Του Χάρου το Πηγάδι







Τιμήθηκε με το 1ο βραβείο διηγήματος στον Πανελλήνιο Διαγωνισμό 
Ποίησης, Διηγήματος και Παραμυθιού 2015
του Σωματείου Λόγου και Τέχνης "Αλκυονίδες" Κορίνθου  


[Στο τέλος του κειμένου ακολουθεί γλωσσάρι, όπου δίνεται η σημασία όσων λέξεων εμφανίζονται στο κείμενο με πλάγια γράμματα]


Ο Κωνσταντής έκαμε κουμπάρο του τον Χάρο. Τούτο δε λέει και πολλά, καθώς όλοι οι άνθρωποι έχουν με τον Χάρο κουμπαριά.  Σύντροφος αφοσιωμένος, σκυλί, παίρνει στο κατόπι το μιλέτι των ανθρώπων απ’ τη γέννα, ίσως ακόμη από πιο πριν.
Κάθε ανθρώπινο πλάσμα πορεύεται, παλεύει, γονατίζει και λυγάει, ανορθώνεται κι επιμένει, ηττάται, νικάει και τελικά πεθαίνει, έχοντας τον Χάρο στο πλευρό του το ζερβό, φίλο γκαρδιακό, κουμπάρο. Αθόρυβος, ατήραγος, αδέκαστος, παρατηρεί και τα πάντα βλέπει.
Όταν θα ‘ρθει η ώρα, κανείς δε σε γνωρίζει καλύτερα, παρά ο θάνατός σου.  Κι είναι το πρέπον την ύστατη στιγμή, απ’ το πεδίο του ακόπαστου πόλεμου της ζωής, ο ακράνης  ο πιστός να τρέξει ν’ αγκαλιάσει την ψυχή στον σπαραγμό της, να τη σκώσει  αψηλά, να την απιθώσει κάτω από ένα δέντρο, ν’ αναπαυτεί στο χλοερό σκότος.
Τούτο το θάμα, να ‘ναι πίσω απ’ τον καθένα χωριστά κι όλους μαζί συνάμα, ο Χάρος το μπορεί γιατί δεν είναι από τούτονε τον Κόσμο. Κατέβηκε από άλλους ουρανούς, από σφαίρες ανώτερες, εκεί όπου ίσαμε τώρα είν’ ένας ο άντρας και μια η γυναίκα κι ένα το φίδι. Οι νόμοι που μας ορίζουν, απάνω του δεν δεσπόζουν, δεν του φοράει ο χρόνος κελεψέ, δεν τον μποδίζει η απόσταση.
Έχει δικό του πρόσωπο, μορφή χερουβική,  όμως σχεδόν κανείς θνητός δεν το ‘χει δει. Γιατί τον Χάρο τονε βλέπεις μοναχά, λίγο πριν βγάλεις τη στερνή ανασαιμιά. Τότε φροντίζει στοργικά να μοιάσει με κάποιον που αγαπούσες –το γονιό, τον αδελφό, το φίλο, το χαμένο έρωτα- να ‘βρει κουράγιο η ψυχή, να κάμει πιο ανάλαφρα το βήμα το μεγάλο.

Μα ο Κωνσταντής τον είδε, με την αληθινή του τη μορφή! Είχε συμβεί αυτό κι άλλες φορές, αλλά ήταν η πρώτη κι η μοναδική, που κάποιος τον θωρούσε δίχως να ‘χει έρθει ακόμα η ώρα του.  
Νόμισε πως ήταν κάποιος κλέφτης κι όρμησε απάνω του φωνάζοντας, μ’ ένα ματσούκι στο χέρι. Ο Χάρος σάστισε κι αναγκάστηκε να φανερώσει τη δύναμή του. Μ’ ένα νεύμα του χεριού, καθήλωσε τον Κωνσταντή, ανήμπορο να κουνηθεί και να μιλήσει. Του συστήθηκε, τον σιργούλισε καθώς όντες ήτανε μωρό, κάποιες νύχτες σκοτεινές με πυρετό, κι όταν ένιωσε πως ήταν έτοιμος τον λευτέρωσε. 
«Σύχασε Κωνσταντή, δεν ήρθα να σε πάρω, είναι ακόμα για τα σε πολύ νωρίς» τον ηρέμησε.
«Και τι θες από μένα Χάροντα; Δεν έχει εδώ μαρμαρένια αλώνια» αποκρίθηκε ο νέος.
«Δεν το ‘καμα επί τούτου, δεν κάτεχα πως το μπορούσες να με ιδείς. Τώρα όμως έχουμε ένα κασαβέτι» έκαμε ο Χάρος σκεπτικός. Ο Κωνσταντής δεν τόλμαε να ρωτήσει.
«Αφού μπορείς να με ξεκρίνεις, ο Νόμος ορίζει ότι δεν έχω πια δικαίωμα να στέκομαι πίσω απ’ τον ώμο σου, γιατί συνέχεια θ’ ανακατεύομαι στη ζωή σου και θ’ αλλάζω την πορεία σου. Όμως και πάλι πρέπει να περνάω κάπου κάπου να σε βλέπω, γιατί τούτο είν’ το καθήκον μου. Γι’ αυτό θα γίνουμε κουμπάροι, καθώς προστάζει το Τυπικό» είπε ο Μαυροφορεμένος με τρόπο τελετουργικό.
Περπάτησε, μπήκε στο υπνοδωμάτιο, με τον Κωνσταντή να τον ακολουθεί μαργωμένος, έπιασε το νεογέννητο γιο του απ’ την κούνια και τον ευλόγησε μ’ εμορφιά, πλούτο και μακροζωία, δίχως το βρέφος να ξυπνήσει ή τίποτα να καταλάβει.
«Τώρα είμαστε πια κουμπάροι Κωνσταντή» είπε χαμογελαστός. «Βάλε κρασί να πιούμε, προτού λαλήσει ο πετεινός και ξυπνήσει η κυρά σου».
Κάθισαν και τσούγκρισαν τα ποτήρια. Ύστερα από δυο τρεις γιόμες, ο Κωνσταντής χαλάρωσε κι έπιασαν να κουβεντιάζουν σαν παλιοί φίλοι απ’ το στρατό, ιστορίες που τις έζησαν αντάμα. Λίγο πριν φέξει, ήρθε η ώρα να σχολάσει το ζιαφέτι κι ο Χάρος έκαμε να σκωθεί.
«Περίμενε λίγο κουμπάρε» τον πρόκαμε ο Κωνσταντής. «Σ’ ευχαριστώ μ’ όλη μου την ψυχή για την ευλογία σου στο παιδί, όμως θέλω κάτι να σου ζητήσω για μένα, γιατί στ’ αλήθεια ποτέ μου δεν αναφρίκιασα τόσο μέσα μου βαθιά, όσο μαζί σου απόψε».
«Μόνο μη μου ζητήσεις να μην έρθω ποτέ να σε πάρω, γιατί τούτο δεν το στέργω» γέλασε ο Χάρος.
«Όχι κουμπάρε, άλλο ζητάω. Όταν θα ‘ναι η ώρα μου, να εμφανιστείς μια μέρα πριν, να μου δώκεις τράτο, να φιλήσω τη γυναίκα, το παιδί, να παρηγορήσω τους γέρους, να κανονίσω τα χρέη μου και να φύγω ναμλής από τούτο το ντουνιά».
 Ο Χάρος το καλοσκέφτηκε. «Ναι, αυτό είναι κάτι που μπορώ να κάμω, αλλά θα μου υποσχεθείς πως δε θα προσπαθήσεις να ξεγλιστρήσεις».
«Δε θε να σε κογιονάρω κουμπάρε, έχεις το λόγο της τιμής μου».
«Τότε έχεις κι εσύ τον δικό μου» είπε ο Χάρος και του ‘δωκε το χέρι.

***

Ο Κωνσταντής ρουφούσε μονάχος τη ρακή του, κείνο το χειμωνιάτικο απομεσήμερο, όταν ένιωσε το γνώριμα δυσάρεστο προαίσθημα, όπως κάθε φορά που ερχόταν να τον ιδεί ο αΐσκιωτος κουμπάρος του.
Είχαν περάσει είκοσι χρόνια από κείνη τη βραδιά που ‘χε πιάσει φιλίες με τον Χάρο κι ακόμα αναριγούσε σύγκορμος σαν αισθανόταν τον ερχομό του. Κείνος τον βιζιτάριζε αριά και που, μια δυο φορές το χρόνο, κι έπιναν κόκκινο κρασί παρέα και λέγανε τα δικά τους. «Βρε καλώς τον κουμπάρο» είπε με προσποιητά χαρούμενο ύφος.
Ο Χάρος τονε κοίταξε σοβαρός κι αγέλαστος και του ‘πε: «Γεια σου και σένα Κωνσταντή, όμως νέα καλά δε φέρνω. Σου υποσχέθηκα κάτι πριν από καιρό κι ήρθε τώρα η στιγμή να κάμω το χρέος μου. Αύριο τέτοια ώρα, θα περάσω να σε πάρω, κοίταξε να ετοιμαστείς».
Ο Κωνσταντής ένιωσε το φόβο φίδι να κουλουριάζεται σφιχτά τριγύρω απ’ την καρδιά του, όμως έκαμε κουράγιο κι απάντησε τάχα ανέμελα.
«Έννοια σου κουμπάρε. Άσε με μένα να τα ορδινιάσω όλα με το κομπάσο κι έλα αύριο να με πάρεις, θα σε προσμένω».
«Αύριο το λοιπόν» χαιρέτησε ο Χάρος και γύρισε να φύγει.

Ο Κωνσταντής δεν έχασε καιρό. Περίμενε τούτη την ώρα κι είχε ήδη κάμει όλες τις προετοιμασίες. Μια βαλίτσα, λίγα λεφτά, ένα εισιτήριο πλοίου με ανοιχτή ημερομηνία, όλα κρυμμένα σε μέρος ασφαλές, κανείς να μη τα ιδεί. Φοβότανε το θάνατο πάνω από καθετί άλλο· το ‘χε προσπαθήσει, μα δεν μπορούσε να σοφιλιάσει με την ιδέα, όσο κρασί κι αν είχε πιει με τον κουμπάρο, όσο κι αν το ‘χε φιλοσοφήσει.
Δε σκέφτηκε στιγμή να κρατήσει τον λόγο της τιμής που ‘χε δώσει, «κάλλιο να σου βγει το νάμι, παρά να σου βγει το μάτι» έλεγε στον εαυτό του. Θα ‘φευγε σε τόπο μακρινό, θ’ άλλαζε όνομα, αμφίεση και μορφή, ο Χάρος θα τον έχανε. Αφού δεν μπορούσε να στέκει πίσω του διαρκώς, πού θε να τον εύρισκε;
Την άλλη μέρα, την ίδια ώρα, όλο το χωριό ήτανε στο πόδι, να ψάχνουνε τον Κωνσταντή στα χιονισμένα μπαΐρια, στο άφωτο δάσος, στα κρουσταλλιασμένα ρέματα, μα του κάκου, είχε γενεί άφαντος.
Ο Χάρος πήγε απούντο στη συνάντηση, όμως δεν βρήκε τον κουμπάρο του. Χαμογέλασε, κούνησε το κεφάλι με νόημα κι έφυγε να μαζέψει τον επόμενο, που η ώρα του είχε φτάσει.

***

Δέκα χρόνια πέρασαν, μέχρι που ο Χάρος ξαναπάντησε στο διάβα του τον Κωνσταντή. Τον γνώρισε με την πρώτη ματιά, όσο κι αν κείνος είχε πασχίσει ν’ αλλάξει το διώμα του. Το ίδιο βράδυ φανερώθηκε μπροστά του μεσάνυχτα ακριβώς. Ο Κωνσταντής άρχισε να τρέμει σαν το ψάρι, μα ο Χάρος και πάλι τον καθησύχασε.
«Αν και δεν τήρησες το λόγο σου, ο δικός μου έχει ακόμη αξία. Αύριο την ίδια ώρα, θα περάσω να σε πάρω» του ‘πε και χάθηκε μες στη μαύρη νύχτα.
Ο Κωνσταντής τούτο δεν το περίμενε, αλλά τόσα χρόνια ζούσε με τον φόβο της εκδίκησης του Χάρου· τον φανταζόταν οργισμένο που ‘χε ξεγελαστεί. Έτσι, είχε μάθει να ζει κάθε του μέρα σαν να ‘ταν η στερνή. Ήτανε πάντα έτοιμος να φύγει, τυχοδιώχτης, αρρίζωτος, περιπλανώμενος Ιουδαίος.
Άδραξε τη βαλίτσα του κι εξαφανίστηκε μες στη χασοφεγγαριά. Ήταν λάθος του που ζούσε μαζί με άλλους ανθρώπους· καθώς ο Χάρος στέκονταν ξωπίσω τους, έπρεπε να το ‘ξερε πως αργά ή γρήγορα θ’ ανακάλυπτε και του λόγου του.

Είπε, μες στην απελπισιά του, να πάει στην Έρημο να μονάσει, να τρώει σαύρες κι ακρίδες και βρύα ξερά, να πίνει δρόσο μονάχα την αυγή, να βρει ένα βράχο να τονε δεχτεί στη μαύρη αγκαλιά του, μια σπηλιά για να κρυφτεί, μια μήτρα να τονε χωρέσει, να συρθεί πίσω προς τη γέννα, μην παραδοθεί στο θάνατο.
Μα δεν ήξερε ο δόλιος, πως η Έρημος είναι δεσποτάτο του θανάτου κι όποιος βαδίζει μέσα εκεί, έχει τον Χάροντα οδηγό, δυο βήματα ομπρός.
Σαν είδε η άμμο η κουσελιάρα, που πάει και χώνεται παντού, τον Κωνσταντή να την πατεί μονάχος, μ’ ένα γάιδαρο ξωπίσω και μηδένα εμπρός του, αναθρόισε ολάκερη, ξεσήκωσε τους Δαίμονες της Σκόνης, και κείνοι πήγαν και το ψιθύρισαν του Λίβα. Αυτός μάνιασε κι άρχισε φουρκισμένος να φυσά κι ύψωνε βουνά την άμμο με οργή ιερή κι έκαμε τόσο νταβαντούρι, που τα κοράκια πέταξαν και πήγαν να τα προλάβουν όλα του Χάροντα, του τρανού τους ευεργέτη.

Σαν είδε και πάλι εμπρός του ο Κωνσταντής τον μαυροφόρο του κουμπάρο, να ξεπροβάλει μέσα απ’ την αμμοθύελλα με την κάπα του ν’ ανεμίζει, ενώ το στοιχειό καλμάριζε και μέριαζε στο διάβα του, έπεσε στα γόνατα κι έβαλε τα κλάματα.
Με το λαιμό ξερό και το στόμα πνιγμένο στην άμμο, με τα μάτια του να τσούζουν απ’ το μικροσκοπικό λιθοβόλημα του όχλου των κόκκων, ακόμα δεν ήταν έτοιμος να παραδοθεί. Έπιασε πάλι να παρακαλάει γοερά τον Χάροντα, αν κι ήξερε πως είχε φήμη άσπλαχνου θεριστή, με καρδιά στυγερού φοροεισπράκτορα.
Ο Μαυροφορεμένος, μόλις είδε τον κουμπάρο του σε τούτη την κατάσταση, πιότερο ένιωσε θλίψη κι αποστροφή, παρά συμπάθεια. Έσκυψε και σήκωσε τον Κωνσταντή από τα χώματα που κυλιότανε, του τίναξε τα ρούχα και τον έστησε στα πόδια του.
«Ξέρεις Κωνσταντή, σε βαρέθηκα του λόγου σου. Έτσι που σε βλέπω, μου φαίνεται πως δεν αξίζει να σε πάρω. Αφού το λοιπόν ποθείς τόσο πολύ να ζήσεις, θα σε βγάλω έξω απ’ την Έρημο και θα σ’ αφήσω στην ησυχία σου. Έλα, πιες δυο γουλιές κρασί να ψυχοπιάσεις» του ‘πε και του πρότεινε το παγούρι του.
Ο Κωνσταντής κατέβασε λαίμαργα το άλικο νέκταρ. Μα ο Χάροντας είχε ρεντζελίσει στο παγούρι από τα πριν μια σταλαξιά λήθη, που ‘χε πάντοτε φυλαγμένη σ’ ένα φιαλίδιο στον κόρφο του. Ο φυγάς έπεσε στην αγκάλη του κι αποκοιμήθηκε βαθιά.

***

Ξύπνησε μετά από ποιος ξέρει πόσες ώρες, νιώθοντας γύρω του δροσιά, πλυμένος και με φορεσιά καθαρή. Αισθανόταν να ‘χει ξανάβρει τις δυνάμεις του. Το αίμα κυλούσε δυνατά στις φλέβες του κι η αποθυμιά για ζωή έβραζε μέσα του όσο ποτέ άλλοτε.
Ανακάθισε και κοίταξε ολόγυρα. Βρισκόταν μπροστά στις ορθάνοιχτες ξύλινες πύλες ενός πανώριου κήπου, περικλεισμένου από έναν αψηλό λιθόχτιστο τοίχο.
Απ’ την άλλη πλευρά, έξω απ’ τον κήπο, χρυσολογούσε ένα απέραντο λιβάδι με σπαρτά κι άγρια λέλουδα, να λικνίζονται σα θάλασσα στην πνοή του καλόγνωμου καράγιαλη. Αντίκρυ του ανακλαδίζουνταν ο Χάροντας.
«Πού είμαστε κουμπάρε; Έχω πια ποθάνει; Δεν κράτησες τελικά την υπόσχεσή σου, με γέλασες…» άρχισε να παραπονιέται.
«Σύχασε Κωνσταντή. Αναμεταξύ μας, δεν είμαι εγώ αυτός που πατάει το λόγο του. Σου ‘ταξα ότι θα σ’ έβγαζα απ’ την Έρημο κι ότι θα σ’ άφηνα ήσυχο μετά, δεν είν’ έτσι; Τούτο και θα γίνει. Όμως πρωτύτερα θα κάμουμε μια περασιά μέσα απ’ τον Κήπο κι ύστερα θα ‘σαι πραγματικά λεύτερος» τον έκοψε ήρεμα ο Μαυροφορεμένος.
«Τι είναι τούτος ο κήπος κουμπάρε, τι έχει μέσα εκεί;» δίστασε ο Κωνσταντής.
«Κάποια πράγματα που πρέπει να σου δείξω πριν χωριστούν οι δρόμοι μας»  τ’ αποκρίθηκε κείνος με φωνή κουρασμένη. «Θέλω να μου υποσχεθείς πως ό,τι κι αν δεις, δεν θα προσπαθήσεις να επέμβεις, ούτε θα κάμεις ερωτήσεις. Στο τέλος του δρόμου θα σου λύσω όλες τις απορίες. Έλα πάμε, ας μην καθυστερούμε άλλο, κι έχω να κάμω δρόμο ωσότου κοιμηθώ».
Σκώθηκε απάνω κι έβαλε πλώρη κατά τον κήπο. Ο Κωνσταντής τον ακολούθησε, δίχως να βγάλει μιλιά. Ας τέλειωνε επιτέλους τούτο το σουλάτσο, να πάει ο κουμπάρος στην ευχή του Θεού, να ζήσει κι αυτός πια τη ζωή του δίχως φόβο. Και πόσα πράματα δεν είχε ακόμα που ‘θελε να κάμει…

Προχωρούσανε σ’ ένα πλακόστρωτο μονοπάτι, μόνο σημάδι που ‘δειχνε πως είχε περάσει από δω ανθρώπου χέρι, μαζί με τα πολυκαιρισμένα παρτέρια και τις πελούζες, που ‘μοιαζαν αρχαίες σα τον ίδιο το Χρόνο.
Το γαγλωτό μονοπάτι φιδογύριζε μέσα απ’ τη σχεδόν άγρια βλάστηση, δίχως να ξέρει κανείς πού θα τονε βγάλει η επόμενη στροφή. Άξαφνα είδανε μπροστά τους ένα θέαμα παράξενο.
Πάνω σε μια μηλιά, ένας μουρτζούφλης γκαβός γέρος, σκαρφαλωμένος στα κλαριά της, άπλωνε τη ροζιασμένη φούχτα του, έκοβε τα μήλα και τα πέταγε μετά αδιάφορα στο χώμα, δίχως να γεύεται μήτε δαγκωματιά. Δεν τα ‘κοβε με καμιά λογική σειρά, παρά μ’ έναν τυφλό τυχαίο τρόπο, που έκαμε τον Κωνσταντή ν’ αγαναχτήσει.
Το ανέβλεπο χέρι του, άφηνε μήλα σάπια και μισοφαγωμένα απ’ τα πουλιά κι απ’ τις κάμπιες, ενώ άρπαζε τα παραδιπλανά τους που ‘ταν ακόμα αγούρμαστα, παράταγε τα γινωμένα κι έκοβε τα μπουμπούκια κι ύστερα πάλι θυμότανε να κόψει κάμποσα που ‘χανε μόλις μεστώσει και μετά το πρώτο που θα λάχαινε μπροστά του, δίχως καμιά διάκριση.
«Ποιος είναι τούτος ο τρελόγερος κουμπάρε, τι κάμνει εκεί;» διαμαρτυρήθηκε ο Κωνσταντής. Ο Χάροντας όμως τονε κοίταξε αυστηρά κι έβαλε το δάχτυλο στα χείλη.
«Μου υποσχέθηκες πως δε θα ρωτάς και δε θα προσπαθήσεις να μπλεχτείς με κανένα τρόπο. Σώπαινε το λοιπόν και μη μιλάς!» τον έκοψε απότομα. Κείνος συγκρατήθηκε και κατέβασε ταπεινά το κεφάλι. Κοιτάξανε τον γέρο να μαδά την έρμη τη μηλιά για λίγο ακόμα κι ύστερα δρόμωσαν και πάλι.

Μετά από κάμποση ώρα, το μονοπάτι τούς έφερε σε μια φαρδιά πελούζα μ’ ακούρευτο γρασίδι, όπου ένας μάγερας είχε ανάψει φωτιά κι απά στην πυροστιά έβραζε δυο χύτρες, μια μικρή, περίτεχνα διακοσμημένη με πετράδια και πολυτελή ανάγλυφα, και μια πολύ μεγάλη, μα λιτή στην όψη.
Πλησίασαν κοντύτερα κι είδαν το μάγερα να κάμνει κάτι που στον Κωνσταντή γέννησε τρανή σαστιμάρα. Μόλις στην επιφάνεια της σούπας, στη μεγάλη μαρμίτα, έσκαγε μια στάλα λίπος ή ζωμός κρέατος, κείνος άρπαζε την κουτάλα του, την ψάρευε στα γρήγορα και την απόθετε μες στη μικρή. Τούτο το ‘καμνε ξανά και ξανά. Η μικρή μαρμίτα ήταν πηγμένη στη λίγδα μέχρι το χείλος, αλλά κατά παράδοξο τρόπο ποτέ δεν χυνόταν στο χορτάρι ούτε σταλαγματιά νοστιμάδας.
Ο μάγερας, κόντρα σε κάθε λογική, φρόντιζε μ’ επιμέλεια να μην αφήνει τίποτα στη μεγάλη χύτρα. Τούτο όμως δεν έβγαζε κανένα νόημα. Τι το ‘θελε τόσο λίπος μέσα σε τόσο μικρό λεβέτι; Το φαγί είχε καταντήσει τόσο γιαγλίδικο που ‘φερνε αηδία, ενώ το άλλο δίπλα ήτανε καλό μονάχα για ποδόλουτρο.
«Τι άχρηστος κι ατάλαντος μάγερας είναι δαύτος, γιατί τον αφήνουν ακόμα να μαγερεύει, ποιος αντέχει να τρώει τα φαγιά του;» αναρωτήθηκε ο Κωνσταντής, μα όσο κι αν γάνιασε, δεν τόλμησε να βγάλει τσιμουδιά, καθώς θυμήθηκε ότι ο κουμπάρος πρώτη φορά είχε γενεί αυστηρός μαζί του, ούτε καν όντες τον ξεγέλασε, που πάει να πει πως η σιωπή θα ‘τανε για κείνον θέμα σοβαρό.
Ο Χάρος τονε κοίταξε σάμπως να τονε ζύγιαζε και κίνησε παρακάτω.

