Ο άνθρωπος που δεν αρρώσταινε






Τέλη Οκτώβρη, μια μικρή αδιαθεσία, πόνος στην αριστερή αμυγδαλή, λίγα δέκατα, συνηθισμένα πράματα. Ζεστά αφεψήματα, λίγη πρόπολη, κουκούλωμα, δυο βράδια. Έντονη εφίδρωση τη νύχτα. Τρίτη μέρα το πρωί όλα καλά. Το δαιμόνιο ανοσοποιητικό μου έκανε πάλι το θάμα του.

Ήλιος λαμπρός, ζέστη, το πρωινό με τσίγκλιζε με την ανέμελη σπιρτάδα του. Τετάρτη, μέρα λαϊκής, ό,τι πρέπει για μια βόλτα. Προηγουμένως ένα ντους, βρομοκοπούσα απ’ τον νυχτερινό ιδρώτα. Φόρεσα μπουφάν, βγήκα. Ο ήλιος χτυπούσε κατακέφαλα όπου σε πετύχαινε, ίδρωσα. Έβγαλα το μπουφάν. Μα όπου έπεφτε σκιά, κάτι άλλο καιροφυλαχτούσε. Ένα ύπουλο σύγκρυο, απ’ τη μέση ως το σβέρκο. Φόρεσα πάλι το μπουφάν. Ήταν πολύ αργά. Η αλαζονεία είν’ ο τάφος του ισχυρού.
Το βράδυ άρχισαν οι πόνοι στην πλάτη, έντονοι, σουβλεροί. Μυϊκοί σπασμοί, ψύξη στα σίγουρα. Αλοιφές, εντριβές, διατάσεις. Ο ύπνος δύσκολος, όπως κι αν γυρνούσα. Τι να ξέρει από αρρώστια κάποιος που δεν αρρώστησε ποτέ; Μόνο καμιά ίωση κι αυτή όχι κάθε χρόνο.
Η τελευταία φορά που ’χα πάρει αντιβίωση, που πέρασα μέρες στο κρεβάτι, είκοσι έξι χρόνια πριν, στο στρατό. Πυρετός τριάντα εννιά, αντιβίωση, τρεις μέρες κλινήρης, μετά περδίκι, σκοπιά-αγγαρεία. Άλλη μια φορά, πέντε χρόνια πιο πίσω, ερωτική απογοήτευση, ευτυχώς ξέσπασε ’κει. Πιο πριν τίποτα, μονάχα στην παιδική ηλικία, τότε που το ανοσοποιητικό εκπαιδευόταν. Άφησα να περάσουν πέντε μέρες με μαντζούνια, παραλίγο μοιραία καθυστέρηση.

Δευτέρα βράδυ ήρθε ο Πόνος. Απόλυτος, συντριπτικός, αδυσώπητος, σαν τοίχος από ρευστό μαύρο γρανίτη. Ό,τι άλλο είχα νιώσει ως τα πριν, απλό χάδι. Κοντανάσαινα σαν το σκυλί, ιδρώτας απ’ το μέτωπο ποτάμι.
Η Δήμητρα έκλαιγε, δε μ’ είχε ξαναδεί έτσι.  «Να καλέσουμε ασθενοφόρο».
«Όχι, απόψε εφημερεύει το Παπαγεωργίου, γίνεται χαμός εκεί, θα μείνω για ώρες σε μια καρέκλα να πονάω αφόρητα. Φέρε αναλγητικά, να περάσει η νύχτα και βλέπουμε». Η χειρότερη της ζωής μου. Μέχρι την επόμενη.
Κατάφερα να κοιμηθώ σιγά σιγά. Ήρθε το πρωί της Τρίτης, πήρα άλλο ένα χάπι, τα πράματα γίναν υποφερτά. Εφημέρευε το Ιπποκράτειο. Καβαλήσαμε τ’ αυτοκίνητο με τη Δήμητρα. Πολύ γρήγορα βρέθηκα στη διαλογή. Τους εξήγησα τι έτρεχε, είπα πως ανησυχώ μήπως έχω υγρό στους πνεύμονες. Πήρα το επιστημονικό μου προσωπείο, νηφάλιο και αντικειμενικό. Τους έκανα να με προσέξουν.
Αιματολογικές και βιοχημικές εξετάσεις, ακτινογραφία, πέρασαν δυο ώρες. Στην αναμονή έκανα το τελευταίο μου τσιγάρο, σαν τον Φορτίνο Σαμάνο. Βγήκαν τ’ αποτελέσματα, στην ακτινογραφία φαινότανε το υγρό. Πήρα προτεραιότητα.
Σε καμιά ώρα με βάλανε στα ενδότερα, Α’ Παθολογική. Εξήγησα στον γιατρό ότι είχα νιώσει τον χειρότερο πόνο της ζωής μου, κούνησε το κεφάλι. Με βάλανε στο θάλαμο, άδειος, διάλεξα κρεβάτι στο παράθυρο. Η Δήμητρα πήγε σπίτι να φέρει λίγα ρούχα και τον υπολογιστή μου, να δω καμιά σειρά, πώς θα περνούσε το βράδυ. Ήρθε, φόρεσα τη φόρμα και τις παντόφλες μου, άνοιξα τον υπολογιστή, ώρα εννιάμισι το βράδυ.
Κι ήρθε πάλι ο Πόνος. Θεριακωμένος, ανήμερος, συμπαγής, οργιαστικός. Ο χτεσινός ωχριούσε. Άρχισα να χτυπάω τα κουδούνια, «ένα αναλγητικό, προς Θεού, δώστε μου κάτι». Έτρεξε πρώτη μια όμορφη μελαχρινή ειδικευόμενη, τρομοκρατήθηκε. Φώναξε τον γιατρό της εφημερίας, αυτόν που με είχε εισάγει. Όταν με είδε τα ’χασε κι εκείνος, «αυτό εννοούσατε όταν μου είπατε ότι πονούσατε;» Κούνησα μόνο το κεφάλι. Μου βάλανε φλεβοκαθετήρα, μου χορήγησαν αναλγητικό. Ελάχιστα βοήθησε.
«Υπεζωκότας θα είναι, δεν μπορεί αλλιώς να πονά τόσο πολύ» είπε ο γιατρός, «γρήγορα γι’ αξονική». Με βάλανε σε κυλιόμενη πολυθρόνα, βρέθηκα στο Ακτινολογικό. Ο πόνος υποφερτός. Όσο καθόμουν. Γιατί, μόλις με βάλανε να ξαπλώσω στον πάγκο του αξονικού, ξάφνου ξανάρθε, γιγαντωμένος, τρομερός, η ανάσα ρηχή, γρήγορη, ατελέσφορη, πνιγόμουν. Μου δώσαν οξυγόνο. Εγώ βογκούσα, μ’ άκουσε όλο το νοσοκομείο.
Μου συνδέσαν ένα μηχάνημα σαν μανταλάκι στην άκρη του δαχτύλου. Έβλεπα τους παλμούς. Εκατόν ογδόντα, εκατόν ενενήντα, διακόσιοι, διακόσιοι δέκα –πόσο ακόμα θ’ αντέξει η καρδιά μου–, διακόσιοι δεκαπέντε, περίμενα την ανακοπή από στιγμή σε στιγμή. Λίμνη ιδρώτα στο πάτωμα, αλλόφρονες όλοι, η μελαχρινή ειδικευόμενη μου χάιδευε το κεφάλι μητρικά, με σιργούλιζε σα μικρό παιδί.
Μου βάζανε διάφορα αναλγητικά στη φλέβα, «Μορφίνη, φέρτε μου μορφίνη, sister morphine», ούρλιαζα σαν τον Μικ Τζάγκερ. Η ειδικευόμενη μου έβαλε μια ένεση, «αυτό είναι πολύ κοντά» μου ψιθύρισε στ’ αφτί. Ο πόνος κάπως τιθασεύτηκε, οι παλμοί πέσανε στους εκατόν ογδόντα, περιμέναμε κάμποσο, εκατόν εβδομήντα, γλύτωσα την ανακοπή.



«Θα δοκιμάσετε να ξαπλώσετε, να κάνουμε την εξέταση;» είπε ο ακτινολόγος. Έκανα να ξαπλώσω, πονούσε φριχτά, μα όχι όπως πριν. Έσφιξα τα δόντια με τα χίλια ζόρια, σκλήριζα σα γουρούνι στη σφαγή, έγινε η αξονική κακήν κακώς.
Ξανά στο θάλαμο. Δεν υπήρχε τίποτ’ άλλο να μου δώσουν για τον πόνο. Μου χορηγούσαν αντιβιοτικά, αλλά όπως φάνηκε αργότερα, δεν είχαν δράση.  Κι όσο καθόμουν, δεν πονούσα. Μα πού να τολμήσω να ξαπλώσω. Μόλις ακουμπούσε η πλάτη στο κρεβάτι, ο Πόνος ορμούσε πάλι, τιναζόμουν πάνω σαν ελατήριο. Κι ακόμα δεν είχε πάει μεσάνυχτα. Τούτη η νύχτα δύσκολα θα ξημέρωνε.
Με τα πολλά, η Δήμητρα βρήκε λύση, ο Θεός να την κάνει. Πήγα στα κατωπόδαρα του κρεβατιού, κρέμασα τα κανιά μου στο κενό κι ακούμπησα κεφάλι κι αγκώνες στο ψηλό τροχήλατο τραπέζι που συνοδεύει κάθε κρεβάτι νοσοκομείου. Σ’ αυτή τη στάση κατάφερα να κοιμηθώ συνολικά τέσσερις ώρες, με μεγάλα διαλείμματα, όπως όταν ταξίδευα με ΚΤΕΛ ή τρένο κι ακουμπούσα στο μπροστινό κάθισμα για λίγο πρόσκαιρο ύπνο. Στα ενδιάμεσα απλώς πονούσα, στωικά, απελπισμένα. Η χειρότερη, μακράν, νύχτα της ζωής μου. Κι αν έρθει κάποτε μια χειρότερη απ’ αυτήν, δύσκολα θα ζήσω για να τη θυμάμαι.
Τετάρτη πρωί ήρθε ένας νεότερος γιατρός να μου κάνει παρακέντηση. Αυτή υποτίθεται πως πονάει πολύ. Με τρύπησε, ρούφηξε λίγο απ’ το πλευριτικό υγρό που είχε μαζευτεί αριστερά, δεν κατάλαβα τίποτε. Μπρος σ’ αυτά που ’χα περάσει, τούτο ήταν τσίμπημα κουνουπιού. Δεν έβγαλα κιχ, αρκετά είχα ουρλιάξει. Μόνο μη με βάζανε να ξαπλώσω, ήταν αδύνατο.
Με τα πολλά, οι παθολόγοι του Ιπποκράτειου αποφάσισαν το καλύτερο που μπορούσαν. Δήλωσαν αναρμόδιοι. Μου εξήγησαν ότι το πλευριτικό υγρό που ’χε συσσωρευτεί αριστερά έπρεπε να παροχετευτεί, οπότε καλύτερα να με στέλνανε στο Παπανικολάου, όπου είχαν τα μέσα και την εμπειρία για να κάνουν κάτι τέτοιο. Είχαν συνεννοηθεί με τη Β’ Πνευμονολογική και με περίμεναν. Μεγάλη τύχη που το Παπανικολάου εφημέρευε κείνη την Τετάρτη.
Μάζεψα τα πράματά μου κι ετοιμάστηκα για τη μεταφορά. Η γλυκιά ειδικευόμενη μου χάιδεψε τον πήχη του χεριού, μου ευχήθηκε περαστικά κι ήταν αυτό σα μέλι και σα βάλσαμο. Με καθίσανε στην καρέκλα, με φόρτωσαν στο ασθενοφόρο και βουρ για τα βουνά, στην Εξοχή, κάτω απ’ τον Χορτιάτη.

Στο Παπανικολάου μου κάνανε μια ακτινογραφία, εργώδη κι επώδυνη κι αυτή, μου βάλαν ενδοφλέβιο αναλγητικό, ηρέμησα, έκανα υπομονή. Περίμενα κάνα δίωρο. Με πήραν με την κυλιόμενη πολυθρόνα, με βάλανε σε μια αίθουσα, κάτι σαν πρόχειρο χειρουργείο. Ήταν άλλοι δυο εκεί μέσα. Νεκροί!
«Η γιαγιά μάς άφησε από ώρα, κάλυψέ της το πρόσωπο» είπε αδιάφορα μια νεαρή γιατρίνα. «Α ναι, καλά λες, το ξέχασα» απάντησε η άλλη και τη σκέπασε. Χρειάζεται μια δόση διαστροφής για να κάνεις αυτή τη δουλειά, αναμφίβολα. Κι αν δεν την έχεις από πριν, την αποκτάς στην πορεία. Σκέφτηκα την κόρη μου, που διάλεξε τούτο το δρόμο, ανατρίχιασα. Μου τράβηξαν ένα παραβάν, να μη βλέπω τα πτώματα. Έκανα την ανάγκη φιλοτιμία, ξέχασα πως ήταν εκεί.
Η μακάβρια γιατρίνα ήρθε προς το μέρος μου. «Σκοπεύω να βγω ζωντανός αποδώ μέσα» της είπα «έτσι για πρωτοτυπία». Γέλασε πρόσχαρα. Η διαστροφή είναι χρήσιμη και για τον ασθενή.
Ήρθε από πίσω μου, έβγαλα την μπλούζα, ξαπλωτός σαν την Αφροδίτη του Ουρμπίνο. Μερικά ασήμαντα τσιμπήματα, μια παρακέντηση για να ελέγξει το στόχο, ύστερα τοπική αναισθησία. Άρχισε να κόβει. Ένιωθα το αίμα να κυλά, το δέρμα να σκίζεται, τα δάχτυλά της ν’ ανοίγουνε την τρύπα, το σωλήνα να μπαίνει, το δέρμα να ράβεται απάνω του. Απέκτησα προέκταση, το λεγόμενο μπιλάο. Έναν φαντεζί κουβά για συλλογή πλευριτικού υγρού, με σχήμα μπαταρίας αυτοκινήτου (Θα είσαι με μπαταρία, θα εκτελείς εργασία…).



Μόλις άδειασε λίγο ο πνεύμονας, ένιωσα έναν έντονο πόνο, υπόκωφο, παράξενο, θα ’λεγες γλυκό.
«Ωχ, τι ’ναι αυτός ο πόνος ξαφνικά;» ρώτησα.
«Μόλις έφυγε το υγρό, ο πνεύμονας εκπτύχθηκε» μου είπε.
«Δηλαδή… είναι ο πόνος της γέννησης, αυτό που κάνει το νεογέννητο να κλάψει;» μου ’ρθε η έμπνευση.
«Μέσα είσαι» γέλασε κείνη. «Είναι το πρώτο πράμα που ένιωσες μόλις ήρθες στον μάταιο τούτο κόσμο».
«Σαν να ξαναγεννήθηκα, πα’ να πει…».
«Πες το κι έτσι».
Με βγάλανε με την καρέκλα, ήρθε ασθενοφόρο, βρέθηκα στο Πέτρινο Κτήριο. Μ’ ανέβασαν στην κλινική, έπιασα κρεβάτι. Μου βάλαν οξυγόνο. Άρχισε αμέσως η αντιβίωση, λίγο πολύ στην τύχη, δεν ήξεραν την αιτία του προβλήματος. Ήμουν τυχερός, τούτη τη φορά δούλεψε.

Πέμπτη πρωί, έφεραν ένα μηχάνημα σαν πολιορκητικό κριό, βαρύ και δυσκίνητο. Ήταν για να βγάζουν ακτινογραφίες σ’ όσους δεν μπορούσαν να μετακινηθούν απ’ το κρεβάτι. Το απόγεμα ήρθε ο διευθυντής της κλινικής. Μου είπε ότι είχε αρχίσει να μαζεύεται υγρό και στη δεξιά πλευρά. Τον παρακάλεσα να κάνουμε μια προσπάθεια να το παροχετέψουμε χωρίς να μου βάλουν και δεύτερο μπιλάο. Γιατί μετά, πού θ’ ακουμπούσα για να κοιμηθώ. Το σκέφτηκε λίγο και συμφώνησε. «Άλλωστε, δεν είναι και πολύ το υγρό» πρόσθεσε.
Το βράδυ, ήρθε με δυο ειδικευόμενες, μου έκαναν παρακέντηση. Κάποια στιγμή έδειξε ευχαριστημένος. «Τραβήξαμε πάνω από τριακόσια κυβικά εκατοστά» είπε. Κείνο το βράδυ πέρασε ήσυχα, κοιμήθηκα καλά για πρώτη φορά εδώ και μέρες.

Ξημέρωσε Παρασκευή και τίποτα δεν προμήνυε τι θ’ ακολουθούσε…
Κατά το μεσημεράκι, ήρθαν τραυματιοφορείς να με πάρουν για αξονική. Σώνει και καλά, να με ξαπλώσουν στο φορείο. Άρχισαν πάλι τα ίδια. Δεν μπορούσα να ξαπλώσω. Έπιασε ο Πόνος, η δύσπνοια, η ταχυκαρδία. Κι αυτοί, λες και δεν έτρεχε τίποτα. Το μόνο που τους ένοιαζε ήτανε να μην πέσω, λέει, απ’ το φορείο. «Ρε παιδιά, τα πόδια και τα χέρια μου βαστούνε μια χαρά, να ξαπλώσω δεν μπορώ». Τίποτε αυτοί, το δικό τους. Μπήκαμε στο ασθενοφόρο.
Μέχρι να φτάσω στον αξονικό, το πράμα είχε ξεφύγει. Τούτη τη φορά δεν υπήρχε περίπτωση να ξαπλώσω για να με σκανάρουν. Με τα χίλια ζόρια κατάφεραν να μου βγάλουν μια ακόμη ακτινογραφία.
Με βάλανε στο φορείο, με πήγαν δεξιά κι αριστερά και ξάφνου βρέθηκα στο ίδιο πρόχειρο χειρουργείο, όπως την Τετάρτη, από άλλη πόρτα. Μα αυτή τη φορά δεν υπήρχαν νεκροί, μόνο εγώ. Και πάρα πολλοί γιατροί, πνευμονολόγοι και χειρουργοί, που φαίνονταν αλλοπαρμένοι και παραζαλισμένοι. Μάλωναν μεταξύ τους, δεν μπορούσανε να συνεννοηθούν, μια χάβρα απίστευτη.
Στον φωτεινό πίνακα και οι τέσσερις ακτινογραφίες που είχα βγάλει αυτές τις μέρες, παραταγμένες με χρονολογική σειρά. Στην τελευταία, τη σημερινή, ο δεξιός μου πνεύμονας είχε συμπιεστεί στο ένα τρίτο κι από κάτω γεμάτο υγρό, το είδα κι εγώ ακόμα.
«Κύριε Ανετάκη, πρέπει οπωσδήποτε να σας τρυπήσουμε κι από δεξιά», είπε η πρεσβύτερη από τους πνευμονολόγους, η δόκτωρ Δ. Πήγα να διαμαρτυρηθώ.
«Πώς θα κοιμάμαι με δυο σωληνώσεις χωμένες στην πλάτη, μου λέτε;»
«Άνθρωπέ μου, σ’ το λέω ξεκάθαρα. Θέλεις να πεθάνεις από λοίμωξη του αναπνευστικού;» ξέσπασε η δόκτωρ Δ.
«Να πεθάνω; Μα τι λέτε;»
«Όπως το ακούτε. Δεν έχουμε χρόνο. Ή το κάνουμε τώρα ή πεθαίνετε. Τ’ άλλα θα τα δούμε στην πορεία, με καταλαβαίνετε; Κοιτάξτε και τις ακτινογραφίες. Αυτό που σας συμβαίνει είναι εξαιρετικά σπάνιο. Δεν έχω ξαναδεί στην καριέρα μου κάποιον να συλλέγει πλευριτικό υγρό με τόσο ταχείς ρυθμούς».
«Ε, αφού είναι έτσι, δεν υπάρχει επιλογή, τι να γίνει» είπα ψύχραιμα. «Σιγά μην πεθάνω» είπε το μέσα τού μέσα μου. «Δεν ξέρετε τις αντοχές μου».
Με άφησαν ήσυχο για λίγο, διαφωνούσαν μεταξύ τους. Το ενδεχόμενο να με χάσουν μέσα απ’ τα χέρια τους τους τρομοκρατούσε περισσότερο απ’ ό,τι εμένα τον ίδιο.
Κοίταξα ξανά τις ακτινογραφίες. Οι δυο τελευταίες κάτι μου θύμιζαν. Άξαφνα άστραψε φλας μες στο μυαλό μου. «Που να πάρει, ζω το Μαρτύριο του Εσταυρωμένου!» Ο σταυρικός θάνατος είχε ακριβώς την ίδια πορεία. Η υπερέκταση των χεριών, για μεγάλο χρονικό διάστημα, εμποδίζει την αναπνοή, πιέζει το διάφραγμα προς τα πάνω, μαζεύεται σταδιακά πλευριτικό υγρό, οι πνεύμονες συμπιέζονται κι ο άνθρωπος πεθαίνει από ασφυξία. Για μένα, το ρόλο του σταυρού έπαιζε η λοίμωξη.
Μα βέβαια! Η βιβλική αναφορά ήταν σαφής: Ἀλλ᾿ εἷς τῶν στρατιωτῶν λόγχῃ αὐτοῦ τὴν πλευρὰν ἔνυξε καὶ εὐθέως ἐξῆλθεν αἷμα καὶ ὕδωρ, (Ιω. 19, 34). Κοίταξα το υγρό στο μπιλάο. Η περιγραφή ταίριαζε ακριβώς.
Άξαφνα καθάρισε ο νους μου. Η χάβρα συνεχιζόταν, αυτό ήταν πιο επικίνδυνο απ’ όλα, κάτι έπρεπε να κάνω. Δυο νεαρές ειδικευόμενες φωνάζανε πάνω απ’ το κεφάλι μου, κάτι λέγανε για μένα. «Γιατί δεν δοκιμάζετε να μιλήσετε απευθείας μαζί μου, αφού παραμένω πιο ψύχραιμος από εσάς;» τους την είπα. Το βούλωσαν επιτέλους.
Ύψωσα τη φωνή όσο μπορούσα, δεν ήταν καθόλου εύκολο. Έπρεπε όμως να τους αποσπάσω την προσοχή. Ήταν λες και μ’ είχανε ξεγράψει, τους είχε καταλάβει πανικός. «Που λέτε, αγαπητοί γιατροί μου, άμα έρθετε στην κηδεία μου θα δείτε πλήθος γυναικών να θρηνεί πάνω απ’ τον τάφο μου. Και θα πείτε, τι Καζανόβας ήταν ο μακαρίτης. Ε, λοιπόν, για χάρη της ιστορικής αλήθειας, δηλώνω πώς δεν είμαι, πρόκειται για παρεξήγηση» έριξα ένα αθώο μαζί και πονηρό μειδίαμα. Τα κατάφερα, γύρισαν όλοι προς τα μένα.
«Και τότε γιατί θα κλαίνε τόσες γυναίκες, κύριε Ανετάκη;» είπε η δόκτωρ Δ.
«Ε, να, μια νυν σύζυγος, μια πρώην, δυο κόρες και καμιά δεκαπενταριά από τη λογοτεχνική ομάδα, ορίστε πώς μαζεύονται…».
«Έχετε λογοτεχνική ομάδα;»
«Έχω την τιμή ν’ ανήκω στους Περιπλανώμενους Σαββατιανούς, κρίμα που αύριο θα χάσω την προγραμματισμένη μας συνάντηση». Άρχισε να ελαφραίνει το κλίμα, τα πνεύματα ηρέμησαν, τα χείλη γλυκοχάραξαν. Υπάρχουν στιγμές που μόνο η αβάσταχτη ελαφρότητα, με μια δόση ζωογόνου ειρωνείας, μπορεί να σώσει την κατάσταση.
Πάνω εκεί, άκουσα κάποιον να λέει, «και πώς θα καταφέρουμε να του κάνουμε την επέμβαση, στην κατάστασή του;». Πήρα αμέσως την πάσα.
«Θα σας πω εγώ πώς θα το κάνουμε» είπα με ύφος ειδικού. Τράβηξα πάλι την προσοχή τους, επιστημονικώς τώρα, έπαιξα το άλλο μου καλό χαρτί. «Θα μου βάλετε μια Apotel, θα περιμένουμε λιγάκι να κάνει δράση κι έπειτα θα μου κάνετε την επέμβαση εδώ που κάθομαι, χωρίς να χρειαστεί να ξαπλώσω». Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους, τα βλέμματα άστραψαν.
«Είστε σίγουρος ότι μπορείτε έτσι;»
«Σιγουρότατος, το έχω ξανακάνει».
Σα να ’χα πατήσει κάποιο μαγικό κουμπί, όλοι άξαφνα οργανώθηκαν. Επιτέλους, υπήρχε κάποιο σχέδιο. Μία επιμελήτρια της χειρουργικής είπε κάτι σ’ έναν ειδικευόμενο, αυτός έτρεξε κι έφερε όχι μόνο ένα σακουλάκι Apotel, για ενδοφλέβια χορήγηση, αλλά κι ένα Tramal, οπιούχο, τεφαρίκι πράμα. Μου τα βάλανε το ένα πίσω απ’ το άλλο. Στο μεταξύ, μου κάνανε υπέρηχο πνευμόνων. Ο ειδικευόμενος μου έδειχνε.
«Ορίστε, εδώ βλέπετε το υγρό, εδώ βλέπετε το πύον, δυστυχώς πάθατε εμπύημα».
«Εμπύημα; Δηλαδή, εκτός από συγγραφέας, έγινα και… εν-ποιητής;» Γέλασαν πάλι. Η σκιά του θανάτου είχε λίγο υποχωρήσει. Μα κάτι σκοτεινό παραφυλούσε στη γωνιά. Σ’ αυτό το σημείο παίχτηκε το πιο λεπτεπίλεπτο παιχνίδι του Μεγάλου Χάους, που θα έκρινε αποφασιστικά την τελική έκβαση.

Μόλις ο καλός ειδικευόμενος μου πέρασε και τη δεύτερη σωλήνωση κι απέκτησα από μια μπαταρία σε κάθε χέρι (ρομπότ μ’ ανθρωπομήχανση και ξυπνοπνευματύπνωση και χρυσωμένο χάπι), μου σκάσανε το μυστικό.
«Και τώρα, κύριε Ανετάκη, είσαστε έτοιμος για να πάτε στην εντατική», είπε η δοκτωρ Δ. Έμεινα με το στόμα ανοιχτό.
«Εν- εντατική είπατε; Μα γιατί;»
«Θα σας θέσουμε σε καταστολή μέχρι να απομακρυνθεί ο κίνδυνος. Έτσι θα αναπαυθείτε, που ανησυχούσατε». Κι είχε η άτιμη έναν τόνο, σα να ’λεγε «θα αναπαυθείτε εν τόπω χλοερώ». Το δέχτηκα φλεγματικά και κάπως αψήφιστα. Ίσως να γνώριζαν περισσότερα απ’ όσα εγώ.
«Θα ήθελα όμως να σας παρακαλέσω…».
«Βεβαίως, ό,τι θέλετε».
«Να το πείτε στη σύζυγο με τρόπο, γιατί μπορεί να λιποθυμήσει».
«Μα ναι, φυσικά, μην ανησυχείτε καθόλου». Αμέσως, η δόκτωρ Δ έφυγε προς την πνευμονολογική. Περίμενα κάμποση ώρα. Τότε, ξαφνικά, γυρίζει κάποια άλλη γιατρίνα και μου λέει, «γιατί δεν παίρνετε εσείς τηλέφωνο τη γυναίκα σας να την ενημερώσετε;» Δεν το ’χα σκεφτεί. Ίσως και να ’ταν η τελευταία ευκαιρία να της μιλήσω, πριν…
Πήρα τηλέφωνο, δεν απάντησε. Ξαναπήρα, πάλι το ίδιο.

Το τηλέφωνο της Δήμητρας είχε ξεμείνει στο θάλαμο, ενόσω η δόκτωρ Δ την είχε καλέσει επειγόντως στο γραφείο των γιατρών. Της κόπηκαν τα γόνατα.
«Περάστε μέσα, κυρία Ανετάκη, παρακαλώ». Μπήκε σαν αυτόματο, με την ψυχή στην Κούλουρη.
«Μα καθίστε, παρακαλώ, καθίστε». Τίποτε απ’ αυτά δεν προοιωνιζόταν κάτι καλό. Κάθισε με μισή καρδιά.
«Εχμ, λοιπόν… γνωρίζετε ότι τον σύζυγό σας τον πήραμε προ δύο ωρών, για μία αξονική τομογραφία…».
«Ναι, το γνωρίζω».
«Που λέτε… Εχμ… Ξέρετε… Δεν τα κατάφερε!» Ταμπλάς. (Πού πας, καημένε Καραμήτρο…). Η Δήμητρα άνοιξε το στόμα, μα δεν κατάφερε να προφέρει ούτε φθόγγο.
«Μα όχι, με παρεξηγήσατε, θέλω να πω ότι δεν κατάφερε να κάνει την αξονική, διότι είχε μαζέψει υγρό στους πνεύμονες και χρειαζόταν άμεση παροχέτευση, όπως και έγινε».
«Ζει ή όχι, γιατρέ;»
«Ζει, είναι μια χαρά. Δηλαδή… όχι ακριβώς».
«Αλλά;»
«Η κατάστασή του είναι οριακή και αποφασίσαμε να τον θέσουμε σε καταστολή, στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας». Ταμπλάς δεύτερος.
«Είναι σίγουρα αναγκαίο αυτό, γιατρέ;»
«Όπως σας βλέπω και με βλέπετε, κυρία Ανετάκη».
Η Δήμητρα, με βαριά καρδιά, βγήκε από το γραφείο και κίνησε αργά αργά προς το θάλαμο. Μπήκε, κοίταξε το κινητό, είδε τις κλήσεις μου. Κοντοστάθηκε λίγο. Να πάρει, να μην πάρει... Καθυστέρησε, όσο χρειαζόταν. Ύστερα σκέφτηκε, «ίσως να ’ναι η τελευταία μου ευκαιρία να του μιλήσω, ποιος ξέρει αν θα ξαναξυπνήσει…». Έπιασε το τηλέφωνο και πάτησε το κουμπί της κλήσης…

Την ίδια στιγμή, καβάλα στο φορείο μου, είχα φτάσει έξω από την πόρτα της ΜΕΘ. Χτύπησε το τηλέφωνο, το κρατούσα στο χέρι, περίμενα να με πάρει. Δεν υπήρχε καταλληλότερη στιγμή. Το σήκωσα κι άρχισα να μιλάω σα να ’φευγα ταξίδι μακρινό – ίσως κι αγύριστο. Γιατί στο μεταξύ είχα περάσει την πόρτα τη βαριά κι άρχισα να βλέπω γύρω μου τους ανθρώπους σε καταστολή, ζωντανούς-νεκρούς, με σωληνάκια να βγαίνουν από παντού σαν δαιμονικές κληματσίδες βικτωριανού θρίλερ, με τρυπημένα τα λαρύγγια – τραχειοστομία.
Την ώρα που μιλούσα στο τηλέφωνο, ένιωσα την πιο βαθιά φρίκη, το πιο τρομαχτικό συναίσθημα της ζωής μου, μια παγωνιά σα να ’χα θαφτεί σε παγόβουνο. Ξάφνου σκέφτηκα ότι ακόμα κι αν σφάδαζα απ’ τον πόνο, ακόμα κι αν ήταν να πεθάνω, προτιμούσα να το βιώσω, να το αντιμετωπίσω, παρά να φύγω απ’ τα πριν παραδομένος.
Μόλις με είδε να μπαίνω ηρωικά στην εντατική με το τηλέφωνο στο χέρι, η υποδιευθύντρια της ΜΕΘ εξοργίστηκε. «Μα είσαστε σοβαροί, τώρα; Μου φέρατε εδώ μέσα άνθρωπο που μιλάει στο τηλέφωνο;» Ελπίδα άνθισε σα μυγδαλιά μες στο χιόνι. Πριν προλάβω να πω κουβέντα, η τσαμπουκαλού υποδιευθύντρια με πλησίασε.
«Πώς νιώθετε κύριέ μου;»
«Νιώθω θαυμάσια, γιατρέ, αφότου άρχισε ν’ αδειάζει ο πνεύμονας νιώθω μόνο ανακούφιση. Γιατί να πιάνω τώρα θέση εδώ μέσα, υπάρχουν άνθρωποι πιο βαριά που μπορεί να τη χρειαστούν κι οι θέσεις ΜΕΘ λείπουν στη Θεσσαλονίκη» άρχισα ν’ αγορεύω, κι ας μην είχα ανάσα. Κούνησε κείνη το κεφάλι, με χτύπησε στον ώμο κι είπε στις πνευμονολόγους, «ελάτε έξω, παρακαλώ, να συζητήσουμε».
Ήξερα πως την είχα γλυτώσει, την ύστατη στιγμή. Ευχαρίστησα τον Θεό, τον Γιαραμπή και το Μέγα Χάος. Το παραμικρό απ’ όσα έγιναν ως εδώ αν δεν είχε συμβεί ή αν είχε γίνει παράωρα, θα ήμουν κι εγώ ζωντανός-νεκρός, να καρτερώ τη Μοίρα μες στο έρεβος της ανυπαρξίας.
Άσε που οι ΜΕΘ είναι οι κατ’ εξοχήν μονάδες όπου μεταδίδονται τα πλέον πολυανθεκτικά ενδονοσοκομειακά στελέχη βακτηρίων. Αυτά τα φοβόμουν περισσότερο κι απ’ την ίδια την ασθένεια που με οδήγησε ως εδώ. Αν επιμολυνόμουν μ’ ένα απ’ αυτά, είχα τελειώσει.
Μετά από πέντε λεπτά, οι θεράπουσες γιατρίνες μου ήρθαν με κατεβασμένα τ’ αφτιά και με πήραν για το θάλαμο. Η υποδιευθύντρια της ΜΕΘ μου ’κλεισε το μάτι καθώς έβγαινα, εγώ της χαμογέλασα μ’ ευγνωμοσύνη.

Οι επόμενες δυο βδομάδες πέρασαν ήρεμα, σε μια νοσοκομειακή ρουτίνα. Ύπνος, φαΐ, αντιβιοτικά (όσα δεν πήρα ολάκερη τη ζωή μου), αναλγητικά (οπιούχα και μη, η μόνη ευχαρίστηση εκεί μέσα), σειρές στον υπολογιστή (Game of Thrones, Daredevil, CSI). Έπιασα να διαβάζω κλασικούς, Τσέχοφ, Τολστόι και τα τοιαύτα. Ήθελα από καιρό να το κάνω κι είπα ότι μπορεί να πέθαινα και να μην είχα προφτάσει. Μαζί και Τζον Λε Καρέ, κι αυτός κλασικός στο είδος του. Τα πράματα έδειχναν ευοίωνα, κάθε μέρα ήμουν λίγο καλύτερα. Τα κορίτσια μου με σκλάβωσαν. Η Αμφιτρίτη ήρθε απ’ τη Δράμα και ξενύχτησε δυο νύχτες στο πλευρό μου· η Κατερίνα ερχόταν απ’ την Αλεξανδρούπολη κάθε Παρασκευή και κρατούσε ολημερίς βάρδια τα σαββατοκύριακα.  
Κατούρημα στην πάπια, χέσιμο επίσης. Το τελευταίο μού φάνηκε το πιο εξευτελιστικό πράμα που έχω βιώσει. Μυστήριος που ’ναι ο άνθρωπος. Μπρος στον θάνατο, μες στο Μαρτύριο του Εσταυρωμένου, αυτό να μου κοστίζει περισσότερο. Το ανέχτηκα για τέσσερις μέρες. Έκανα ό,τι μπορούσα για να σηκωθώ, με τα μπιλάο στα χέρια, με μισή ανάσα, λαχανιασμένος σαν τον αρχαίο Φειδιππίδη, μα δεν μ’ ένοιαζε. Πάνω απ’ όλα η αξιοπρέπεια.

Κάποια μέρα, μου είπαν επιτέλους τι ακριβώς μου ’χε συμβεί· το σπάνιο σύνδρομο Lemierre, που συνηθίζει να προσβάλλει εντελώς υγιείς οργανισμούς. Συγκεκριμένα, δυο βακτήρια συνεργάστηκαν για να καταβάλουν το περίφημο ανοσοποιητικό μου. Αμφότερα, μέλη της φυσιολογικής μου χλωρίδας, τα έτρεφα τόσα χρόνια στον κόρφο μου· συνωμότες, προδότες, φίδια κολοβά. Ένας στρεπτόκοκκος, πιθανότατα ο πυογενής (S. pyogenes), έκανε την αρχή, ξεκίνησε απ’ την αμυγδαλή που με πόνεσε τις πρώτες μέρες. Πίσω απ’ τις προσβολές του προδότη στρεπτόκοκκου, κρύφτηκε ένα αναερόβιο, ο ύπουλος κομάντο ονόματι… Fusobacterium necrophorum!!
Για όνομα του Χάους. Κάτι τέτοιο είν’ αντάξιο ενός ρομαντικού εν-ποιητή, ενός Καρυωτάκη, ενός Edgar Allan Poe! Η μουσική μου προπαίδεια μπήκε αμέσως σε λειτουργία και στο κεφάλι μου άρχισε να παίζει το Romantic Funeral των Ancient Drive, καθώς ταίριαζε στην περίσταση.

Ύστερα άρχισε άλλος μπελάς. Το υγρό είχε αδειάσει απ’ τα πνευμόνια μου, μα όχι όλο. Είχαν απομείνει κάποιες ποσότητες εγκυστωμένες κι οι γιατροί διαφωνούσαν. Ήταν άραγε ικανός ο οργανισμός μου ν’ απορροφήσει τις εστίες ή μήπως χρειαζόταν μια γερή χειρουργική επέμβαση, για να τις καθαρίσουν. Και πάλι η δόκτωρ Δ, που είχε το χάρισμα να λέει τα δύσκολα με τρόπο, ανέλαβε να ενημερώσει τη Δήμητρα.
«Και πότε θ’ αποφασιστεί, γιατρέ, ποια πορεία θ’ ακολουθήσουμε;»
«Αυτή τη φορά δεν υπάρχει η αίσθηση του κατεπείγοντος, οπότε μπορούμε να περιμένουμε και να δούμε. Πάντως, να ξέρετε πως δεν έχει διαφύγει ακόμα τον κίνδυνο» (πού πας, καημένε Καραμήτρο…). Είδε τη Δήμητρα να την κοιτάει έντρομη. «Εχμ, θέλω να πω ότι δεν διέφυγε τον κίνδυνο της χειρουργικής επέμβασης» (εντάξει, μας υποχρέωσες…).
Μέρα Πέμπτη, σχεδόν δυο βδομάδες απ’ τη μέρα της παραλίγο εισαγωγής μου στη ΜΕΘ, αποφάσισαν να μου βγάλουν τις σωληνώσεις. Οι ακτινογραφίες έδειχναν ότι ο οργανισμός μου απορροφούσε τα εγκυστωμένα υγρά με ταχύτατους ρυθμούς. Ο άνθρωπος που δεν αρρώσταινε ποτέ είχε ακόμα δυνάμεις κι άρχισε να επιστρέφει. Ο χειρουργός (ή μήπως πρέπει να πω χειρούργος σ’ αυτήν την περίπτωση;) μου έβγαλε τις σωληνώσεις κι έραψε τις πληγές με… συρραπτικό! Χωρίς αναισθησία. Πέρασα τόσους πόνους, δεν είπα κιχ για τόσα τσιμπήματα, στις φλέβες, στην κοιλιά, στα πνευμόνια, μα αυτό μου φάνηκε ανυπόφορο, άρχισα να φωνάζω.
Κείνο το απόγεμα, αποφάσισαν να μου αλλάξουν κρεβάτι, μες στον ίδιο θάλαμο. Μου δώσανε το πιο καλό, το μονόκλινο. Το λέγαν έτσι γιατί ήταν σχετικά απομονωμένο από τ’ άλλα δύο κι είχε και δικό του παράθυρο. Πιάσανε το κρεβάτι όπου κοιμόμουν τόσον καιρό κι άρχισαν να το απολυμαίνουν σχολαστικά, με χλωρίνη και Detol κι αλκοολικά διαλύματα.
Παραξενεύτηκα μ’ αυτό. Αρκετοί ασθενείς είχαν πάρει εξιτήριο απ’ τον ίδιο θάλαμο τις προηγούμενες μέρες. Σε καμιά περίπτωση δεν είχαν κάνει τέτοια απολύμανση στα κρεβάτια τους. Έβαλα τ’ αφτιά μου σ’ επιφυλακή. Δεν χρειάστηκε να παραμονέψω για πολύ.
Το βράδυ, τρεις ειδικευόμενες της κλινικής μπήκαν για επίσκεψη, για κάποιον παππού με πνευμονία, που μόλις είχε εισαχθεί. Απ’ τις ακριτομυθίες που ’πιασα στον αέρα, κατάλαβα. Στην κλινική, ευτυχώς σε άλλο θάλαμο, είχε εμφανιστεί περιστατικό ουρολοίμωξης από ενδονοσοκομειακή ψευδομονάδα (P. aeruginosa). Αυτό που φοβόμουν εξαρχής, όχι άδικα. Και μου άλλαξαν κρεβάτι, γιατί είχα μείνει περισσότερες μέρες απ’ όλους εκεί μέσα, άρα κινδύνευα πιότερο. Το κακό σερνότανε γύρω μου και κάθε στιγμή ήταν έτοιμο να χτυπήσει. Πήραμε με τη Δήμητρα όσα μέτρα ασφαλείας μπορούσαμε να σκεφτούμε. Δεν τα πήγαμε άσκημα. Περάσαμε ένα τριήμερο σε στάση επιφυλακής, μα κρατήσαμε την ψευδομονάδα μακριά.
Τη Δευτέρα πια, μετά από μια επική ακτινογραφία, όπου πήγα μέχρι το Ακτινολογικό περπατώντας, μου έδωσαν εξιτήριο. Δεν είχαν πια τίποτε περισσότερο να μου προσφέρουν, ο οργανισμός μου ανταποκρινόταν υποδειγματικά και μονάχα κίνδυνο διέτρεχα απ’ την παραμονή μου εκεί μέσα.
Η θεραπεία συνεχίζεται, με αντιβίωση στο σπίτι. Η αποκατάσταση αργή, δύσκολη, της υπομονής. Ψάχνω την ανάσα μου, ποιος ξέρει για πόσον καιρό ακόμα…

Τι απόμεινε απ’ όλ’ αυτά; Η περηφάνεια ότι έδωσα μια σκληρή μάχη κι επιβίωσα. Η επιβίωση είναι η υπέρτατη ηθική, η πλέον φυσική, είπε κάποτε κάποιος κυνικός. Ίσως και να ’ταν βιολόγος, δεν ξέρω.
Μια σειρά από εμπειρίες· οι περισσότερες κακές, κάποιες καλές, μερικές σχεδόν θρησκευτικές, υπαρξιακές, όλες πάντως δυνατές, συγκλονιστικές, απ’ αυτές που κάνουν τη ζωή ν’ αξίζει να τη ζεις.
Δυο ουλές, μαχαιριές στην πλάτη, που θα τις δείχνω στα εγγόνια μου όπως οι παλιοί πολεμιστές τα σημάδια της μάχης.
Έκοψα το κάπνισμα, μακάρι να κρατήσει αυτό για πάντα.
Μα το πιο σημαντικό, απέκτησα μια σίγουρη και στιβαρή «χειρότερη μέρα της ζωής μου». Ίσως ν’ ακούγεται παράδοξο, ακόμα και μαζοχιστικό. Όμως αν προηγουμένως με ρωτούσαν, τι θ’ απαντούσα; Θ’ άρχιζα ν’ αναθιβάνω μέρες παράξενες, απώλειες ανθρώπων που ελάχιστα τους ήθελα τελικά στη ζωή μου, συναισθήματα αυτομαστιγώματος κι αυτολιβανισμού, διφορούμενα δεδομένα, εξεζητημένες περιπλοκές, αμφίβολα συμπεράσματα, πράματα ανόητα που για μια στιγμή φάνταξαν τρομερά κι έπειτα εξατμίστηκαν μες στο αέναο γίγνεσθαι…


Τώρα έχω απάντηση, ρωμαλέα, απόλυτη, αναμφισβήτητη, στέρεα, χειροπιαστή σαν καρούμπαλο. Τι πιο σημαντικό, να ’χει λάβει κανείς τις απαντήσεις του με τόση ενάργεια, να λείπει απ’ το νου του η αμφιβολία. Τώρα ξέρω τι δεν θα ’θελα ποτέ να ξαναζήσω κι έχω σαφέστατο μέτρο σύγκρισης, για τα δεινά που πάντα καραδοκούν στην επόμενη γωνία… 





Ευχαριστώ απ' τα βάθη της καρδιάς μου όλους τους γιατρούς της Β' Πνευμονολογικής του νοσοκομείου Παπανικολάου, καθώς και το υπόλοιπο νοσηλευτικό προσωπικό, για την επιστημονική αρτιότητα, τις άοκνες προσπάθειές τους για την αποκατάσταση της υγείας μου (θα 'λεγε κανείς, κάποιες στιγμές, ότι το είχαν πάρει προσωπικά) και, πάνω απ' όλα, για την ανθρώπινη και φιλική αντιμετώπιση. Θα σας θυμάμαι πάντοτε με αγάπη...







Σχόλια

  1. Να μήν σου ξανατύχει
    Ζηλεύω το κουράγιο σου

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Απαντήσεις
    1. Ευχαριστώ θερμά, ν' αργήσει τουλάχιστον κάμποσο καιρό ακόμα...

      Διαγραφή
  3. Πολλες φορες που μια βιωμενη κατασταση σου μετουσιωνεται σε διηγημα. Η πρωτη -που θυμηθηκα γιατι υπαρχουν πολλες- ειναι με την διεστραμενη της εισπρακτικης εταιρειας.

    Αλλα αυτην την φορα διαβασα απνευστι την πολυ δυνατη σου ιστορια και μονον οταν τελειωσα και ειδα τις ευχαριστιες το καταλαβα....

    Πολλα μου αρεσαν, οπως : " Ήταν πολύ αργά. Η αλαζονεία είν’ ο τάφος του ισχυρού. "

    Δεν ειμαι σιγουρος για την κριση μου, αλλα ειναι μια πολυ καλα δομημενη βαλκανικη ροκ ιστορια, χωρις τιποτα περιττο που ισως πρεπει να προωθηθει σε ολους τους φοιτητικους συλλογους ιατρικης.

    Προσωπικα θα την προτεινω για δημοσιευση σε μερικους ιστοτοπους που γραφω.

    Ευχομαι λοιπον να γραψεις και αλλα πολυ καλα διηγηματα χωρις αντιστοιχες πολυ επικινδυνες περιπετειες!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ευχαριστώ για τα καλά λόγια, φίλε, να είσαι καλά. Δεν είμαι αρκετά μαζοχιστής για να εύχομαι να μου συμβαίνουν δεινά για να τα γράφω, έννοια σου. :D

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου