείνο τον καιρό, η μαρέα έστρεφε
τα νερά στο μπουγάζι κάθε έξι ώρες, με απόλυτη ακρίβεια, σα ρολόι. Οι μαρνέροι ξέρανε
τις ώρες της κι εκμεταλλεύονταν το ρεύμα για να γλυτώσουν χρόνο και να φτάσουν
στο λιμάνι με ασφάλεια.
Η Μοιράρισσα καρτερούσε
ώρες, απά στην ακροκρημνιά, να δει πρώτη το καράβι που της έφερνε τον αγαπημένο
αδερφό, που πιότερο σα γιο τον είχε. Κι όταν το περήφανο σκαρί φάνηκε στην
εμπασιά του μπουγαζιού, καρδιοχτύπησε άγρια, από χαρά κι αδημονία.
Τότες εμφανίστηκε απ’ το
πουθενά ένας μορφονιός, με τσακίρικα μάτια και βλέμμα φιδίσιο. «Θα γενείς δικιά
μου, εγώ είμ’ ο πρίγκιπάς σου. Άνοιξ’ την καρδιά σου να με δεχτείς» της είπε με
φωνή μέλι, αλειμμένο απά σε παγωμένο ατσάλι. Κείνη τον αρνήθηκε γι’ άλλη μια
φορά.
Ο Εξαποδώ σήκωσε τα χέρια
του κι αμέσως δυο κατακόκκινα αστροπελέκια σκίσανε τον ορίζοντα. Μες σε μια
στιγμή η κάλμα η καλοκαιριάτικη διαλύθηκε σα ζάχαρη στο νερό. Η άξαφνη
μπουράσκα ούρλιαζε σαν τις χήρες των ναυτικών· ο ουρανός θρυμματισμένος,
σκούρος κι απέραντος έριχνε κουρτίνες από γκρίζο νερό που σάρωναν λυσσασμένα γη
και θάλασσα, λες κι έπεφτε του κόσμου η αυλαία.
Ο Τρισκατάρατος έβαλε
γέλια τρανταχτά και ξέσπασε σεισμός μεγάλος, ραγίσαν τα λιθάρια και πέφτανε
βροχή στη θάλασσα από κάτω. Το καράβι γένηκε μπαίγνιο στο έλεος της κοσμοχαλασιάς,
που έλεος δεν είχε. Κύματα βουνά το αρπάξανε στα ιδρωμένα τους δάχτυλα και το
σβούρισαν στα κατσάβραχα· έπειτα ουρανόπετρες πέσαν απ’ τα γκρεμνά και, μπρος
στα μάτια της Μοιράρισσας, θάψανε το άμοιρο σκαρί, μαζί με το δόλιο τον
Φραγκίσκο κι ολάκερο το τσούρμο, κι ούτε σκλήθρα ξύλο ούτε κασκέτο ναυτικό δεν απόμεινε.
Ο Πρίγκιπας του Σκότους
συνέχισε να γελάει με ειρωνεία φαρμακερή, γιατί δεν γεννήθηκε ακόμη αυτός που
θα τον απαρνηθεί. Η Μοιράρισσα θέλησε να ουρλιάξει, μα φωνή δε βγήκε· το
λαρύγγι της πέτρωσε, μαζί με την καρδιά και το νου της. Μόνο μια σκέψη τής
έμεινε, ο γδικιωμός, σα φλέβα λάβας σε πετρόχαρο βουνό.
Άνοιξε την αγκάλη και
πάλεψε υπεράνθρωπα να ψελλίσει δυο κοφτές κουβέντες, «σε δέχομαι». Το δαιμονικό
μεταμορφώθηκε σε μαύρο ντουμάνι και μ’ έναν ζοφερό καγχασμό όρμησε νά μπει μέσα
της, απ’ το στόμα και τ’ αρθούνια.
Η Μοιράρισσα περίμενε
καρτερικά, να μπουκάρει κι η τελευταία τουλούπα απ’ τη βέβηλη κάπνα. Μα την
ύστατη στιγμή, μια τρίχα προτού γραπώσει ο Εχτρός της ψυχής της το διάκι, κείνη
έδωκε έναν πήδο και βούτηξε στο βάραθρο. Έσκασε στη θάλασσα, γένηκε μαύρος βράχος
και βούλιαξε στον σκοτεινό βυθό. Μαζί της, φυλακισμένο στο πέτρινο κορμί,
τράβηξε το δαιμονικό, που ωρυόταν ανήμπορο.
Απόδιαβα, το ρολόι
χάλασε. Η Μοιράρισσα, πετρωμένη απ’ τη μάνητα και τον πόνο, παραφρονεμένη απ’
το καυτό φαρμάκι του γδικιωμού, με τον Εξαποδώ φυλακισμένο στην ψυχή της, παραφυλάει
να περάσει καράβι. Και τότες, γυρνάει ανάποδα τα νερά, ρουφάει σαν τη Χάρυβδη, ορθώνει
το βράχινο κεφάλι της και τσακίζει το πλεούμενο μαζί με τους ναύτες· κι ο
άνεμος ουρλιάζει την κατάρα της, «αφού πόθανε ο Φραγκίσκος μου, σεις γιατί να
ζείτε».
Ο καπετάν Αντρέας σταμάτησε να μιλάει για λίγο και κοίταξε στοχαστικά το
τσιμπούκι του, που ’χε απ’ ώρα σβήσει. Γύρισε προς τον Βασιλάκη, πήρε ύφος
θανάσιμα σοβαρό και μίλησε ξανά με τόνο κακοσήμαδο. «Όποιος τόλμησε ν’ αψηφήσει
τη Μοιράρισσα και να περάσει απ’ τα στενά της, τον φάγανε τα ψάρια κι άνθρωπος
πια δεν τον ματαείδε». Έβηξε, καθάρισε το λαιμό του και συνέχισε με φωνή ακόμα
πιο βλοσυρή.
«Θέλω, τώρα δα, να μου
ορκιστείς πως όταν θα μεγαλώσεις και θα γίνεις κι εσύ καραβοκύρης σαν τον γέρο
σου, δεν θα περάσεις ποτέ μα ποτέ από τον καταραμένο τόπο, όσο κι αν είναι
ανάγκη, ακόμα κι αν σ’ έχει πάρει ανεμοκύκλι στο κατόπι, κατάλαβες;»
Ο Βασιλάκης κούνησε
καταφατικά το κεφάλι, χαμήλωσε το βλέμμα και με πειθήνια φωνή απάντησε «κατάλαβα,
μπαμπά, κατάλαβα». Έσκυψε κι έκανε πως έπαιζε με το τρενάκι του. Μα τα μάτια
του φωτίστηκαν αδιόρατα, στη σκέψη πως κάποια μέρα, άντρας πια, θα μετρούσε το
κουράγιο και την παλικαροσύνη του στο Μπουγάζι της Μοιράρισσας…
Η εικόνα που συνοδεύει το διήγημα είναι του Matt Dixon
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου