Simple Man: Οκτάνα




Το τιτάνιο διαστημόπλοιο διέσχιζε με χάρη τον αχανή αστροκατακλυσμό του γαλαξία, σελάχι ηλεκτροφόρο σε φεγγοστόλιστο ωκεανό. Ο ψηλόλιγνος άντρας με τη γρυπή μύτη και τα ίσια κατάμαυρα μαλλιά, που πέφτανε σε ακατάστατες μουσκεμένες τούφες στ’ ολόδρωτο μέτωπό του, σήκωσε το κεφάλι κι απόθεσε το βλέμμα στην ολογραφική οθόνη που κάλυπτε τη μπροστινή πλευρά της γέφυρας.
Τα μάτια του ασυναίσθητα ψάξανε να βρουν τη Γη. Ξεφύσησε με μια μελαγχολία στο σκούρο του βλέμμα. Είχανε περάσει πάνω από πενήντα χρόνια που εγκατέλειψαν τον γαλάζιο πλανήτη κι άφησαν πίσω τους τα συντρίμμια μιας κάποτε παγγενήτορος μήτρας που χε πια στερέψει για παντοτινά.
Ένα κύμα ενοχής γρονθοκόπησε το ηλιακό του πλέγμα. Πάσκισε να πάρει ανάσα, ξεχνώντας για μια στιγμή πως δεν είχε πια πνευμόνια ούτε κι ανάγκη για οξυγόνο.
Η Αθηνά, ο υπερνοϊκός υπολογιστής του αστρόπλοιου, διέγνωσε την επιθυμία του κυβερνήτη και φανέρωσε στην πάνω δεξιά γωνία της οθόνης μια μεγεθυμένη εικόνα του μητρικού τους πλανήτη, όπως φαινότανε από την απόσταση των σχεδόν πενήντα ετών φωτός που χανε παρεμβληθεί ανάμεσά τους. Δεν έδειχνε πια και τόσο γαλάζιος.

Η αεροστεγής πόρτα της γέφυρας άνοιξε με τον οικείο κούφιο της ήχο, σαν αγαλινό στεναγμό.
«Όλα έτοιμα φίλτατε Ωρομάσδη[1];» ρώτησε ο ξανθός σωματώδης νεαρός που μπήκε με βήμα ανάλαφρο. Ο μελαχρινός δεν γύρισε να τον κοιτάξει, απορροφημένος καθώς ήτανε με την ακατάσχετη ροή των ενδείξεων που έφτυναν μανιασμένα τα όργανα ελέγχου του σκάφους, απευθείας μες στο κεφάλι του.
Ακόμα κι ο ζελατινώδης κβαντικός του εγκέφαλος με τους ρευστούς νανοσωλήνες καρβιδίου –νανοτζέλ, όπως το ξεραν όλοι–, δυσκολευότανε να διαχειριστεί αυτοστιγμεί τόση πολλή πληροφορία, ιδίως όταν είχε συνάμα να εκτελέσει χειρισμούς ζωτικής σπουδαιότητας. Σύντομα η ατομική οθόνη του κυβερνήτη γέμισε με πράσινες ενδείξεις. Μόλις τότε σήκωσε το κεφάλι. Κοίταξε αγέλαστος τον συνταξιδιώτη του.

«Πώς έτσι, ένδοξε Ελάνιους, δέησες ν’ αφήσεις τα παλάτια του Ζαναντού[2] και να επισκεφτείς την ταπεινή μου γέφυρα; Είμαι βέβαιος ότι ο Οίκος των Ηδονών περιέχει πιο ευχάριστα θεάματα απ’ την ανίσκιωτη φιγούρα μου».
«Εμένα μου κάνει εντύπωση που τόσα χρόνια μας επισκέφτηκες μονάχα δύο φορές, για λίγες μόνον ώρες».
«Το ανυπέρβλητο συμπαντικό κάλλος ξανοίγεται για πρώτη φορά μπρος σ’ ανθρώπου μάτι» έδειξε την οθόνη ο Ωρομάσδης. «Για μένα είναι πολύ πιο συναρπαστικό και ιμερικό κι απ’ τις πιο έξαλλες λαγνουργίες με τις πλέον έμπειρες παλλακίδες του Χαν». 
Ο Ελάνιους χάιδεψε την καλοφροντισμένη ξανθή του γενειάδα. «Ήρθα να δω πώς πάνε τα πράγματα. Πολλοί απ’ τους Αθάνατους, ιδιαίτερα οι Σεπτοί, εξέφρασαν την έντονη ανησυχία τους για την έκβαση του εγχειρήματός μας».
«Α, ώστε ανησύχησαν... Εδώ και πενήντα χρόνια ούτε ένας δεν έδειξε να του καίγεται καρφί για το ταξίδι μας. Άπαντες προτιμήσατε να περιδιαβάζετε την εικονική πραγματικότητα του Ζαναντού. Αν δεν με γελούν τα στατιστικά μου, περάσατε κατά μέσον όρο το εβδομήντα δύο τοις εκατό του χρόνου σας στον Οίκο των Ηδονών. Είναι αλήθεια πως ο γερο-Κουμπλάι φημιζότανε για το καλό του γούστο στις γυναίκες και στ’ αγόρια». Ο νεαρός τον κοίταξε κάπως απορημένος.
«Μα γι’ αυτό δεν κατασκεύασες εξαρχής το Ζαναντού;»
«Το κατασκεύασα γι’ απαντοχή, μη σας τσακίσει η ατέλευτη απεραντοσύνη, όχι για να γίνετε οι λωτοφάγοι του διαστήματος».
«Φοβάμαι πως ακούγεσαι σαν αθεράπευτος πουριτανός».
«Πουριτανός;» γέλασε αυθόρμητα ο Ωρομάσδης. «Ξέρεις πολύ καλά ότι δοκίμασα παντοειδείς ηδονές, όταν εσύ βύζαινες ακόμα της μάνας σου το γάλα. Ώσπου γνώρισα την Ιζόλδη κι όλα τούτα πέρασαν στο παρελθόν». Μια αχλή νοσταλγίας κι ένα σκίρτημα πόνου πέρασαν μοναστραπίς απ’ τα μάτια του.
«Και από τότε που την έχασες, στ’ αλήθεια καλογέρεψες».
«Αφοσιώθηκα στην επιστήμη και να ευχαριστείς το Μέγα Χάος γι’ αυτό, αλλιώς δεν θα μασταν σήμερα εδώ να τα λέμε». Στα λεπτά χείλια του Ωρομάσδη χαράχτηκε ένα πικρό χαμόγελο. «Κατάφερα να χαρίσω την αθανασία στον εαυτό μου και σ’ όλους σας, όχι όμως και σε κείνη που αγαπούσα. Δεν πρόφτασα, δε στάθηκα ικανός…» έσκυψε το κεφάλι.
Ένα σπίθισμα οργής τράχυνε το βλέμμα του Ελάνιους. «Κι εγώ δεν μπόρεσα να σώσω τον πατέρα μου και δε θα συγχωρήσω ποτέ τον εαυτό μου γι’ αυτό».
«Έννοια σου κι έχουμε αγέλες σαρκοβόρων ενοχών να μας κατατρύχουν για ολάκερη την αιωνιότητα. Βαρύ το τίμημα της αθανασίας».
«Μα γι’ αυτό κάνουμε τούτο το ταξίδι στο χωροχρόνο, για να επανορθώσουμε. Ορκιστήκαμε ότι δεν θα ξανακάνουμε τα ίδια λάθη» προσπάθησε να τον καλοπιάσει ο Ελάνιους, ακουμπώντας του φιλικά τα χέρια στους ώμους.
Ο Ωρομάσδης μουρμούρισε μες απ’ τα δόντια του: «Κι όμως, αρχίσαμε κιόλας να τα κάνουμε».

«Καπετάνιε, σας ενημερώνω ότι πλησιάζουμε στην εμβέλεια της Αστρικής Πύλης. Υπολογίζω ότι σε δεκαπέντε λεπτά θα περάσουμε το σημείο χωρίς επιστροφή» ακούστηκε απαλή η φωνή της Αθηνάς. Ο Ωρομάσδης έβγαλε ένα μαντήλι και σκούπισε τον κρύο ιδρώτα που τρεχε απ’ το μέτωπό του.
«Ποτέ δεν θα σε καταλάβω, ειλικρινά. Ποιος είναι ο λόγος να ιδρώνει ένα μέτωπο φτιαγμένο από τιτάνιο και συνθετικό δέρμα, δεν το χωράει ο νους μου» περγέλασε ο Ελάνιους.
Ο κυβερνήτης γύρισε και του ριξε μια ενοχλημένη ματιά, μα δεν αποκρίθηκε. Ασχολήθηκε για ένα λεπτό ακόμα με τις μικρορρυθμίσεις της πορείας του σκάφους. Έπειτα σηκώθηκε όρθιος και, με μια κίνηση κονφερασιέ τσίρκου, έδειξε προς τη μεγάλη οθόνη που ατένιζε τ’ άπειρο.
«Πάνσεπτε Ελάνιους, έχω την ανυπέρβλητη τιμή να σου παρουσιάσω την Οκτάνα». Ο άλλος στύλωσε το βλέμμα στην οθόνη κι έμεινε άναυδος να κοιτάζει, μ’ έναν φόβο βαθύ, υπαρξιακό, να θολώνει τα πανέμορφα χαρακτηριστικά του.

Το θέαμα ήτανε δίχως αμφιβολία εκθαμβωτικό, θα λεγε κανείς υπερβατικό. Εμπρός τους έλαμπε το πιο υπέροχο κόσμημα που θα μπορούσε ο νους να οπτασιαστεί. Ένας αστερισμός από οκτώ άστρα, που καταλάμβαναν τις κορυφές ενός κανονικού οκταγώνου, έλαμπε έκπαγλος.
Όλα τα πιθανά χρώματα των αστεριών καμουτσίκιζαν τα εμβρόντητα μάτια των δυο αντρών: άλικο, ερυθρό, χρυσό, κίτρινο, λευκοκίτρινο, λευκό, ενώ δύο απ’ αυτά –στην πάνω και στην κάτω κορυφή του οκταγώνου– ήτανε κυανά.
Από κάθε αστέρι ξεπηδούσε μια απαστράπτουσα απόφυση προς το κέντρο του γεωμετρικού σχήματος. Μια βαθύζοφη κυκλική περιοχή, ζωσμένη από στραφταλιστή αίγλη, ρουφούσε τη διάπυρη ύλη των άστρων που χανε πέσει στα δίχτυα της. Ήτανε σάμπως κάποια ανώτερη διάνοια να σκαρίφισε το σύμβολο του Χάους απάνω στον καμβά του απείρου.
Ο συναγερμός του σκάφους στρίγκλισε, καθώς τα όργανα έδειξαν υπέρβαση του ορίου επικινδυνότητας των ακτινών Χ. Ο Ωρομάσδης έδωσε εντολή ν’ ανέβει η απορροφητική ασπίδα. Το Ζιγκουράτ γουργούρισε κι αναρίγησε σα λιοντάρι που αντικρίζει χριστιανούς στην αρένα, μετά από δεκαήμερη νηστεία, κι άρχισε ν’ απομυζά την περίσσεια ενέργειας για να υπερτροφοδοτήσει τους φωτονικούς του κινητήρες.

«Κ… και… είσαι σί… σίγουρος ότι έχεις υπολογίσει σωστά τις συνέπειες του… του άλματος;»
«Όχι, καθόλου». Ήταν τώρα η σειρά του Ωρομάσδη να περγελάσει, καθώς ο νεαρός του συνταξιδιώτης έδειχνε σημάδια πανικού. «Αν δεν είχες κλείσει όλες τις φυσιολογικές ανθρώπινες αντιδράσεις απ’ το σύστημά σου κι άφηνες τις ψυχικές πιέσεις να εκτονωθούν, ίσως ν’ απολάμβανες το μεγαλειώδες φινάλε όσο κι εγώ».
«Δεν είμαστε πια άνθρωποι, Ωρομάσδη, είμαστε θεοί. Οι θεοί δεν ιδρώνουν ούτε ανατριχιάζουν». 
«Ούτε όμως τραυλίζουν, γιε μου. Λοιπόν, θα καθίσεις στην πολυθρόνα του συγκυβερνήτη ή θα γυρίσεις στο Ζαναντού να χαρείς όση ηδονή προλαβαίνεις ακόμα;»
«Προτιμώ να μείνω εδώ, μαζί σου. Εξήγησέ μου σε παρακαλώ τι πρόκειται να συμβεί στα επόμενα λεπτά». Ο Ελάνιους κάθισε δίπλα στον κυβερνήτη και συνδέθηκε με τα τερματικά.
«Εκατό φορές σ’ τα χω εξηγήσει».
«Δεν πειράζει, μου αρέσει να τα ακούω. Θα με κάνεις να αισθανθώ καλύτερα».
«Ωραία λοιπόν, ας είναι». Ο κυβερνήτης σιώπησε για μερικά δευτερόλεπτα, σα να διάλεγε τα λόγια του ένα προς ένα.

«Η Οκτάνα δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια στατική Μαύρη Τρύπα, η πιο κοντινή στη Γη απ’ όσες ανακαλύψαμε. Αν κι οι Μαύρες Τρύπες προβλέφθηκαν στις αρχές του 20ου αιώνα, από τη Γενική Θεωρία της Σχετικότητας του Αϊνστάιν, πέρασαν περίπου τρεις αιώνες μέχρι ν’ αποδειχτεί η ύπαρξή τους, μέσω των τετραδιάστατων βαρυτικών κυμάτων. Ωστόσο, αρκετοί επιφανείς επιστήμονες στις αρχές του εικοστού τέταρτου αιώνα, λίγο πριν τον Ύστατο Πόλεμο, ακόμα αμφισβητούσαν την ύπαρξή τους. Η αιτία γι’ αυτήν την επιστημονική διχογνωμία είναι ακριβώς ο λόγος που μας έφερε μέχρι εδώ: το χωροχρονικό παράδοξο.
»Γιατί η θεωρία του Αϊνστάιν προέβλεπε ότι το κέντρο μιας Μαύρης Τρύπας είναι ένα σημείο άπειρης πυκνότητας, όπου οι φυσικοί νόμοι αναιρούνται. Πρόκειται στην πραγματικότητα για ένα παράδοξο, δηλαδή αυτό που δεν μπορεί να υπάρχει. Βλέπεις, η θεωρία του σταρ της φυσικής προέβλεπε ότι ακόμα κι η πληροφορία δεν είναι ικανή να εξέλθει από μια Μαύρη Τρύπα, το περίφημο Μυστήριο της Χαμένης Πληροφορίας.
»Η κβαντική φυσική, απ’ την άλλη, δεν δέχεται ότι η πληροφορία μπορεί ν’ απωλεσθεί ή να καταστραφεί. Άλλωστε, ακόμα κι οι εξισώσεις του Αϊνστάιν δείχνουν ότι μια τέτοια ανωμαλία δεν προκαλεί απλώς μια λακκούβα στο φανταστικό επίπεδο φύλλο του χωροχρόνου, αλλά δημιουργεί ένα τούνελ, τη λεγόμενη Σκουληκότρυπα, που το διαπερνάει και στιγμιαία μας συνδέει με την άλλη του πλευρά».

