Χαλάλι

 



 

Χρωστούσε λες η ζωή στον κυρ Γιαννούλη Αλοΐζο. Τον προίκισε με νου και κόντρα νου και κόντρα παπαφίγκο, του ’δωσε δίψα στην ψυχή και φλόγα στη ματιά.

Είχε κληρονομήσει τη μικρή οικογενειακή βιοτεχνία του πατέρα του, δυο αργαλειοί όλοι κι όλοι, κι έστησε απάνω της κοτζάμ βιομηχανία –μηχανές θεόρατες, κλωστήρια, βαφεία, υφαντουργεία–, μ’ εξαγωγές σ’ ολάκερη την Ευρώπη. Μετά ξανοίχτηκε στο εμπόριο, σταφίδα, καπνά, στάρι. Ογδόντα εργατικές και καμιά εκατοστή αγροτικές φαμίλιες, το λιγότερο, τρώγαν απ’ το χέρι του ψωμί.

Καλοπαντρεύτηκε την Ευδοξία, κόρη του Πολυχρόνη Κόνσουλα με τ’ όνομα. Καλλονή προικούσα, πολύφερνη στον καιρό της, τη διεκδίκησε και την άρπαξε μέσ’ απ’ τα νύχια τόσων και τόσων μνηστήρων, ανώτερων κοινωνικά απ’ αυτόν. Έχτισε το αρχοντικό του στη Λεωφόρο Νίκης, ν’ αγναντεύει τη θάλασσα, κι όλοι του έβγαζαν με σέβας το καπέλο, σαν περπατούσε με την κυρά του αγκαζέ στην παραλία. Έπειτα, του χάρισε ο καλός Θεός μια κόρη, τώρα πια της παντρειάς, κι έναν γιο, διάδοχο και καμάρι του.

 

Τούτη την ευδαιμονία μια σκέψη μονάχα την αμαύρωνε. Κείνο το ρητό που του ’χε πει, μεταξύ αστείου και σοβαρού, ο χρηματιστής του στη Λόντρα, ότι η πρώτη γενιά χτίζει την περιουσία, η δεύτερη την αυγατίζει και η τρίτη τη σκορπάει. Του ’χε γίνει εφιάλτης και δεν τον άφηνε να ησυχάσει, μερόνυχτα.

Και ήρθε η μέρα που ο γιος του, ο Άλκης, που σπούδαζε οικονομικά και νομικά στη Ζυρίχη, γύρισε στη Σαλονίκη με το πτυχίο στο χέρι, αριστούχος, νικητής και τροπαιούχος. Κι έπειτα η μέρα που ο κυρ Γιαννούλης έτρεμε απ’ όλες πιο πολύ. Ο Άλκης, με το λεπτόριγο μπλε μαρέν κουστούμι από αγγλικό κασμίρι, το μεταξωτό πορφυρό μαντήλι στο τσεπάκι και την ασορτί γραβάτα, τη χρυσή καρφίτσα με το ρουμπίνι στην μπουτονιέρα και το μπαστούνι με την ασημένια λαβή, μπήκε όλος αυτοπεποίθηση στο γραφείο του πατέρα του, στον τέταρτο όροφο του μεγάρου Μάλαχ, και του ’πε με ύφος πως ήταν πια καιρός ν’ αναπαυτεί, να χαρεί όση ζωή του απόμεινε κι ότι αυτός στο εξής θ’ αναλάμβανε τις επιχειρήσεις.

Ο κυρ Γιαννούλης σταύρωσε τα χέρια πάνω στο καρυδένιο γραφείο, πήρε ύφος στωικό και, με τόνο που δε δεχόταν αμφισβήτηση, του ’πε πως θα του παραχωρούσε ευχαρίστως τη θέση του και θ’ αποσυρόταν από τη δουλειά, μόλις εκείνος θα κονομούσε με τον κόπο του και θα του ’φερνε μία χρυσή λίρα. Έπειτα, τον ξαπόστειλε ευγενικά.

Ο Άλκης διηγήθηκε τα καθέκαστα στη μητέρα του. Η κυρα-Ευδοξία γέλασε τρανταχτά. «Ανήκουστο! Όσο σιτεύει, όλο και παραξενεύει· κακά γεράματα θα έχω μαζί του» σχολίασε με τόνο αιχμηρό. Έβγαλε μία λίρα από το πορτοφόλι της και του την έδωσε με μιαν αβρή χειρονομία.

Την άλλη μέρα, πρωί πρωί, ο Άλκης πήγε στο μέγαρο Μάλαχ και περίμενε τον πατέρα του έξω από το γραφείο. Στις εννιά ακριβώς, όπως κάθε μέρα, εμφανίστηκε ο κυρ Γιαννούλης. «Πατέρα, σου έφερα τη λίρα που μου ζήτησες» του είπε ο Άλκης πρόσχαρα. Εκείνος την έπιασε, την έπαιξε στα δάχτυλα κι αίφνης τα μάτια του πύρωσαν οργισμένα. «Βρε πεζεβέγκη, ποιον θαρρείς πως κοροϊδεύεις; Κάλπικη λίρα μου 'φερες;» Κι έτσι όπως την κρατούσε, άνοιξε το παράθυρο και την πέταξε στο δρόμο.

Ο Άλκης έφυγε με το κεφάλι σκυφτό. Γύρισε σπίτι και κατσάδιασε τη μάνα του. Εκείνη ορκιζόταν πως η λίρα ήταν αυθεντική, την είχε πάρει από την τράπεζα. Τότε γιατί δεν τον πίστεψε ο πατέρας του; Μα βέβαια, δεν ήταν δυνατόν να κερδίσεις μια χρυσή λίρα μέσα σ’ ένα απόγευμα.

Περίμενε μια βδομάδα κι έπειτα πήρε άλλη μια λίρα από την κυρα-Ευδοξία, την έλεγξε στου Μορντεχάι Μάλαχ, που ’χε το κοσμηματοπωλείο στο ισόγειο του μεγάρου, κι έπειτα εμφανίστηκε, στητός και κορδωμένος, στο γραφείο. Μόλις είδε ο γέρος τη λίρα, έβαλε τα γέλια. «Πιστεύεις, δηλαδή, ότι είσαι τόσο ξύπνιος, βρε σκερβελέ; Να χαιρετάς τη μάνα σου πως οι λίρες της όλες είναι κάλπικες». Άνοιξε πάλι το παράθυρο και σφεντόνισε τη λίρα.

«Μα ήταν γνήσια, την έλεγξα στου Μάλαχ…» διαμαρτυρόταν ο νέος, την ώρα που ο πατέρας του τον πετούσε απ’ το γραφείο με τις κλοτσιές. 

«Να μην ξαναπατήσεις με λίρα κάλπικη, κακομοίρη μου. Απαιτώ χρυσάφι ατόφιο» του φώναξε καθώς ο νέος κατέβαινε κουτρουβαλιστά τη σκάλα, μπροστά σε όλο το προσωπικό, που αντάλλαζαν κλεφτές ματιές γεμάτες νόημα.

Δοκίμασε κι άλλες φορές, όμως του κάκου. Όλες οι λίρες κατέληξαν στο πεζοδρόμιο, Ερμού με Βενιζέλου. Κάθε που εμφανιζόταν ο Άλκης, ο θυρωρός του μεγάρου, οι λούστροι και τα λοιπά αλάνια της αγοράς στήνονταν κάτω από το παράθυρο του κυρ Γιαννούλη και διαγκωνίζονταν ποιος θα πιάσει τη λίρα, που με συνέπεια βρετανικού σιδηροδρόμου θα έπεφτε ουρανοκατέβατη σε λίγο.

Τελικά, ο πατέρας του τον έδιωξε απ’ το σπίτι. «Δε θα ταΐζω εγώ έναν ψεύτη κι ακαμάτη» του πέταξε κατάμουτρα, πριν διατάξει τον οικονόμο να τον συνοδέψει στην έξοδο. Τότε ο Άλκης πήγε σε όλες τις μεγάλες εμπορικές και βιομηχανικές εταιρείες της πόλης και ζήτησε δουλειά ανάλογη των περγαμηνών του. Μα μόλις βλέπανε το επίθετο στην αίτηση, χαμογελούσαν με θυμηδία και του αποκρίνονταν ευγενικά, θα σας ειδοποιήσουμε. Σύσσωμη η αγορά γελούσε με τα καμώματα του Αλοΐζου και του αχαΐρευτου κανακάρη του, μα ο κυρ Γιαννούλης αγρόν ηγόραζε.

Με τα φτερά τσακισμένα και με την πείνα στο χνώτο, ο Άλκης αναγκάστηκε να ξεπέσει στο μεροκάματο. Τον πήρε βοηθό ο Κούτρας ο μεγαλομπακάλης, στο Μοδιάνο. Είχε άχτι τον Αλοΐζο από την εποχή που σφάζονταν παλικάρια στην ποδιά της Ευδοξίας και βρήκε ευκαιρία για εκδίκηση. Έτρεχε και δεν έφτανε ο Άλκης· ξεφόρτωνε καμιόνια, κουβαλούσε τσουβάλια στο υπόγειο και πάλι απάνω, στόλιζε τη βιτρίνα, παρέδιδε κατ’ οίκον τα ψώνια στις ερίτιμες πελάτισσες. Κι ο άτιμος ο Κούτρας δεν τον άφηνε στιγμή να ξαποστάσει, σήκω κάτσε τον είχε ολημερίς, χώρια οι βρισιές κι οι καρπαζιές.

Ήτανε δίσεκτοι καιροί, η φτώχεια αμείλικτη, στα ύψη η ανεργία, στο βυθό οι μισθοί, πανάκριβη η ζωή, τα νοίκια δυσθεώρητα. Ζούσε σ’ ένα ερείπιο στην Άνω Πόλη μ’ άλλους τρεις, μα με το ζόρι έβαζε λίγες δεκάρες στην άκρη κάθε μήνα. Πού να καζαντίσει μια ολάκερη Βικτώρια. Αναγκάστηκε να πιάσει και δεύτερη δουλειά, λαντζέρης σε ξενυχτάδικο του υπόκοσμου, κάπου στο Βαρδάρη. Και πάλι, πέρασαν τρία χρόνια, μέχρι να μαζέψει τα λεφτά και ν’ αγοράσει την πολυπόθητη λίρα από τον Μάλαχ.

Έτσι όπως ήταν με τα ρούχα της δουλειάς, ξεφτισμένα και βρόμικα, ανέβηκε στον τέταρτο και χτύπησε την πόρτα του πατέρα του. Μπήκε, κοίταξε κατάματα τον γέρο κι άφησε, περήφανος, τη λίρα πάνω στο γραφείο. Ο κυρ Γιαννούλης την πήρε στο χέρι, τη ζύγισε, τη δάγκωσε και του ’πε πάλι θυμωμένος: «Ποιον πας να γελάσεις, βρε ρεμπεσκέ;». Σηκώθηκε κι άνοιξε το παράθυρο.

Του Άλκη του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Με μια πολεμική ιαχή, όρμησε στον πατέρα του, του ’πιασε το χέρι και τον άρπαξε απ’ το λαρύγγι να τον καρυδώσει.

«Τούτη η λίρα έγινε μ’ αίμα και δάκρυ, με πόνο κι ιδρώτα, παλιόγερε, θα σε σκίσω σα σαρδέλα» γρύλισε με σφιγμένα δόντια.

Ο κυρ Γιαννούλης χαμογέλασε μειλίχια, απαλλάχτηκε από τη λαβή του γιου του, έσιαξε το σακάκι του με αργές κινήσεις κι έβαλε τη λίρα στο τσεπάκι του γιλέκου του. «Τώρα μάλιστα. Τέτοια λίρα ήθελα, χρυσάφι ατόφιο. Γιατί γνωρίζεις πια καλά την αξία της».

Τον αγκάλιασε και τον φίλησε, συγκινημένος. Έπειτα, τράβηξε πίσω τη δερμάτινη πολυθρόνα, την ξεσκόνισε με το μανίκι και υποκλίθηκε ταπεινά στον εμβρόντητο Άλκη, που δεν κατάφερε να βγάλει τσιμουδιά. «Κύριε διευθυντά, η θέση σάς ανήκει επαξίως. Τα σέβη μου». Πήρε το καπέλο και το μπαστούνι του και βγήκε. Σφυρίζοντας έναν εύθυμο σκοπό, πήγε μέχρι το καφενείο Ερμής, στο Κόκκινο Σπίτι. Κέρασε καφέ με βούτημα και ούζο με μεζέ όλο τον κόσμο, για να γιορτάσει, επιτέλους, τη συνταξιοδότησή του. Το κέρασμα του κόστισε μια χρυσή λίρα· χαλάλι. 


Σχόλια