Μπήκανε σ’ ένα δάσος με καστανιές και οξιές. Σε κάποιο ξέφωτο συναπάντησαν έναν καμπούρη χωριάτη, που μάζευε ξύλα για το χειμώνα. Είχε φτιάσει ένα μπατάλικο δεμάτι, μεγαλύτερο σχεδόν απ’ το μπόι του. Προσπάθησε να το σκώσει απά στην βεντερούγα του, όμως κείνο αποδείχτηκε πολύ βαρύ. Όσο κι αν ιδροκοπούσε και ξεφυσούσε, του ήταν αδύνατο να το ανασηκώσει πάνω απ’ το γόνα, ούτε να κάμει βήμα μπρος.
Το άφησε χάμου κι έφυγε προς το δάσος, για να εμφανιστεί λίγες στιγμές αργότερα, κρατώντας ένα χερόβολο ξύλα. Πήγε στο δεμάτι και φόρτωσε απάνω τα καινούρια του μαζώματα. Αφού τα ‘δεσε με προσοχή, έκαμε πάλι να το σκώσει, μα τσάμπα κόπος· είχε βαρύνει πιότερο και δεν θα μπόραγε ποτέ να το κουβαλήσει.
Μα ο Καμπούρης δεν πτοήθηκε διόλου. Πήγε κι έφερε άλλη μιαν αδραξιά και την απόθεσε και πάλι απάνω στο δεμάτι, που όσο πήγαινε γίνονταν σα βουνό, σάμπως ο βράχος του Σίσυφου, αιώνιο κι ατελεύτητο μαρτύριο.
Ο Κωνσταντής τα ‘χασε κι έμεινε να τον κοιτά με το στόμα ορθάνοιχτο σα χάχας. «Μα είναι δυνατό να ‘ναι κανείς τόσο ζεβζέκης;» εξανέστη. «Αφού δεν μπορεί να το σκώσει, τότε γιατί δεν το αλαφραίνει, αλλά το φορτώνει συνέχεια πιο πολύ;» αναρωτήθηκε. Κοίταξε τον κουμπάρο και διάβασε στο βλέμμα του πως δεν είχε φτάσει ακόμα ο καιρός για εξηγήσεις.
Είχε ξεχάσει εδώ και λίγην ώρα την ανυπομονιά που ‘νιωθε πρωτύτερα, ν’ αποχαιρετήσει τον Χάρο για παντοτινά. Την είχε τώρα αποσκιάσει η αβασταξιά, να μάθει τι τάχα σήμαιναν όλα τούτα τα παράδοξα που θωρούσε.

Προχώρησαν και βγήκαν απ’ το δάσος. Μπροστά τους ανοίχτηκε ένας τετράπλατος καρπερός αγρός, μ’ ένα μοναχικό σκιάχτρο που απέμενε κουρελιασμένο καταμεσής. Κοράκια καθόντουσαν κι έκρωζαν απά στ’ ανοιχτά του χέρια, πετάριζαν ολοτρόγυρα απ’ το καπέλο του, κοτσιλούσαν την κακοφτιαγμένη του μουτσούνα, σα να το χλεύαζαν, σα να το καταφρόνευαν.
Καμιά πεντακοσαριά μέτρα παρακάτω, έστεκε περήφανη μια πανάρχαια δρυς, αψηλή κι αναθάλλουσα μες στο κάμα, να ρίχνει ίσκιο παχύ, ν’ αναπαυτεί ο ξωμάχος, να ‘βρει απάγκιο ο δουλευτής.  
Προχώρησαν μες στα στάχυα, πηγαίνοντας κατά κει. Ανάμεσα στα ψηλά σπαρτά ξεπρόβαλε ένας ζάρκος μακρόστενος κλήρος, περιφραγμένος. Μέσα του υπήρχαν δυο θημωνιές άχερο, βαλμένες η μια στην απάνω κι η άλλη στην κάτω πλευρά του, και δυο γάιδαροι δεμένοι αναμεταξύ τους με κοντή τριχιά. Οι παράταιροι κουμπάροι κοντοστάθηκαν να κοιτάξουν.
Τα ζωντανά είχανε στηθεί στη μέση της λαχίδας. Το ένα τραβούσε κατά πάνω και το άλλο κόντρα σα κάτω, προσπαθώντας το καθένα να πάει και να φάει απ’ τη θημωνιά που δοκιότανε για δικιά του. Τραβούσαν μ’ όλη τους την περιλάλητη γαϊδουρινή επιμονή, όμως η τριχιά ήτανε χοντρή και δεν μπόραγαν να τηνε σπάσουν.
«Πόσο κουτά είν’ τούτα τα ζωντόβολα, καλά τα λεν γομάρια και χαϊβάνια» είπε από μέσα του ο Κωνσταντής. Θα μπορούσανε να πάνε μαζί στη μια θημωνιά και να τη μοιραστούνε κι ύστερα μαζί να πα’ να φάνε και την άλλη.
Αν κάμνανε κολεγιά, θα μπορούσανε μαζί να πηδήσουν το κοντό δρύφακτο και να βοσκήσουν όσο λαχταρούσε η ψυχή τους, απ’ τον δαψιλό σιτοβολώνα. Δυστυχώς για δαύτα, ο Πλάστης δεν τους δώρισε νου κι έτσι που ‘χαν μουλαρώσει, θα ψοφάγανε στο τέλος απ’ την πείνα και τα δυο.

Ο Χάρος του ‘γνεψε να προχωρήσει. Φτάσανε μπροστά στο σκιάχτρο, που από κοντά φάνταζε ακόμα πιο άθλιο. Τ’ άχερά του σαπισμένα, βρωμούσε μούχλα κι υγρασία κι ανήλιαγα υπόγεια και μαύρες σκέψεις, μια μπόχα που ‘φερνε μόνο κακές θύμησες. Του προκαλούσε μια παράξενη στεναχώρια του Κωνσταντή τούτο το σαπρό ανδρείκελο.
«Πάμε παρακάτω κουμπάρε, δεν μ’ αρέσει διόλου αυτό το μέρος» του βάστηξε μοναχά να πει.
Ο Μαυροφορεμένος, δίχως ν’ αποκριθεί, προχώρησε κατά το σκιερό δέντρο. Μόλις τότε πρόσεξε ο Κωνσταντής, πως κάτω απ’ τον ίσκιο του, κρυβόταν απ’ τα μάτια του ένα φαρδύ πέτρινο πηγάδι. Απότομα ένιωσε τη δίψα της Ερήμου να τον καψαλίζει κι ακολούθησε πρόθυμα τον κουμπάρο κατά κει. Αυτός σταμάτησε στα μισά της απόστασης κι έκαμέ του νόημα να σταθεί.

«Να το λοιπόν που φτάσαμε στο τέρμα της περιπλάνησής μας μέσα στον Κήπο της Ζωής» του ‘πε κάπως επίσημα. «Θαρρώ πως θα ‘χεις πολλά ρωτήματα για όσα είδες εκεί μέσα» συνέχισε στον ίδιο τόνο.
«Ο Κήπος των Παραλοϊσμένων να πεις καλύτερα κουμπάρε» έκαμε ο Κωνσταντής ξεθαρρεμένος. «Θέλω πολύ να μάθω, τι ‘ταν όλα κείνα που συντύχαμε» είπε με φωνή ξέχειλη απ’ την περιέργεια που φύλαγε τόσην ώρα εντός του.
«Λένε πως σαν έρχεται το τέλος, η ζωή του ανθρώπου περνάει απ’ τα μάτια του σαν σινεματόγραφος, είν’ η ώρα που όλοι οι άλλοι με βλέπουνε για πρώτη και στερνή φορά» αρχίνισε να εξηγεί ο Χάρος. «Εσύ πάλι είσαι κουμπάρος μου και γι’ αυτό προτίμησα να σε ξεναγήσω στον Κήπο της Ζωής. Σου ‘δειξα τη ζωή σου, όπως την έζησες και θες κι άλλο να τηνε ζήσεις. Όμορφος είν’ ο κόσμος σου, δε σ’ αδικώ…»
«Όμορφος δε λέω» έκαμε σκεπτικός ο Κωνσταντής «όμως ολοπάλαβος κι ανισόρροπος φοβούμαι…»
«Σου φάνηκε τρελός ο γερο-μπαξεβάνης πάνω στη μηλιά, ο Τυφλός;» γέλασε καλόκαρδα ο Χάρος. «Αυτό ήτανε το πιο λογικό που ‘δες εκεί μέσα. Ο γέρος είν’ ο Χρόνος και τα πάντα στον κόσμο σου υποκλίνονται σ’ αυτόν. Κάθε πράμα έχει το δικό του χρόνο κι εσύ Κωνσταντή έχεις περάσει πια κατά πολύ τον καιρό που σου δόθηκε».
«Όμως ο γέρος έκανε ό,τι του κατέβαζε η κούτρα του, δεν είχε καμιά σειρά, δεν είν’ αυτός ο καλός περβολάρης» διαμαρτυρήθηκε ο Κωνσταντής «κι εγώ είμαι πολύ νέος ακόμα, έχω τόσα πράματα να κάμω…»
«Δεν είν’ καλός περβολάρης ε; Δεν πρόσεξες όμως πόσο μεγάλη κι εύρωστη ήταν η μηλιά και πώς φυλλομανούσε. Πόσα πουλιά, πόσα ζούδια, πόση ζωή έθρεφε κείνο το δέντρο. Ο καλός ο κηπουρός ξέρει πότε είναι η κατάλληλη στιγμή να κοπεί κάθε ανθός, κάθε καρπός, κάθε κλωνάρι, γι’ αυτό κι είναι τυφλός, για να ‘ναι δίκαιος. Μονάχα έτσι συνεχίζεται η ζωή και θεριεύει το δέντρο.
»Κάποτε σας ορμήνεψε ο Θεός να μη φάτε απ’ αυτόν τον καρπό, γιατί τότε θα ‘βαζε χέρι απάνω σας ο πανδαμάτωρ Χρόνος, ο άσπλαχνος, και θα μαθαίνατε μοιραία το Καλό και το Κακό, μα εσείς δεν αγροικήσατε. Δεν φταίω κι από πάνω που κάμνω στους αιώνες τούτηνε την αγγαρεία. Μαζί σας έπεσα κι εγώ, ένα κομμάτι μου τουλάχιστον…» έκαμε ο Χάρος κάπως πικρόχολα. Ο Κωνσταντής δεν βρήκε να πει ούτε λέξη.

«Το μόνο αλόγιστο στον Κήπο της Ζωής είν’ ο άνθρωπος» συνέχισε ο Χάρος. «Αναρωτήθηκες για κείνο τον ανίκανο το μάγερα νομίζω, ποιος τρώει τα φαγιά του, γιατί ακόμα τον αφήνουν να μαγερεύει. Ο Λίγδας είναι οι Αρχόντοι και οι Πολιτείες σας, ενώ οι δυο χύτρες είναι οι Πλούσιοι κι οι Φτωχοί. Τόσο μικρή και τόσο ακόρεστη η μαρμίτα του πλούτου, τόσο αηδιαστική η χλιδή της, τόσο ναμικιόρα η φύση της. Σεις τονε στέργετε το Λίγδα, τον προσκυνάτε, τον θαυμάζετε, στήνεστε στην ουρά για μια γαβάθα νεροζούμι που σας ταγίζει, τον χειροκροτάτε, του φιλάτε τα χέρια μ’ ευγνωμοσύνη…»
Ο Κωνσταντής αναλογίστηκε το αίσθημα του παράλογου, την αντάρα που ‘νιωσε σαν είδε κείνο το μάγερα και του φάνηκε παράξενο πώς τόσα χρόνια ο πλούτος του φάνταζε λογικός, η φτώχεια θεμιτή κι οι αρχόντοι παντάξιοι. Προτίμησε να μη μιλήσει κι αυτιάστηκε για να γροικήσει τους λόγους του Χάροντα. Κείνος πήρε μιαν ανάσα και συνέχισε να εξιστορεί.
«Θα στοιχημάτιζα όμως πως το πιο παράξενο σου φάνηκε ο ξυλοκόπος. Ο Καμπούρης είν’ η ανθρώπινη ψυχή, τόσο φορτωμένη μ’ αμαρτίες, με τύψεις κι ενοχές, που ούτε γκαμούζα θα μπορούσε να τις κουβαλήσει.
»Ξενίστηκες που ο Καμπούρης συνέχεια έβανε κι άλλα ξύλα στο δεμάτι, μέχρι που ‘γινε βουνό, όμως κι εσείς το ίδιο δεν κάμνετε με τ’ αμαρτήματά σας; Χιλιάδες χρόνια σας παρακολουθώ, έναν προς ένα, να πράττετε ανάλλαχτα κι ολόιδια και μάταια διαρκώς, δεν έχω εννοήσει ακριβώς γιατί. Έχεις καταλάβει εσύ;» του απεύθυνε το ρώτημα.
«Δεν το στοχάστηκα ποτέ μου μ’ αυτόν τον τρόπο, μα ετούτη είν’ η αλήθεια» παραδέχτηκε ο Κωνσταντής. «Μακάρι να ‘χα σκεφτεί κουμπάρε, να τ’ αλάφρωνα κάπως τούτο το δεμάτι τόσα χρόνια» έκαμε μ’ απολογιά.

Ο Χάρος συνέχισε σα να μην είχε ακούσει: «Είδα πόσο ξυπνός ένιωσες μπροστά σε κείνα τα κουτουρά υποζύγια που κοντεύανε να ψοφήσουν απ’ την πείνα κι απ’ το γινάτι. Όμως τούτα τα γομάρια είσαστε σεις οι άνθρωποι, όλοι οι λαοί του κόσμου σας. Δουλεύετε γι’ αφεντικά που παίρνουν τα γεννήματα και σας αφήνουν τ’ άχερα. Κι εσείς μαλώνετε μεταξύ σας, τραβάτε ο καθένας το σκοινί κόντρα στον άλλο, για κείνα που θαρρείτε για δικά σας. Κι έτσι ποθνήσκετε λιμασμένοι, μες στα πολύκαρπα της Γης τα λιβάδια».
Ο Κωνσταντής θυμήθηκε πόσο τετραπέρατος ένιωσε στη θέα των γαϊδάρων και ντράπηκε μέσα του βαθιά, ήθελε ν’ άνοιγε η γης και να τον κατάπινε, όσο κι αν ήταν επικίνδυνη μια τέτοια σκέψη παρόντος του κουμπάρου.
«Πόσο όμορφη η ζωή, μα πόσο άδικη, παρλιακιά και ματαιόσπουδη η φύτρα μας, κι εγώ που νόμιζα πως έχουμε νου και λογική εμείς οι ανθρώποι» είπε πικρά.
«Τούτος είν’ ο κόσμος σου και μόλις φύγω εκεί θα ζεις για πάντα, όπως ο Κάιν κι ο Ιούδας, κουμπάροι μου και δαύτοι. Πριν όμως γίνει αυτό, υπάρχει κάτι ακόμα που πρέπει να σου πω. Τούτο το σκιάχτρο είν’ το σαρκίο σου, σ’ αυτό θα επιστρέψεις, κοίταξε να το φυλάς σαν τα μάτια σου γιατί δεν έχεις άλλο.
»Πάνω απ’ όλα, μην πιεις απ’ το πηγάδι, όσο κι αν διψάς. Είναι η Πηγή της Άρνης, που ποτίζει τ’ ακρόριζα του Δέντρου των Κόσμων. Όποιος πιει απ’ αυτό δεν γυρνά πίσω πια ποτέ».

Μ’ αυτά τα λόγια ο Χάρος κίνησε αργοπερτάτητος να φύγει, βαδίζοντας προς την πίσω πόρτα του Κήπου, κάμποσο μακριά απ’ τη δρυ κι απ’ το πηγάδι. Ο Κωνσταντής απέμεινε μονάχος του, μ’ ένα αμφίθυμο συναίσθημα να τονε ταλανίζει.
Δεν ήξερε τι ν’ αποφασίσει. Να ζήσει πρόσγειος σε τούτο τον μωρό κόσμο, ένα θλιβερό σάπιο σκιάχτρο που δεν τρομάζει πια κανέναν, να βλέπει το Χάροντα να ‘ρχεται για όλους τους άλλους μα όχι γι’ αυτόν; Του φάνηκε πιότερο κατάρα παρά δώρο, κι ας ήταν ό,τι είχε ζητήσει στη ζωή του. Αν πάλι έπαιρνε τον Χάρο καταπόδι, μπορεί να τον έβγαζε ο δρόμος σ’ άλλους Κόσμους, ακόμα πιο μάταιους από δαύτον, ίσως και στην μαύρη ανυπαρξία.

Κι έτσι πως έμενε αιωρούμενος, δίχως να μπορεί ν’ αποφασίσει, ξάφνου του φάνηκε πως άκουσε όργανα, σάμπως ταμπουράδες και σαντούρια να ‘παιζαν έναν σκοπό βυζαντινό, μια μουσική που ανάβλυζε απ’ τα στήθια του, μέσα απ’ τα βάθη της ίδιας του της ύπαρξης.
Η καρδιά του σα νταούλι χτυπούσε το ρυθμό, ένα βαρύ ζεϊμπέκικο. Θυμήθηκε που λέγανε πως τούτος ο χορός είν’ εσκεμμένα ασύμμετρος κι η όρχηση μοναχική, γιατί ο δρόμος του καθένα είν’ ξεχωριστός. Αποφάσισε να παραδοθεί στο ζεϊμπέκικο και ν’ αφήσει την καρδιά του να διαλέξει δρόμο.
Με το πρώτο βήμα, με τη δεύτερη στροφή, αφέθηκε ολότελα και ξέχασε τον Χάρο, τον Κήπο, το πηγάδι και τη ζωή την ίδια. Η στρουφιχτή του διαδρομή τον έφερνε μια προς τα δω και μια προς τα κει, όμως κείνος χόρευε με την ψυχή του, δίχως φόβο και προσμονή.
Κι ήταν ωραίος ο χορός του, αντάμικος και λεβέντικος, ταπεινός και πράος, είχε τέχνη κι αρχοντιά στο πάτημα και τα χέρια του ανοίγανε και κλείνανε, θαρρείς φτερά αγγέλου που πλέχει στους αιθέρες, τόσο που ο Χάρος έκοψε το βήμα του και στάθηκε για λίγο να θαυμάσει.
Κάποτε ο Κωνσταντής σήκωσε το κεφάλι κι είδε πως βρισκόταν κάτω απ’ την πρασινωπή αχλή της δρυός κι έστεκε μπροστά στο πηγάδι. Δίχως λύπη κατάλαβε πως είχε κάμει πια την επιλογή του.

Έριξε το γερδέλι στο βάθος κι άρχισε να δουλεύει τον αργάτη για ν’ ανεβάσει απάνω το νερό. Το ‘βγαλε στο φιλιατρό του πηγαδιού και κοίταξε για μια στιγμή στο βάθος. Όμως αντί για τη στιλπνή σκοτεινή επιφάνεια που περίμενε να ιδεί, τα μάτια του γεμίσαν από εικόνες· το νερό μες στο πηγάδι έμοιαζε να ‘χει μεταμορφωθεί σ’ ένα περίλαμπρο καλειδοσκόπιο.
Κόσμοι φωτεινοί και μυριόχρωμοι, άλλοι τυλιγμένοι στο λυκόφως, πανώρια πλάσματα και τρομερά, γίγαντες και τελώνια και ξωτικά, νεράιδες, σάτυροι και φαύνοι, ζούγκλες κι έρημοι κι άλλα που δεν είχε λόγια να τα ονοματίσει, αφού δεν τα ‘χε γνωρίσει μήτε στα όνειρά του.
Δίχως δισταγμό, ήπιε λαίμαργα απ’ το δροσάτο νερό της αρνησιάς. Ύστερα γύρισε και κοίταξε τον Χάροντα, που ακόμα έστεκε ακίνητος και παρακολουθούσε τη σκηνή.
«Στάσου κουμπάρε, έχουμε πολύ δρόμο, ας μην τον διαβούμε μονάχοι» είπε και γόργωσε να τον προφτάσει. Ο Μαυροφορεμένος τον αγκάλιασε και τον σταυροφίλησε κι αντάμα βάδισαν προς την πύλη. Πρώτος βγήκεν ο Χάρος κι απέ ένας διακαμός, που ‘χε ξεχάσει πια πως κάπου κάποτε τον λέγαν Κωνσταντή κι είχε κάμει κουμπάρο του τον Χάρο.




Γλωσσάρι
(κατά σειρά εμφάνισης στο κείμενο)


Μιλέτι: Γένος. Ατήραγος: Αφανής. Ακράνης: Σύντροφος, συμπολεμιστής. Κελεψές: Χειροπέδη. Σιργουλίζω: Καλοπιάνω, νταντεύω. Κασαβέτι: Σκοτούρα, ανησυχία. Ξεκρίνω: Διακρίνω, ξεχωρίζω. Μαργωμένος: Μουδιασμένος, παγωμένος. Ζιαφέτι: Γλέντι, Συμπόσιο. Τράτο: Προθεσμία. Ναμλής: Που έχει καλό όνομα, ο ονομαστός. Κογιονάρω: Κοροϊδεύω, εξαπατώ. Αΐσκιωτος: Που δεν αφήνει σκιά, αλλά κι άγαρμπος (Εδώ χρησιμοποιείται με την πρώτη σημασία). Βιζιτάρω: Επισκέπτομαι. Ορδινιάζω: Κανονίζω, βάζω σε τάξη. Κομπάσο: Διαβήτης και Διαστημόμετρο, πάω με το Κομπάσο: Προβλέπω με απόλυτη ακρίβεια. Σοφιλιάζω: Συμφιλιώνομαι, συνταιριάζω. Νάμι: Όνομα, φήμη. Μπαΐρι: Πλαγιά βουνού ή λόφου, άγονος τόπος. Απούντο: Ακριβώς στην ώρα του. Διώμα: Μορφή, όψη. Κουσελιάρα: Κουτσομπόλα. Νταβαντούρι: Θόρυβος, φασαρία. Ρεντζελίζω: Στάζω. Καράγιαλης: Ο Μαΐστρος. Γαγλωτός: Ελικοειδής, αυτός που έχει στροφές. Αγούρμαστος: Ανώριμος. Λεβέτι: Λέβητας, καζάνι.  Γιαγλίδικο: Λιπαρό, αλλά και νόστιμο (εδώ χρησιμοποιείται με την αρνητική έννοια). Μπατάλικος: Πολύ ογκώδης. Βεντερούγα: Καμπούρα. Ζεβζέκης: Κουτός, ηλίθιος Aβασταξιά: Ανυπομονησία. Ζάρκος: Γυμνός από βλάστηση  Λαχίδα: Κομμάτι γης, συνήθως μακρόστενο, που έχει κληρονομήσει κάποιος μετά από κλήρωση. Δοκιέμαι: Πιστεύω, θεωρώ. Δρύφακτο: Ξύλινος φράχτης. Δαψιλός: Άφθονος, πλουσιοπάροχος. Ναμικιόρα: Αχάριστη. Γκαμούζα: Το αιγυπτιακό βουβάλι. Στρουφιχτή: Σπειροειδής, στριφογυριστή. Αντάμικος: Αντρίκιος. Γερδέλι: Κουβάς πηγαδιού. Φιλιατρό: Το χείλος του πηγαδιού. Διακαμός: Ίσκιος, σκιά ανθρώπου.  

Αφιερωμένο στον παππού μου, Κώτσο Ανετάκη, που έφερε τούτο το μυητικό σούφικο παραμύθι μαζί του στην προσφυγιά, από τη Μικρά Ασία. Ακόμα περισσότερο στον πατέρα μου, που το μετέφερε στα δικά μου αυτιά, όταν ήμουνα παιδί, αλλά συνέβαλε και με γόνιμες ιδέες στη συγγραφή τούτου του διηγήματος. Αφιερωμένο επίσης στην Δήμητρα Isiliel Παπαγεωργίου, για την υπομονή και τις ιδιαίτερα εύστοχες διορθώσεις της. Ευχαριστώ θερμά τον κύριο Νίκο Σαραντάκο, του οποίου η έρευνα με βοήθησε με τη γλώσσα που νιώθω πως αρμόζει σε μια τέτοια ιστορία. 

Σχόλια

  1. Υποβλητικό, πολύ χαίρομαι που έμμεσα βοήθησα, περιμένω τη συνέχεια, συγχαρητήρια!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Εξαιρετικό...Συγχαρητήρια...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια. Χαίρομαι ιδιαίτερα που σας άρεσε, σαν να 'χα κάτι φυλαγμένο χρόνια μέσα μου κι ήθελα να το μοιραστώ...

      Διαγραφή
    2. Εν αναμονή της συνέχειας...Να είσαι πάντα καλά :)

      Διαγραφή
  3. Υπέροχο...αυτή είναι η πραγματικότητα...Πόσοι μπορούν να την δούν...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Σπουδαίο παραμύθι,από αντάξια πέννα. Να είσαι πάντα καλά και τιμημένοι αυτοί που σε έφτιαξαν.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου