Το περιβόλι των νεκρών





Το διήγημα δημοσιεύθηκε στα μπλογκ:

 

 

Είδες άντρα με στολή, μόνο για κακό θε να ’ναι. Η Ρηνιώ η Μιστριώτενα αυτό δεν το ’λεγε τόσο για τον ενωμοτάρχη του χωριού, αν και όλοι ξέρανε τι ανακατωσούρας ήταν και πως όλα τα ’μπλεκε χειρότερα σαν έμπαινε στη μέση. Τούτος ήταν ο μικρότερος μπελάς.

Την πρώτη φορά που ήρθε στο χωριό στρατιωτικό απόσπασμα, μ’ έναν ταγματάρχη επικεφαλής, ήτανε μικρό κορίτσι. Θαμπώθηκε με τη στολή και το παράστημα, το μακρύ σπαθί, τα γαλόνια, τις επωμίδες και το στριφτό μουστάκι του, ένιωσε ένα πρωτόγνωρο τσίμπημα στην καρδιά. Κι η επιβολή του πάνω στους φαντάρους που βάδιζαν συνταγμένοι κατόπι του, αγόρια με μάγουλα χνουδάτα σα ροδάκινα, την είχε εντυπωσιάσει ακόμα βαθύτερα. Σαν χτύπησαν την πόρτα της αυλής τους, όπως και σ’ όλα τα σπίτια του χωριού, και φώναξαν τους άντρες άνω των δεκαοχτώ να παρουσιαστούν στην πλατεία, η Ρηνιώ κρύφτηκε πίσω απ’ τα φουστάνια της μάνας της, της Χαρίκλειας, και κοιτούσε ντροπαλά και αδιάντροπα τον όμορφο αξιωματικό.

Μαζεύτηκαν οι άντρες στην πλατεία, όπως οι μύγες στη ζάχαρη, και τα παιδιά ακροβολισμένα ολόγυρα, σκαρφαλωμένα στα κλαριά από τα πλατάνια, ρουφούσαν την ασυνήθιστη σκηνή. Οι γυναίκες, που ήξεραν καλύτερα, έμειναν σπίτι και συνέχισαν τις δουλειές τους, με μια σκοτεινιά να φτεροκοπά πάνω απ’ τα κεφάλια τους σα σμήνος κορακιών.

Ο κομψός ταγματάρχης μίλησε στους συγκεντρωμένους κι η φωνή του αντήχησε όπως το σίδερο στο αμόνι. Πρόφερε την τρομερή λέξη, Πόλεμος, και σίγησε κάθε ψίθυρος στην πλατεία. Η Πατρίδα, το Καθήκον, η Θυσία, η Δόξα κι η Ελευθερία κλάγγιζαν στο στόμα του κι άπλωναν τριγύρω μιαν αίγλη σα φωτοστέφανο, λες κι ήταν ο Αϊ-Δημήτρης αρματωμένος. Γενικός ενθουσιασμός απλώθηκε κι όλοι έτρεξαν να ετοιμαστούν για πόλεμο, σα να πήγαιναν σε πανηγύρι.

Ο πατέρας αγκάλιασε τη Ρηνιώ και τα δυο μεγαλύτερα αδέρφια της, τον Νικόλα και την Αγάθη, έπειτα φίλησε τη μάνα, την ορμήνεψε για όσο θα έλειπε κι έφυγε μαζί με τους άλλους. Προτού χαθεί απ’ τα μάτια τους, γύρισε και τους χαιρέτησε μ’ ένα χαμόγελο που έμοιαζε πολύ με αληθινό. Κείνη η πομπή, κι ας φαινόταν εύθυμη, είχε μια θλιμμένη επισημότητα που χαράχτηκε ανεξίτηλα στο νου της Ρηνιώς.

Δεν τον ξαναείδαν, ζωντανό ή νεκρό. Ένα χρόνο αργότερα, ο ταχυδρόμος έφερε γραφή με κρατική σφραγίδα, πως ο Τάσος είχε πέσει ηρωικά στη μάχη και το σώμα του θάφτηκε στα ξένα, μαζί με τους υπόλοιπους δοξασμένους νεκρούς.

Της Χαρίκλειας το μέτωπο διέσχισε μια βαθιά ρυτίδα, που δεν έσβησε πια ποτέ. Στάθηκε βράχος για το σπίτι και τα παιδιά της, δούλευε σαν άντρας στα χωράφια μαζί με τον Νικόλα, έστρωσε και τις κόρες της στα οικοκυρικά και στις σπιτικές αγροτικές εργασίες και κατάφερε να τα φέρει βόλτα· μέχρι προίκα για τα κορίτσια ετοίμασε. Η Ρηνιώ παντρεύτηκε τον Αρχοντή Μιστριώτη, φίλο επιστήθιο του αδερφού της. Την ίδια μέρα, παντρεύτηκε κι ο Νικόλας την Καλλίτσα, αδερφή του Αρχοντή. Η Αγάθη, ως μεγαλύτερη, είχε στεφανωθεί τρία χρόνια πριν.

 

Δεν πρόλαβαν να γλείψουνε το μέλι απ’ το κουτάλι κι οι άντρες με τις στολές εμφανίστηκαν ξανά. Κείνη τη φορά δεν εντυπωσιάστηκε καθόλου η Ρηνιώ, μόνο τα μαύρα πουλιά άρχισαν να φτεροκοπούν αποπάνω της και σκέπασαν το χωριό. Πόλεμος, είπαν πάλι, και η Πατρίδα, το Καθήκον, η Θυσία, η Δόξα κι η Ελευθερία έλαβαν το λόγο και δε σήκωναν αντίρρηση καμιά. Πήραν μαζί τους φεύγοντας τον Νικόλα, τον Αρχοντή και τον Γιαννακό της Αγάθης, που ’χε ήδη σκαρώσει δυο κορίτσια. Έμειναν η Καλλίτσα κι η Ρηνιώ με τις κοιλιές φουσκωμένες κι οι τρεις μαζί προσεύχονταν καθημερνά στην εκκλησιά, γονατιστές μπρος στην εικόνα της Παναγιάς, να ξαναγυρίσουν οι άντρες τους.

Μονάχα ο Γιαννακός γύρισε, σακατεμένος στην ψυχή και στο κορμί, μ’ ένα πόδι κομμένο πάνω απ’ το γόνατο κι ένα θραύσμα από οβίδα καρφωμένο στο κρανίο, δεν έβλεπε ούτε άκουγε απ’ τα δεξιά. Τις νύχτες ξυπνούσε σκούζοντας κι έτρεμε σύγκορμος και παραληρούσε κρυμμένος πίσω απ’ την ντουλάπα. Δεν είχε ιδέα πού είχαν πέσει οι άλλοι δυο και σε ποια γη σαπίζαν τα κορμιά τους. Και τα χαρτιά με την κρατική σφραγίδα, που ήρθαν σε λίγο καιρό, δεν έλεγαν περισσότερα. Οι άνθρωποί τους είχαν απλώς χαθεί, παραχωμένοι ανάμεσα σε άλλους ανώνυμους ήρωες.

Η κυρα-Χαρίκλεια μ’ αυτό τον καημό έσβησε, που δεν αξιώθηκε να νεκροφιλήσει τον άντρα και τον γιο της, που δεν είχε ένα μνήμα ν’ ανάβει το καντήλι, να πηγαίνει να κάθεται και να τους λέει το κοντό της και το μακρύ της και της ζωής της τα παράπονα. Κι η Ρηνιώ είχε τον ίδιο πόνο με τη μάνα της. Και πιότερο απ’ όλα τη βάραινε που πατέρας, άντρας κι αδερφός είχανε μείνει άκλαυτοι κι αμνημόνευτοι κι οι ψυχές τους δε θα βρίσκανε ποτέ αναπαμό. Άλλοι κάνανε για τους δικούς τους κηδείες με αδειανά φέρετρα, μα την κυρα-Χαρίκλεια και τη Ρηνιώ δεν τις παρηγορούσε να κλαίνε πάνω από κενό τάφο. 

Με την Αγάθη και την Καλλίτσα ένωσαν τις δυνάμεις τους για να τα βγάλουν πέρα. Μαζεύτηκαν όλες στο πατρικό της Ρηνιώς, που ο Τάσος το ’χε χτίσει μεγάλο, γιατί είχε όνειρο να κάνει πολυμελή οικογένεια, Θεός σχωρέσ’ τον. Κείνη είχε ένα αγόρι, η Καλλίτσα ένα κορίτσι κι άλλα δυο η Αγάθη, μαζί και τον φουκαρά τον Γιαννακό.

Τρία χρόνια αργότερα, η Καλλίτσα ξαναπαντρεύτηκε, μα δε δέχτηκε ν’ αφήσει το σπίτι. Θέλοντας και μη, ο Σωτήρης ο σαμαράς μετακόμισε κι αυτός μαζί τους και στα τέσσερα μεγαλύτερα παιδιά προστέθηκαν άλλα τρία στην αράδα. Η Αγάθη με τον Γιαννακό, που συνέφερε λίγο με τη βοήθεια του κρασιού κι έμαθε την τέχνη του ράφτη για να βιοπορίζεται, έκαναν άλλα τέσσερα. Μαζέψανε κοντά τους κι όσους από τους γέρους τους ζούσαν ακόμα, πούλησαν τα σπίτια που έμειναν ακατοίκητα κι έτσι, δουλεύοντας όλοι μαζί, κατάφεραν να τα βγάλουν πέρα στα δίσεχτα χρόνια που ήρθαν.