«Και πού βρίσκεται αυτή η άλλη πλευρά;»
«Εδώ είναι όλο το ζουμί. Ακούστηκαν πολλές θεωρίες από τότε, μέχρι κι απαλά μαλλιά[3] φορέσανε στις Μαύρες Τρύπες, αφού προηγουμένως τις είχανε για φαλακρές[4] σαν την τραγουδίστρια του Ιονέσκο» γέλασε ο Ωρομάσδης.
«Μέχρι που ήρθε η σειρά μου να προτείνω τη δικιά μου θεωρία» συνέχισε, πιο σοβαρός τώρα. «Σύμφωνα λοιπόν μ’ αυτήν, εάν το Ζιγκουράτ προσεγγίσει την Οκτάνα με τη μέγιστη ταχύτητα που διαθέτει –ελάχιστα μικρότερη απ’ την ταχύτητα του φωτός–, τότε η τεράστια έλξη της Μαύρης Τρύπας αλλά κι η ισχυρή ακτινοβολία ακτινών Χ που απορροφάται απ’ την ασπίδα μας, θα επιταχύνουν το αστρόπλοιο. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα να προσκρούσουμε στην Οκτάνα με ταχύτητα 1,14 c, δηλαδή με μια ταχύτητα που θεωρητικά δεν μπορεί να υπάρχει.
»Τούτη η πρόσκρουση θα δημιουργήσει διπλό παράδοξο. Όλοι οι νόμοι της φυσικής σε κείνο το σημείο θα πάψουν να υφίστανται. Η πραγματικότητα θα μηδενιστεί. Κοντολογίς, η υλική υπόσταση του σύμπαντος θα καταργηθεί ολοσχερώς». Ο κυβερνήτης έριξε μια ματιά στον συγκυβερνήτη του, που φαινόταν έτοιμος να λιγοθυμήσει, αν και κάτι τέτοιο θα ήταν κάπως άπρεπο για έναν… θεό.
«Ωστόσο, όπως προσφυώς ανέφερε ο Κρόνενσον στα μέσα του 22ου αιώνα, στο Πολυσύμπαν δεν υπάρχουν αδιέξοδα. Γιατί αν η ύλη και η ενέργεια μπορούν να φυλακιστούν, η πληροφορία δεν γνωρίζει φραγμούς. Κι εφόσον το σύνολο της ενέργειας, της ύλης και της πληροφορίας παραμένει σταθερό στο Πολυσύμπαν, όπως προβλέπει η θεωρία του μεγάλου Σουηδού κοσμολόγου, τότε υπό τις συνθήκες που θα δημιουργήσουμε, η Οκτάνα θα μετατραπεί σε Αστρική Πύλη».

«Μα, αν καταλαβαίνω σωστά, σε κάποια στιγμή θα πάψουμε κυριολεκτικά να υπάρχουμε. Πώς λοιπόν θα κατευθυνθούμε εκεί που θέλουμε;»
«Όπως σου είπα, εκεί που καταργείται η φυσική πραγματικότητα μόνο η πληροφορία παραμένει αλώβητη. Αυτό που θα μας κατευθύνει θα ναι ακριβώς η σκέψη μας, το θέλημά μας, με άλλα λόγια θα μεταφερθούμε σε οποιοδήποτε σημείο του Πολυσύμπαντος και σε οποιονδήποτε χρόνο επιθυμούμε, φτάνει να το εκπέμπουμε σθεναρά τη στιγμή της πρόσκρουσης.
»Αυτόν το ρόλο θα τον αναλάβει η Αθηνά. Δεν την ονόμασα τυχαία Υπερνόηση. Έχει φορτωμένη την Εντολή Προορισμού –στη Γη, πριν απ’ τη βιομηχανική επανάσταση–, ώστε να την εκπέμπει ως σκέψη μέσα στην Αστρική Πύλη. Κατέχει επίσης το σύνολο της πληροφορίας που συναποτελεί εμάς και το σκάφος μας. Έτσι, όταν η Λευκή Τρύπα θα μας εκβάλει στο τέρμα της διαδρομής, θα υλοποιηθούμε ακριβώς στην κατάσταση που μαστε αυτή τη στιγμή».

«Και είσαι σίγουρος πως οι εξισώσεις σου είναι σωστές;» Ο Ελάνιους έδειχνε πως οι ανησυχίες του δεν είχανε κατευναστεί.
«Σου είπα πως όχι. Δεν υπάρχει βεβαιότητα στο Σύμπαν και το ποσοστό της αβεβαιότητας είναι κι αυτό απολύτως αβέβαιο. Θέλω να καταλάβεις πως πάμε να κάνουμε κάτι που δεν έχει ξαναγίνει. Υπάρχει πάντοτε η πιθανότητα απλώς να συντριβούμε».
Ο Ελάνιους τον κοίταξε με συγκρατημένη απόγνωση. «Δηλαδή μπορεί και να πεθάνουμε στ’ αλήθεια απόψε».
«Έτσι ακριβώς».
Άξαφνα μια σκανταλιάρικη λάμψη άστραψε στα μάτια του Ωρομάσδη και στα χείλια του σχηματίστηκε ένα λοξό χαμόγελο, σα να χε σκεφτεί κάτι πολύ διασκεδαστικό. «Όσο για τους Αθάνατους, θαρρώ πως δεν έχουν τίποτα να φοβηθούν».
«Γιατί;»
«Επειδή, όπως είπε ο ποιητής, μακάριοι όσοι πέφτουνε γαμώντας, ή αυτοί που τους κτυπά εις γλυκασμού στιγμήν το αστροπελέκι. Τοιούτοι θάνατοι δεν είναι θάνατοι αλλά μια επιπλέον νίκη και οι πίπτοντες εν ηδονή δεν είναι ποτέ νεκροί, αλλ’ άστρα που σελαγίζουν εσαεί εις φως αθανασίας[5]. Έτσι έγιναν αθάνατοι, αν κι ελαφρώς δυσκίνητοι, οι κάτοικοι της αρχαίας Πομπηίας» έσκασε στα γέλια ο Ωρομάσδης. Ο Ελάνιους δεν κρατήθηκε κι αυτός να μη γελάσει, με μια δόση αυτοσαρκασμού.

«Καπετάνιε, σας ενημερώνω ότι απέχουμε δύο λεπτά από το σημείο χωρίς επιστροφή» ακούστηκε η φωνή της Αθηνάς. Ο Ελάνιους ανασάλεψε στο κάθισμα. Ο Ωρομάσδης έβγαλε το μαντήλι και σκούπισε γι’ άλλη μια φορά τον ιδρώτα που έσταζε σε χοντρούς κόμπους απ’ το μέτωπό του.
«Ήρθε λοιπόν η στιγμή της αλήθειας. Τώρα θα μάθουμε αν μας περιμένει η εξιλέωση ή η ανυπαρξία. Όπως και να χει, χάρηκα που σε γνώρισα, αγόρι μου».
«Η Νέα Γη μας περιμένει με ανοιχτές αγκάλες. Θέλω να ξέρεις πως, ό,τι κι αν γίνει, ήτανε για μένα μέγιστη τιμή κι ευχαρίστηση να είμαι μαθητής σου». Οι δύο άντρες έσφιξαν με θέρμη τα χέρια.
«Έτοιμος;» ρώτησε ο πρεσβύτερος.
«Έτοιμος» αποκρίθηκε ο νεότερος.
«Αθηνά, πορεία προς την Πύλη, με τη μέγιστη ταχύτητα».
«Κινητήρες σε υπερτροφοδότηση, καπετάνιε».
Ο Ωρομάσδης ατένισε για λίγα δευτερόλεπτα την πανώρια και φρικαλέα συμπαντική Σειρήνα που τους τράβαγε στο άντρο της και, δίχως τρέμουλο στο χέρι, έσπρωξε το μοχλό πρόωσης στο μέγιστο…



Σημείωση: Το παραπάνω αποτελεί απόσπασμα από τη νουβέλα Simple Man, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άλλωστε, ως τμήμα της συλλογής του φανταστικού Στο Δρόμο για τις Πλειάδες. Όσοι αναγνώστες ενδιαφέρονται να το προμηθευτούν, μπορούν να επικοινωνούν μαζί μου στο email: c.anetakis@gmail.com


1: Εξελληνισμένη ονομασία του Αχούρα Μάζντα, κεντρικού θεού-δημιουργού του Ζωροαστρισμού και πατέρα του Μίθρα.
2: Xanadu, η θρυλική πόλη της χλιδής, όπου βρισκόταν το παλάτι του Μογγόλου αυτοκράτορα της Κίνας Κουμπλάι Χαν, του πιο πλούσιου ηγέτη όλων των εποχών.
3. Θεωρία του Στίβεν Χόκινγκ, που πρότεινε το 2016 σε συνεργασία με τους Μ. Πέρι και Α. Στόμινγκερ.
4. Όπως δήλωσε ο θεωρητικός φυσικός Τζον Α. Γουίλερ, στα μέσα του προηγούμενου αιώνα, «οι μαύρες τρύπες δεν έχουν μαλλιά».
5: Ανδρέας Εμπειρίκος, Ο Μέγας Ανατολικός.

Σχόλια

  1. [5] Ολιγος ποιητικος Α. Εμπειρίκος στο καταπληκτικο πεζο ποιημα του

    Εις την οδόν των Φιλελλήνων
    Στον Conrad Russel Rooks

    Mια μέρα που κατέβαινα στην οδόν των Φιλελλήνων, μαλάκωνε η άσφαλτος κάτω απ’ τα πόδια και από τα δένδρα της πλατείας ηκούοντο τζιτζίκια, μέσ’ στην καρδιά των Aθηνών, μέσ’ στην καρδιά του θέρους.
    […..]
    Nαι, ήτο Iούλιος. και όχι μόνον η οδός των Φιλελλήνων, μα και η Nτάπια του Mεσολογγιού και ο Mαραθών και οι Φαλλοί της Δήλου επάλλοντο σφύζοντες στο φως, όπως στου Mεξικού τας αυχμηράς εκτάσεις πάλλονται ευθυτενείς οι κάκτοι της ερήμου, στην μυστηριακή σιγή που περιβάλλει τας πυραμίδας των Aζτέκων.

    Tο θερμόμετρον ανήρχετο συνεχώς. Δεν ήτο θάλπος, αλλά ζέστη – η ζέστη που την γεννά το κάθετο λιοπύρι. Kαι όμως, παρά τον καύσωνα και την γοργήν αναπνοήν των πνευστιώντων, παρά την διέλευσιν της νεκρικής πομπής προ ολίγου, κανείς διαβάτης δεν ησθάνετο βαρύς, ούτε εγώ, παρ’ όλον ότι εφλέγετο ο δρόμος. Kάτι σαν τέττιξ ζωηρός μέσ’ στην ψυχή μου, με ηνάγκαζε να προχωρώ, με βήμα ελαφρόν υψίσυχνον. Tα πάντα ήσαν τριγύρω μου εναργή, απτά και δια της οράσεως ακόμη, και όμως, συγχρόνως, σχεδόν εξαϋλούντο μέσα στον καύσωνα τα πάντα – οι άνθρωποι και τα κτίσματα – τόσον πολύ, που και η λύπη ακόμη ενίων τεθλιμμένων, λες και εξητμίζετο σχεδόν ολοσχερώς, υπό το ίσον φως.

    Tότε εγώ, με ισχυρόν παλμόν καρδίας, σταμάτησα για μια στιγμή, ακίνητος μέσα στο πλήθος, ως άνθρωπος που δέχεται αποκάλυψιν ακαριαίαν, ή ως κάποιος που βλέπει να γίνεται μπροστά του ένα θαύμα και ανέκραξα κάθιδρως:

    «Θεέ ! O καύσων αυτός χρειάζεται για να υπάρξη τέτοιο φως ! Tο φως αυτό χρειάζεται, μια μέρα για να γίνη μια δόξα κοινή, μια δόξα πανανθρώπινη, η δόξα των Eλλήνων, που πρώτοι, θαρρώ, αυτοί, στον κόσμον εδώ κάτω, έκαμαν οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου».

    ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ


    ΥΓ Στα γραπτα του, μεγαλη σημασια εχει το κρεσεντο!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου