Μια φορά κι έναν
καιρό, σ’ έναν τόπο όχι πολύ μακρινό, ζούσε μια όμορφη κοπέλα. Ήταν ορφανή κι έμενε
μαζί με τον πατέρα της, που την είχε μεγαλώσει μονάχος του, σχεδόν από μωρό. Ήτανε
πολύ προκομμένη κι όλη μέρα έκανε τις δουλειές
του σπιτιού. Μαγείρευε για να ‘ρθει ο πατέρας από τα χωράφια και να βρει ζεστό
φαΐ να τον περιμένει στο τραπέζι, έκανε τη λάτρα, έπλενε τα ρούχα, μπάλωνε,
σιδέρωνε, φρόντιζε το περβόλι…
Όμως
σαν έπεφτε το βράδυ, που το πρόσμενε πώς και πώς, καθότανε στον παλιό αργαλειό
της μάνας της. Έβαζε στη ρόκα το μαλλί απ’ τα λίγα προβατάκια που ‘χε, το
έγνεθε, το έκλωθε, έβαφε την κλωστή με χρώματα απ’ του κήπου της τα λούλουδα κι
έπειτα καταπιανότανε να υφαίνει και να τραγουδά στον ρυθμό της απατής του
αργαλειού, τάκα-τάκα, τούκα-τακ, και δώσ’ του τραγούδαγε κι ύφαινε. Και ο νους
της έφευγε μακριά και τα σχέδια στο υφαντό βγαίνανε πολύχρωμα κι ονειρεμένα.
Μια
μέρα άκουσε το τραγούδι της μια καρακάξα
κι ήρθε στο παραθύρι της κι έκατσε να θαυμάσει. Η κόρη την είδε και τρόμαξε.
«Τι
θες εδώ εσύ, μαύρο μου πουλί θλιμμένο;» ρώτησε.
«Η
φωνή σου κοπελιά μου είναι τόσο γλυκιά, που μου πήρε μακριά τη θλίψη. Να
χαρείς, μη σκιάζεσαι από μένα και μη με διώχνεις μακριά» παρακάλεσε η καρακάξα.
Η
κοπέλα κολακεύτηκε κι ένιωσε να συμπαθεί το κακορίζικο πουλί. Ο πατέρας της
ήτανε καλός άνθρωπος, μα κοιμότανε βαριά πολύ και ροχάλιζε κι έτσι ποτέ δεν
είχε ακούσει το τραγούδι της. Πρώτη φορά βρέθηκε κάποιος να την παινέψει για τη
μελωδική της φωνή.
«Εντάξει
λοιπόν» έκανε χαρούμενη «αφού σ’ αρέσει, κάθισε εδώ σιμά ν’ ακούς» είπε
γλυκοχαμογελαστά.
Κι
η καρακάξα, άλλο που δεν ήθελε, ερχότανε κάθε νύχτα και κούρνιαζε στο περβάζι
κι απολάμβανε τ’ όμορφο τραγούδισμα της κόρης. Πέρασε δεν πέρασε ένας μήνας κι
η καρακάξα άρχισε να στενάζει.
«Αχ,
ουχ, τι κρίμα, τι κρίμα…» έλεγε και ξανάλεγε σα να ‘ταν παπαγάλος.
«Γιατί
βαρυγκωμάς καλή μου καρακάξα;» ρώτησε καλοκάγαθα η κόρη.
«Γιατί
λυπάμαι να σε βλέπω να κουράζεσαι, να καμπουριάζεις πάνω απ’ αυτόν τον παλιό
αργαλειό και τα χρυσά σου δάχτυλα να βγάζουνε φουσκάλες απ’ τη σκληρή δουλειά.
Τι ωραία θα ‘τανε να ‘χεις χρόνο για να κάνεις ό,τι σου αρέσει, να μπορούσες να
τραγουδάς δίχως να χρειάζεται να δουλεύεις…»
«Καλά
θα ήτανε» γέλασε η κόρη «μα ο αργαλειός δεν δουλεύει από μόνος του.»
«Ίσως
και να γίνεται» είπε σκεπτική η καρακάξα. «Μα τα μαύρα μου τα πούπουλα, θα
‘θελα να σου κάνω ένα σπουδαίο δώρο, για τη χαρά που μου ‘δωκες, να παίρνεις
από πάνω μου τη θλίψη» της έκανε πονηρά.
«Σαν
τι δώρο δηλαδή;» είπε η κοπέλα όλη ανυπομονιά.
Τότε
η καρακάξα έκρωξε ένα ξόρκι και να το θάμα έγινε. Ο αργαλειός μαγεύτηκε κι
άρχισε να δουλεύει μοναχός του. Ούτε που πέρασε απ’ το νου της κόρης, πως ίσως
η καλή καρακάξα να ‘χε κακό σκοπό.
«Να
το δώρο μου» της είπε. «Στο εξής δεν θα χρειάζεται να κοπιάζεις, η δουλειά θα
γίνεται από μόνη της κι εσύ θα ‘χεις χρόνο να κάνεις ό,τι αγαπάς, να τραγουδάς,
να χορεύεις ή να ξεκουράζεσαι. Θα ‘χεις την πιο όμορφη προίκα κι όλα τα
παλικάρια θα σε θέλουνε για νύφη.»
Η
κοπέλα ενθουσιάστηκε. Δεν έφτανε που ο αργαλειός δούλευε από μόνος του, αλλά
μαζί του δούλευαν η ρόκα και το σφοντύλι, το στημόνι κι η ανέμη. Η κοπέλα
μονάχα έβαζε μαλλί ξασμένο στο λανάρι κι έπειτα τίποτες άλλο δεν χρειαζότανε να
κάμει. Η κλωστή βαφότανε σ’ ό,τι χρώμα την πρόσταζε κι ο μαγεμένος αργαλειός
υπάκουε κι ύφαινε όποιο σχέδιο της κατέβαινε στο νου, δίχως να χρειάζεται καν
να του το πει.
Η
κόρη έπιασε να χοροπηδά απ’ τη χαρά της, ολόγυρα στο σπίτι, να τραγουδά και να
γελάει. Έδινε φιλιά στην καρακάξα κι ευχές μέσα απ’ την καρδιά της. Πόσο
ξεκούραστη ένιωθε, πόσο γούστο είχανε τα υφαντά που στοιβάζονταν στα πόδια της,
δίχως να κάμνει τον παραμικρό κόπο. Η καρακάξα γέλασε στριγκά και χαιρέκακα
χάθηκε στο δάσος.
Δεν
πέρασε πολύς καιρός κι η χαρά της κόρης αρχίνισε να κοπάζει. Ο μαγεμένος
αργαλειός δεν σταμάταε να υφαίνει και να υφαίνει και να υφαίνει κι όλη μέρα
τάκα-τούκα, τικ-τικ-τικ, είχε αρχίσει να την τσαντίζει. Τις νύχτες δεν έκλεινε
μάτι απ’ το θόρυβο. Όταν τέλειωνε το μαλλί, ο αργαλειός συνέχιζε να εργάζεται
στο βρόντο κι έτριζε φριχτά και βογκούσε και ζητούσε κι άλλο νήμα, γιατί τι
είναι ένας μαγεμένος αργαλειός, φτιαγμένος για να δουλεύει νύχτα-μέρα, αν δεν
έχει δουλειά να φτιάνει;
Μα
τα προβατάκια της δεν είχανε άλλο μαλλί να δώσουν κι η κόρη δεν ήξερε τι να
κάμει. Άρχισε να ξηλώνει τα υφαντά, να τα κάνει κλωστή και την κλωστή να την
ξαναβάζει στον αργαλειό, και κείνος ύφαινε ξανά και κείνη ξαναξήλωνε, μα τούτο
ήτανε πιο δύσκολο και πιο κουραστικό από πριν.
Έψαξε
η κόρη να βρει την καρακάξα, να τη γλυκοπαρακαλέσει να λύσει το ξόρκι. Μα κείνη, που ζήλευε την κοπέλα γιατί ήταν όμορφη κι είχε γλυκιά φωνή, λούφαξε
στην κορφή ενός δέντρου κι έκανε πως τάχα μου δεν άκουγε τα παρακαλετά.
Μετά
η κόρη σκέφτηκε να πάει στην πόλη, στο παζάρι, για να πουλήσει μερικά υφαντά,
ν’ αγοράσει μαλλί, να το βάλει του αργαλειού για να κλώσει και να υφάνει και να
της περισσέψουν και λίγα χρήματα για ν’ αγοράσει λούσα για τον εαυτό της, να
χαρεί κομματάκι.
Μα
δεν είχε άλογο ούτε κάρο κι έτσι έπρεπε να φορτώνεται στη ράχη τα υφαντά, όσα
περισσότερα μπορούσε να σηκώσει, και να περπατάει, να περπατάει ώρες μες στον
ήλιο και στη βροχή, μες στον άνεμο και στο χαλάζι και στο χιόνι, για να φτάνει
στην πόλη ψόφια απ’ την κούραση. Και να φωνάζει στο παζάρι «εδώ τα καλά υφαντά,
εδώ τα όμορφα κιλίμια και χαλιά, περάστε κόσμε, πάρτε πατριώτες…» μέχρι που
πονούσε ο λαιμός της και βράχνιαζε να παζαρεύει τις τιμές. Κι όλο να μετράει τα
χρήματα για να μην την κλέβουνε οι πελάτες κι όλο να λογαριάζει τα κέρδη. Κι
ύστερα να τρέχει ν’ αγοράσει μαλλί και να το ζαλώνεται στην πλάτη και δώσ’ του
πάλι περπατητά να γυρνάει στο σπίτι.
Κι
ο πατέρας να γκρινιάζει γιατί δε βρήκε φαγητό να τον περιμένει στο τραπέζι και
το σπίτι σκονισμένο κι αραχνιασμένο –πού να προφτάσει να συγυρίσει και να
καθαρίσει;- κι όλη μέρα να μαλώνουν και να φωνάζουν ο ένας στην άλλη, που τόσα
χρόνια δεν είχανε αλλάξει ούτε λέξη πικρή αναμεταξύ τους.
Μόλις
μάζεψε λίγα λεφτά, αναγκάστηκε ν’ αγοράσει κάρο κι ένα άλογο για να μεταφέρει
τα υφαντά στην πόλη. Όχι μόνο δεν πήρε ούτε ένα λούσο, αλλά έβαλε και χρέος από
πάνω. Το άλογο ήθελε βρώμη και κριθάρι για να τρώει κι αυτά κόστιζαν ακριβά.
Ο
μαγεμένος αργαλειός ύφαινε και ύφαινε χωρίς σταματημό, αλλά η κοπέλα δούλευε
όλο και πιο πολύ κι όλο περισσότερο χρεωνότανε, να φτιάξει στάβλο για το άλογο,
υπόστεγο για το κάρο, ν’ αγοράζει βρώμη και κριθάρι, να ταγίζει, να ξυστρίζει
και να καθαρίζει το ζωντανό, να σκουπίζει την κοπριά και να στρώνει το άχυρο.
Να φορτώνει, να ξεφορτώνει, να παίρνει τους δρόμους, να τελαλεί και να φωνάζει.
Ένιωθε
πια δυστυχισμένη, τσακισμένη απ’ τη δουλειά, καμπουριασμένη απ’ τις ευθύνες.
Γέλιο δεν κατέβαινε στα χείλια της, όσο για τραγούδι πού όρεξη και πού καιρός.
Το ηλιόλουστο σπίτι βουβάθηκε, κατσούφιασε. Και να ‘τανε μονάχα αυτά…
Το
μυαλό της θόλωσε κι οι λογισμοί της σκοτείνιασαν. Τίποτα όμορφο δεν κατέβαινε
στον νου της. Όμως ο μαγεμένος αργαλειός υπάκουγε κάθε της σκέψη κι έτσι τα
νήματα βάφονταν σκούρα, μουντά και μαύρα και τα σχέδια στα υφαντά γίνονταν
άσχημα και δυσάρεστα, όπως τα όνειρά της. Κανείς δεν ήθελε πια ν’ αγοράσει τα
υφαντά της. Κι ο αργαλειός έσκουζε κι ύφαινε και κείνη ξήλωνε και ξαναξήλωνε
για να τόνε ταγίσει.
Η
κοπέλα έπεσε στο πάτωμα κι έπιασε να κλαίει και να θρηνεί και να καταριέται την
κακιά καρακάξα, που της έκλεψε τη χαρά της. Τότε άξαφνα είδε τον πατέρα της να
ξυπνάει αγριεμένος κι έξαλλος να βγαίνει απ’ το σπίτι, βροντώντας ξωπίσω του
την πόρτα.
Ξαναμπήκε
μετά από λίγο και κρατούσε στο χέρι του το τσεκούρι, που έκοβε ξύλα για το
τζάκι. Αρχίνισε να χτυπάει με μανία τον αργαλειό και να τον τσακίζει. Η κόρη
χειροκροτούσε χαρούμενη και φώναζε «ναι, ναι μπαμπά, σπάστονε τον καταραμένο, βάρα
τον». Μα τα κομμάτια σκώνουνταν και συνέχιζαν να δουλεύουν, τάκα-τούκα,
τούκου-τουκ, να βογκάν και να σφυρίζουν, σαν τρελά. Ο πατέρας κατέβασε το
τσεκούρι του αποκαμωμένος κι ετοιμαζότανε να το σκάσει ουρλιάζοντας μέσα απ’ το
σπίτι, μα η κόρη είχε μια καλύτερη ιδέα.
Άναψε
τα προσανάμματα στο τζάκι κι άρχισε να ρίχνει μέσα όσα κομμάτια του αργαλειού
μπορούσε να σηκώσει. Ο πατέρας ξανάπιασε το τσεκούρι. Κείνος έσπαζε, κείνη
έκαιγε, μέχρι που μονάχα στάχτη έμεινε να θυμίζει τον μαγεμένο αργαλειό. Μια
γλυκιά ησυχία γέμισε το φτωχικό σπίτι…
Η
κόρη πούλησε το άλογο και το κάρο κι αγόρασε ξανά έναν απλό αργαλειό. Από τότε
κάθε βράδυ καθότανε κι έγνεθε, έκλωθε κι ύφαινε, όσο ήθελε κείνη κι όσο το ‘χε
όρεξη. Κι άρχισε πάλι να τραγουδάει και να γελάει και ποτέ δεν αντάλλαξε πια με
τον πατέρα της ούτε μια πικρή κουβέντα. Κι όταν παντρεύτηκε κι έκανε παιδιά,
πήρε μαζί της τον αργαλειό κι ύφαινε τραγουδώντας ως τα βαθιά γεράματα.
Και
η γριά καρακάξα, η μάγισσα η κακιά, που τα ‘βλεπε όλα κουρνιασμένη στο δέντρο
της, πέταξε μακριά και πήγε να χαρίσει σ’ άλλους αφελείς τα ύπουλα ξόρκια της…
Υπέροχος παραλληλισμός μπράβο! Όσο υπάρχουμε εμείς οι γιαγιάδες τα παιδιά πάντοτε θα ακούνε παραμύθια. Το πρόβλημα είναι που οι ενήλικες που δεν έχουν χρόνο να τα ακούσουν, να τα διαβάσουν και να τα θυμηθούν...
ΑπάντησηΔιαγραφήπολυ ομορφο Κωστη...μπραβο...με συγκίνησες...!!
ΑπάντησηΔιαγραφή