Η Ρηνιώ δε θέλησε να πάρει άλλον άντρα ούτε κι έβγαλε ποτέ τα μαύρα κι ας ήταν ακόμα νέα κι ας ήρθαν τρεις γαμπροί να τη ζητήσουν. Αφιέρωσε τη ζωή της στον Μήλιο, τον κοιλάρφανο γιο της, στη δουλειά και στη μεγάλη φαμίλια που φτιάσανε, όπου κανείς δεν ένιωσε πια μοναξιά, αν και μερικές φορές, με όλο το μελισσολόι αυτό στα πόδια της, της φαινόταν κι αυτή ευπρόσδεκτη.

Η μεγάλη της αδυναμία ήταν τα λουλούδια. Δεν της έφτανε το ξεθέωμα ολημερίς στα χωράφια και στο νοικοκυριό, έφτιασε στο οικόπεδο πίσω απ’ το μεγάλο σπίτι με τα χέρια της έναν μπαξέ, καύχημα και καμάρι της, κι όποτε ξέκλεβε λίγην ώρα, ασχολιότανε μ’ αυτόν.


Κείνη τη μέρα, η Ρηνιώ γυρνούσε σπίτι απ’ τα χωράφια κατά το απομεσήμερο. Μια ψιλή γκρίζα βροχή σα στάχτη έπεφτε απ’ τον ουρανό. Ξάφνου τους είδε. Οι άντρες με τις στολές είχαν φτάσει απ’ ώρα στο χωριό, μα τούτη τη φορά δεν τους είχε πάρει χαμπάρι. Ένας καλοσιδερωμένος ταγματάρχης με μερικούς φαντάρους είχαν ήδη στρατολογήσει όσους ήταν ικανοί για πόλεμο κι ετοιμάζονταν να φύγουν βιαστικοί. Ανάμεσά τους κι ο Μήλιος, που μόλις πριν μια βδομάδα είχε κλείσει τα δεκαοχτώ. Πίσσα σκοτάδι χύθηκε στο νου της, σάμπως μαύρος ήλιος να κατάπιε ολάκερο τον κόσμο.

Ποιος είδε τον Θεό και δε φοβήθηκε. Χίμηξε με μια γοερή κραυγή, φυλάκισε τον Μήλιο στην αγκαλιά της και δεν τον άφηνε να φύγει. Μάταια προσπαθούσαν οι χωριανοί να τον αποσπάσουν απ’ τα χέρια της.

– Δε θα μου πάρετε κι αυτόν, πανάθεμα τη φύτρα σας, άλλον εγώ δε δίνω, ούρλιαζε παλαβωμένη.

Τότε ήρθε κοντά της ο ταγματάρχης κι άρχισε να της γλυκομιλάει και να την καλοπιάνει. Ο πόλεμος είχε φτάσει πια κοντά· πίσω από κείνα πέρα τα βουνά, ο εχθρός επέλαυνε ακάθεκτος, αν δεν τους σταματούσαν θα έφταναν ως το χωριό και θα τους σφάζανε όλους, δεν είχαν γλυτωμό. Έπειτα της ψιθύρισε στ’ αφτί:

– Κυρά μου, μην κάνεις τον γιο σου να ντρέπεται, όλοι θα τον πουν δειλό, που κρύβεται πίσω απ’ της μάνας του την ποδιά.

Η Πατρίδα, το Καθήκον, η Θυσία, η Δόξα κι η Ελευθερία ήρθαν και κάθισαν τριγύρω να τη νουθετήσουν στοργικά.

Μ’ όλ’ αυτά, η Ρηνιώ ήρθε στα συγκαλά της και κατάλαβε πως με τη μοίρα δεν μπορούσε να τα βάλει. Μα για ν’ αφήσει να λυθούν τ’ ατσαλένια της δάχτυλα, έθεσε έναν όρο, να την περιμένουν να πάει ως το σπίτι να φέρει κάτι στον γιο της. Ο ταγματάρχης τής έδωσε τον στρατιωτικό του λόγο και μόνο τότε πείστηκε ν’ αφήσει τον Μήλιο.

Δρόμωσε για το σπίτι, βγήκε στον μπαξέ κι άνοιξε την ξύλινη αποθηκούλα όπου φυλούσε τα σύνεργα της κηπουρικής. Έπιασε ένα μικρό υφασμάτινο πουγκί κι έβαλε μέσα σπόρους απ’ τα καλύτερα λουλούδια και βότανα που καλλιεργούσε. Λιόσπορους, σπόρους από βασιλικό και δυόσμο, από κατακόκκινα γαρούφαλλα, κοκκινόμπλαβα σκουλαρίκια, λευκά και πορτοκαλί γεράνια, κιτρινοκόκκινους κατιφέδες κι όλα τα χρώματα από πανσέδες – κίτρινο, πορτοκαλί, μπορντό, μωβ, λευκό, γαλανόλευκους. Την τελευταία στιγμή, έριξε μέσα και λίγα σπόρια από τη ροζ μπιγκόνια της, την κορωνίδα του μπαξέ της. Μπιγκόνια δεν είχε καμιά χωριανή στην αυλή της. Κείνης της την είχε αγοράσει ο Αρχοντής τότε που, νιόπαντροι, είχαν πάει στο πανηγύρι της Μεγαλόχαρης, κάτω στο κεφαλοχώρι. Όλες ποθούσαν τον σπάνιο ανθό, μα κείνη κρατούσε ζηλότυπα τον σπόρο και δεν έδινε σε καμιάν άλλη.

Το έραψε γερά, του πέρασε κι ένα ασπροκόκκινο κορδόνι κι έτρεξε ξανά στην πλατεία, όπου ολάκερο το σώμα των επίστρατων περίμεναν βαριεστημένοι την αφεντιά της. Το έδωσε στον Μήλιο και τον όρκισε, ευχή και κατάρα, να το φοράει πάντοτε απάνω του, ό,τι κι αν γίνει. Αυτό θα σε φέρει σπίτι άμα χάσεις το δρόμο, του είπε. Κείνος της ορκίστηκε, πέρασε το κορδόνι γύρω απ’ το λαιμό του, τη γλυκοφίλησε κι έφυγε, με την υπόσχεση πως θα ξαναγυρίσει.

 

Λένε πως όταν κοιμόμαστε στο μαξιλάρι κάποιου βλέπουμε τα όνειρά του. Η Ρηνιώ πήρε το προσκέφαλο του γιου της και κοιμόταν αγκαλιά. Έβλεπε κάθε νύχτα το χωριό, τον εαυτό της, τον μπαξέ, το σπίτι, έτσι ήξερε πως ο μονάκριβός της ονειρευότανε το νόστο κι ένιωθε μια ζεστασιά στην καρδιά της. Μέχρι που μια μέρα είδε μοναχά σκοτάδι. Τα ίδια την επόμενη, τη μεθεπόμενη, ολάκερη βδομάδα. Η Ρηνιώ κατάλαβε πως ο Μήλιος της είχε πέσει στον μεγάλο ύπνο κι άρχισε μέσα της να θρηνεί. Δεν είπε σε κανέναν τίποτα, εκτός από την Καλλίτσα, που ήταν τάφος και μυστικό δεν έβγαινε απ’ το στόμα της. Μάταια κείνη προσπαθούσε να διασκεδάσει τους φόβους της κοροϊδεύοντας τούτες τις δοξασίες.

– Η καρδιά της μάνας ξέρει, της απαντούσε η Ρηνιώ. Μπροστά στους άλλους έκανε πως δεν έτρεχε κάστανο. Θρηνούσε βουβά και μέρα με τη μέρα χλόμιαζε, θαρρείς ξεθώριαζε.

Μετά ήρθαν τα μαντάτα. Βγήκε ο τελάλης με το χωνί του και μια κουδούνα σαν του δάσκαλου στο χέρι και φώναζε ενθουσιασμένος πως ο πόλεμος τέλειωσε, ο εχθρός νικήθηκε κι έφυγε μακριά, η Πατρίδα σώθηκε. Όλοι βγήκανε στους δρόμους με τσαμπούνες και κλαρίνα και λαγούτα και βιολιά, μαζεύτηκαν στην πλατεία κι έστησαν γλέντι, μ’ ό,τι είχε ο καθένας να συμβάλει. Η Ρηνιώ προτίμησε ν’ απολαύσει τη σπάνια ησυχία στο σπίτι, καθώς ακόμα κι ο Γιαννακός παράτησε τα βελόνια του, πήρε τις πατερίτσες του και πήγε κούτσα κούτσα στην πλατεία να ξεδώσει κομματάκι. Η καρδιά της είχε πένθος, δε συμμεριζόταν τη χαρά των υπόλοιπων.

Ύστερα άρχισαν να επιστρέφουν απ’ τον πόλεμο οι άντρες, μα ο Μήλιος πουθενά. Περίμενε, περίμενε, μέχρι που όσοι ήταν νά ’ρθουν ήρθαν. Κατόπιν, έφτασαν κείνες οι γραφές με τη σφραγίδα του κράτους, τα νεκρόχαρτα που ’λεγαν οι γυναίκες. Ένα από δαύτα έγραφε τ’ όνομα του Μήλιου. Όλοι στο σπίτι ανασκουμπώθηκαν για δράματα μεγάλα, καθώς θυμούνταν πώς έκανε η Ρηνιώ όταν ήρθανε να πάρουν τον μονάκριβό της.

Μα κείνη είχε τελειώσει με τους θρήνους και το πένθος. Όταν της διάβασαν τη γραφή, κούνησε θεληματικά το κεφάλι, έσφιξε τα χείλια και, δίχως κουβέντα, βγήκε να τσαπίσει τον μπαξέ της. Γιατί μέσα της είχε ήδη πάρει τις αποφάσεις της. Δε θ’ άφηνε της λησμονιάς τ’ αγιάζι να φάει τον Μήλιο της. Ορκίστηκε πως θα βρει τα κόκαλά του και θα τα φέρει να τα θάψει στο χωριό, που ο κόσμος να χαλάσει.

Δε σταυροχεριάστηκε. Κάλεσε στο σπίτι τον Ευτύχη, πρωτανεψιό του Σωτήρη του σαμαρά, που ο Θεός τον λυπήθηκε και γύρισε απείραχτος απ’ τον πόλεμο, όνομα και πράμα. Τον κέρασε ρακή και μεζέ και του ζήτησε να της πει πού ήταν το μέρος όπου σκοτώθηκε ο γιος της. Κείνος της τα περιέγραψε με το νι και με το σίγμα, έπινε και θυμόταν, έκλαιγε κι έλεγε.

Συνάντησαν τους εχθρούς πίσω απ’ τον ώμο του βουνού, δυο κορφές παραπίσω από κείνη που αχνοφαινόταν πέρα στον ορίζοντα. Χιλιάδες νεκροί σκέπασαν κάθε σπιθαμή της πλαγιάς, ξένοι και δικοί, μέχρι να κριθεί η μάχη.

– Τους πήραμε φαλάγγι, θεια, τρέχανε να γλυτώσουν κι εμείς σα ζαγάρια τους κυνηγούσαμε κι όποιον προφταίναμε τον σουβλίζαμε με την ξιφολόγχη, της είπε, μ’ ένα περήφανο χαμόγελο στο αναψοκοκκινισμένο μούτρο του.

Μα μέχρι να γυρίσουν πίσω, έπιασε να βρέχει καταρράχτες και τα πόδια βούλιαζαν στη μαλακή λάσπη, δεν γινόταν να μαζέψουνε τα πτώματα. Μετά, η βροχή σταμάτησε κι άξαφνα η βαριά συννεφιά αναλύθηκε σε άφθονο χιόνι. Ακολούθησε η σουβλερή επιδρομή του πάγου. Ο καιρός ανέλαβε την ομαδική ταφή κι οι άνθρωποι δεν μπορούσαν πια να παρέμβουν. Ξένοι και δικοί, αγκαλιασμένοι, αδελφώθηκαν στο θάνατο, όσο μισιούνταν στη ζωή.

Η Ρηνιώ δεν έχασε καιρό. Γέμισε ένα παγούρι με νερό απ’ την πηγή και το πήγε στον παπά να το αγιάσει. Το έβαλε στο ταγάρι της μαζί μ’ ένα μεγάλο μπουκάλι κοκκινέλι απ’ το καλύτερο βαρέλι που ’χε στο κελάρι της, απαραίτητα και τα δυο στα ταφικά έθιμα. Το άλλο πρωί, χαράματα, τυλίχτηκε τα σκουτιά και τα τσουράπια της, ζώστηκε το ταγάρι κι έβαλε μπρος της τον μεγάλο δρόμο. Εξόρκισε τα κορίτσια της Αγάθης και της Καλλίτσας να περιποιούνται τα λουλούδια της μέχρι να γυρίσει. Όσο κι αν προσπάθησαν, κανένας δεν κατάφερε να της αλλάξει μυαλά. Στο τέλος, όλοι υποχώρησαν μπρος στην ακλόνητη θέλησή της. Έμειναν απορημένοι κι άναυδοι να την κοιτούν, καθώς χανότανε στο βάθος.

– Ποιος μπορεί να πει πού αρχίζει και πού τελειώνει μια γυναίκα, ακούσανε να μουρμουρίζει ο Γιαννακός, καθώς έραβε το γαμπριάτικο σακάκι του Ευτύχη.

 

Μέρες και μέρες περπατούσε και δε φοβότανε τις κακουχιές και τους ανθρώπους. Ποιος να πειράξει μια μεσόκοπη μαυροντυμένη που ζητιάνευε μια μπουκιά ψωμί κι ένα δεμάτι άχυρο στο στάβλο για να περάσει τη νύχτα της. Ακόμα κι οι ληστές, που μάστιζαν τα βουνά και τους τρέμανε οι κάμποι, τη λυπήθηκαν και της έδωσαν ένα πιάτο φασουλάδα και μια θέση δίπλα στη φωτιά τους. Κι όταν άκουσαν τι γύρευε στους πέντε δρόμους, κούνησαν με νόημα το κεφάλι και πικρογέλασαν κάτω απ’ τις δασιές τους γενειάδες. Σ’ αυτό δε διέφεραν απ’ τους νοικοκυραίους· το ίδιο κάνανε και κείνοι σαν άκουγαν τι ’χε βάλει σκοπό.

Θα ’τανε πια μέσα του Θεριστή, όταν έφτασε στο βουνό που έγινε η μεγάλη μάχη. Γνώρισε το διάσελο απ’ τις περιγραφές του Ευτύχη. Κι όταν με τα πολλά σκαρφάλωσε και κοίταξε κάτω την πλαγιά, είδε το πεδίο στρωμένο πρασινάδα κι αγριολούλουδα, ανάμεσα στα πουρνάρια, σάμπως ο Παράδεισος να ’χε μια θέση για όλους τους αδικοχαμένους. Ο ήλιος έκαιγε, μα ο αέρας ήταν κρύος.

Άρχισε μεθοδικά και πεισματωμένα να διαβαίνει την πλαγιά απ’ άκρου σ’ άκρο, γύρευε κάτι που μόνο κείνη γνώριζε. Σε μιαν άκρη, είδε ένα κομμάτι του κήπου της να ξεφυτρώνει περήφανα στο βουνίσιο τοπίο. Λιοτρόπια που ρέμβαζαν στον ήλιο, βασιλικός και δυόσμος, κατακόκκινα γαρούφαλλα, κοκκινόμπλαβα σκουλαρίκια, λευκά και πορτοκαλί γεράνια, κιτρινοκόκκινοι κατιφέδες και κίτρινους, πορτοκαλί, μπορντό, μοβ, λευκούς, γαλανόλευκους πανσέδες. Κι ανάμεσά τους, δυο υπέροχες ροζ μπιγκόνιες, που δεν άφηναν καμία αμφιβολία. Ο Μήλιος ήτανε θαμμένος σε κείνο τον τόπο, χώμα μες στο χώμα του. Έπεσε πάνω στα λουλούδια, που τράφηκαν απ’ τον Μήλιο της κι είχαν κάτι απ’ την ουσία του. Τους μιλούσε, τα χάιδευε και τα φιλούσε με λατρεία.

Ύστερα ζήτησε συγχώρεση απ’ τα λουλούδια κι έπιασε να τα ξεπατώνει σκάβοντας τη γης με τα χέρια της, κι ας φουσκάλιασαν κι ας μάτωσαν, σταματημό δεν είχε. Μέχρι που, κατά το σούρουπο, ξέθαψε έναν σκελετό που στο λαιμό του είχε περασμένο ένα ασπροκόκκινο κορδόνι. Είχανε περάσει δεκάξι μήνες αφότου είχε δει το μαύρο όνειρο, που της προμήνυσε το χαμό του γιου της. Η φύση είχε κάνει γρήγορα δικό της το κορμάκι του και τ’ άνθη έπαιξαν το ρόλο τους σ’ αυτό.

Ακούμπησε το μέτωπό της στην κεφαλή του Μήλιου και, μόνο τότε, όλη η πίκρα κι η οδύνη που σφιχτοφυλούσε μέσα της, τόσον καιρό που θρηνούσε βουβά και στεγνά, ξέσπασαν θαρρείς καταιγίδα, τα δάκρυα θάλασσα πικρή πλημμύρισαν τον τόπο, το σαγόνι της λύθηκε κι απ’ τ’ ανοιχτό στόμα δεν έβγαινε κραυγή, μόνο ένας πνιχτός βόγγος σα να πάσχιζε ν’ ανασάνει μα ο αέρας να ’χε πήξει.

Σαν σκοτείνιασε πια για τα καλά, η Ρηνιώ σηκώθηκε, έκοψε κάμποσα ξερόκλαδα απ’ τα πουρνάρια κι άναψε φωτιά δίπλα στο λάκκο. Είχε πια βρει τη φωνή και την ανάσα της κι έπρεπε να τηρήσει όλα τα έθιμα, γιατί αλλιώς ο γιος της θα χανότανε στο σκοτεινό βιλαέτι και δεν θα μπορούσε πια ποτέ να περάσει στα χλοερά λιβάδια. Έβγαλε το παγούρι με τον αγιασμό και το μπουκάλι με το κοκκινέλι απ’ το ταγάρι της. Ξέθαψε καλά τα κόκαλα του Μήλιου, άρχισε να τα πλένει με τον αγιασμό και να τραγουδάει το μοιρολόι:

 

“Ποιος έχει πέτρινη καρδιά, θέλω να μη ραΐσει

να ειπώ τραγούδι θλιβερό και παραπονεμένο

Γιόκα μου εσύ μονάκριβε και μοσχαναθρεμμένε

Δεν το ’λπιζα η έρημη να σε νεκροστολίσω

Να σου φορέσω μοναχό στεφάνι στο κεφάλι

Τώρα γκρεμίστηκαν βουνά, στερέψανε ποτάμια

Μείνανε βρύσες μοναχές της μάνας σου τα μάτια

Γιόκα μου, σε παρακαλώ, λυπήσου με τη μαύρη

Σαν έρχομαι στο μνήμα σου να κάνω συντροφιά σου

Από το μνήμα το βαρύ στέλνε μου κάνα λόγο

Ν’ ακούσω τη φωνούλα σου όσο να ’ρθει η σειρά μου…”

 

Μόλις είχε πιάσει το μπουκάλι με το κρασί, για να πλύνει πάλι τα κόκαλα, όταν ένιωσε ένα χέρι απαλό και δυνατό να της πιάνει τον καρπό κι άκουσε τη φωνή του Μήλιου να συνεχίζει το τραγούδι:

 

“Μάνα, μέσ’ απ’ τον τάφο μου θα νιώθω τον καημό σου

Μ’ από τον τάφο δεν μπορώ μήνυμα να σου στείλω

Είναι βαθύ το μνήμα μου, βαριά η ταφόπετρά μου

Στον ύπνο σου θαν’ έρχομαι να σε παρηγοράω

Θα είναι τ’ όνειρο γλυκό, βάλσαμο στην πληγή σου”[1]

 

Μετά κάθισε δίπλα της, ζέστανε τα χέρια του στη φωτιά και της μίλησε:

– Μάνα, μην ξοδεύεις το καλό μας το κρασί στα ξερά τα κόκαλα. Βάλε να το πιούμε.

– Αγόρι μου, ακριβέ μου, το ’ξερα πως θα σ’ αντάμωνα ξανά, έτσι μου ’λεγε η καρδιά μου.

Αγκαλιάστηκαν σφιχτά κι έκλαιγαν και συνάμα γελούσαν από χαρά που ξαναβρέθηκαν στον ξένο τόπο. Η Ρηνιώ σήκωσε το κεφάλι κι είδε μια ανθρώπινη σκιά να κάθεται διακριτικά έξω απ’ τον κύκλο της φωτιάς. Κι έπειτα άλλη μία.

– Γιόκα μου, πες στους φίλους σου να κοπιάσουνε κοντά μας, να πιούμε όλοι μια γουλιά για το καλό, να τους ευχαριστήσω που σου κράτησαν τόσον καιρό συντροφιά.

Κείνος έκανε μια αδιόρατη κίνηση με το χέρι κι ο κύκλος της φωτιάς σιγά σιγά γέμισε νεαρούς που φορούσαν δυο λογιών στολές σκισμένες. Και το μοιρολόι έδωσε τη θέση του σε τραγούδια της τάβλας:

 

“Του θάνατου παράγγειλα του Χάρου παραγγέλνω

Ανάθεμά σε Χάροντα και μια κατάρα στέλνω

Και λέω της Χαρόντισσας, στα χαροπαίδια λέω

Ανάθεμά σας όφηδες και άλλο πια δεν κλαίω…”[2]

 

Λίγο πριν το χάραμα, σχόλασε το γλέντι κι οι πεθαμένοι ξαναγύρισαν στο βιλαέτι τους. Η Ρηνιώ έβαλε τα κόκαλα να κοιτούν προς την ανατολή, να δει ξανά ο Μήλιος της το φως του ήλιου που ’χει στερηθεί τόσον καιρό, να περάσει στο γκρίζο βιλαέτι. Μα για να βρει το δρόμο για τα λιβάδια τα χλοερά, χρειαζότανε κάτι ακόμα.

Μόλις ο ήλιος ανέβηκε μια τρίχα πάνω απ’ τη βουνοκορφή, η Ρηνιώ έπιασε τον προγονικό χορό, τον Κόρου ντι Πομάνα, κι άρχισε πάλι να τραγουδά κοιτάζοντας κατάματα το αστέρι της μέρας:

 

“Ήλιε μ’ που βγαίνεις το πρωί

και τον ντουνιά ζεσταίνεις

μένα γιατί μ’ αρνήθηκες;

Σαν το δεντρί μαραίνομαι

σαν φύλλο κιτρινίζω

χωρίς εσένα, ήλιε μου

Μια χαραυγή, αχ μαύρη χαραυγή

στο σκότος θα πεθάνω

κι εσύ θα παίζεις, θα γελάς…”[3]

 

Μόλις τέλειωσε η τελετουργία, μάζεψε τα κόκαλα σ’ ένα σάκο που ’χε φέρει μαζί της. Φορτώθηκε το θλιβερό φορτίο, που τόσο την αναγάλλιαζε απ’ την άλλη, και κίνησε με βήμα ανάλαφρο, κοριτσίστικο, να γυρίσει στο χωριό.

 

Όταν την είδανε να φτάνει, δεν πίστευαν στα μάτια τους. Όλοι νόμιζαν πως η δόλια είχε χάσει τα μυαλά της, και κατόπιν τη ζωή της, σε μια μάταιη αναζήτηση. Οι άντρες του σπιτιού τη σήκωσαν στα χέρια, λες κι ήταν ολυμπιονίκης της αρχαιότητας. Το πρώτο πράμα που έκανε, ήταν να πάει να δει τον μπαξέ της. Δόξα τω Θεώ, τα κορίτσια είχαν καταφέρει να τον διατηρήσουν άψογα – αν τολμούσαν, ας έκαναν κι αλλιώς. Κείνο το βράδυ, η Ρηνιώ δεν προσπάθησε ν’ αποφύγει το γλέντι που στήθηκε για χάρη της. Έφαγε, ήπιε, χόρεψε ξέφρενα και τραγούδησε με γάργαρη φωνή, λες κι είχε ξανανιώσει. Κάποιος σχολίασε πως δεν τη θυμόταν πιο πριν ποτέ να χαμογελάει. Κι ο Μήλιος από δίπλα τής κρατούσε το σεγόντο.

Την άλλη μέρα, έθαψαν τα λείψανα στο κοιμητήρι του χωριού κι ο παπάς φαλτσάριζε το ξόδι απ’ τη συγκίνηση. Η Ρηνιώ δεν ήθελε να βάλει ταφόπλακα, για να μη βαραίνει τον γιο της. Φύτεψε πάνω στο μνήμα όλα τ’ άνθη που είχαν συντροφέψει τον Μήλιο στην ανώνυμη ταφή του στη βουνοπλαγιά. Δυο και τρεις φορές τη βδομάδα πήγαινε και τα περιποιόταν σαν παιδιά της, μετά καθόταν στο πεζούλι, έπιανε το πλεχτό και μολογούσε στον Μήλιο τα βάσανα και τις χαρές της.

Αν κι ο πόλεμος ξέχασε από τότε το χωριό, οι άνθρωποι δεν έπαψαν να πεθαίνουν. Τόσο όμορφο και περιποιημένο ήταν το μνήμα του Μήλιου, που ζήλεψαν οι υπόλοιποι και άρχισαν, αντί για μάρμαρο, να στρώνουνε τους τάφους με λουλούδια, καθένας με μοναδικό συνδυασμό. Τότε η Ρηνιώ άρχισε να χαρίζει σ’ όλες τις χωριανές μπόλι από τις αγαπημένες της μπιγκόνιες, γιατί αυτό της ζήτησε ο Μήλιος κάποιο σούρουπο και κείνη δεν του χάλαγε χατίρι.

Το περιβόλι των νεκρών έγινε ξακουστό στα γύρω χωριά και σιγά σιγά η φήμη του έφτανε όλο και μακρύτερα. Άνθρωποι από παντού έρχονταν να το θαυμάσουν κι απορούσαν πώς μπορεί ο θάνατος να σφύζει έτσι από ζωή, με τόσα χρώματα κι ευωδιές. Έγινε συνήθειο, κάθε Ψυχοσάββατο οι χωριανοί να μαζεύονται κει, να στρώνουν τραπεζομάντηλα καταγής, να τρώνε και να πίνουν ό,τι φαΐ και πιοτό αγαπούσαν περισσότερο οι νεκροί τους όσο ζούσαν κι έφερνε κάθε οικογένεια τους Όρκους, πιάτα με ξηρούς καρπούς, φρούτα και γλυκά, που είχε στο κέντρο κολλημένο ένα κερί κι έραιναν τους τάφους με σιτάρι που το είχαν ζεματίσει για να μη φυτρώνει, να ’χουν να τρώνε οι νεκροί όλο το χρόνο. Και σαν έπεφτε η νύχτα, άναβαν μεγάλη φωτιά στη μέση απ’ το κοιμητήρι, για να ζεστάνουν τους νεκρούς, πιάνονταν όλοι σε αδιάσπαστο κύκλο και χόρευαν μέχρι να πέσουν κάτω απ’ την εξάντληση. Όσοι το έζησαν ορκίζονται πως οι νεκροί χόρευαν και γλεντούσαν μαζί τους. Κανένας πια δεν πέθαινε στ’ αλήθεια.

Το χωριό όλοι το λέγαν Περιβόλι, μέχρι που, με τον καιρό, ξεχάστηκε το παλιό του όνομα και κανείς δεν ήξερε κι εμάς να μας το πει…

 

 

 



[1] Ηπειρώτικο μοιρολόι.

[2] Του Χριστόδουλου Χάλαρη.

[3] Τσάμικο ηπειρώτικο.

Σχόλια