Στίξεις



Οι μυριόχρωμες στίξεις του Άφραστου:
Οξείες βλεμμάτων, ανάσας βαρείες,
περισπωμένες χαμόγελων αμήχανων,
θαυμαστικά από κόρες διασταλμένες,
κόμματα αναπάντεχων σιωπών,
τελείες παγιωμένων πεποιθήσεων...

Στους στάβλους του Αδιάφορου
–πανώριοι, χρυσοστόλιστοι, στάβλοι βασιλικοί–
ξυστρίζω της φαντασίας μου τα ψωράλογα.
Σεβάσμια σελώνω τις νεκρές ορμές μου,
να καβαλήσει αγέρωχη η Συνήθεια
κι ακίνητη να παρελάσει
σε σημειακές στερεότυπες λεωφόρους.

Κάμποσα κάποτε πιο πριν, ποιος ξέρει πόσα,
κάλπαζαν διαβατάρικα στις στέπες τ’ ουρανού,
σήκωναν σύννεφα οι οπλές τους φρενιασμένες,
όργωναν αυλάκια από φως γαλαχτερό,
που άρδευε την Έρημο της Επίγνωσης
κι όνειρα σόδιαζε η αυγή
σα μεστωμένη θάλασσα από στάχυα. 

Ύστερα ήρθε άξαφνα μια μέρα,
που το σαμάρι άρμοζε θεσπέσια στη ράχη μου
–η θαλπωρή, η ασφάλεια του κοινώς παραδεχτού–
και το καπίστρι είχε γεύσην εκλεχτή μέσα στο στόμα μου·
σαν το τραβούσανε φαινόμουν να γελάω.

Ο κορεσμός του ανήκειν πάντα σ’ ανταμείβει.
Δοξαστικός ο κλασαυχενισμός του τετριμμένου,
περήφανα βιγλίζει κι αγναντεύει
σ’ αετοράχες θεορατικής μηδαμινότητας.
Του μέτριου το ζύγι είναι πάντοτε λειψό
κι έτσι θαρρείς πως η ζωή ακόμα κάτι σου χρωστάει.

Το χρυσόβουλο αναγνώσανε τελάληδες λαμπροντυμένοι,
με φωνή στεντόρεια μες στη μέση της πλατείας:
Ανάθεμα, ανάθεμα, σ’ όποιον την τάξη αμφισβητεί,
σε κείνον που εξαιτείται και τη Μούσα ταλανίζει
(είν’ πολυμέριμνη να δαφνοστεφανώνει προτομές
–απ’ το πιο φίνο μάρμαρο– σοφών της Πολιτείας),
στον που τολμά να συλλογάται λεύτερα,
ασύδοτος, κατά την αρεσιά του.

Στους ποιητές που δεν υμνούν,
στους λαγουτάρηδες που ευφραντικοί δεν είναι,
στους ρήτορες που ψόγους δαψιλεύουν,
στης σημασίας των εννοιών τους χρυσοθήρες,
στους στυλίτες που ακόμη αμφιβάλουν.
Σε τούτους πρέπει τιμωρία τρομερή.
Όχι ο θάνατος, όχι,
αυτός τους αποδίδει αθανασία,
ούτε μπουντρούμι στα έγκατα του κάστρου
(σιγά μην τους ταγίζουμε από πάνω).

Τα έργα τους θα πληρωθούν τοις μετρητοίς
με νόμισμα σκληρό παγερής αδιαφορίας,
οι σκέψεις τους θα λάβουν καταφρόνεσης παράσημο,
ούτ’ ένα βλέμμ’ αναγνώρισης στο πλήθος,
λοίδορη συγκατάβαση θα είν’ ο έπαινός τους.
Αλλόκοτα εκθέματα, σε ομαλότητας βιτρίνες θα στηθούνε,
φιλάνθρωποι αυλικοί θα τους πετούν πεντάρες στο καπέλο.

Όσοι δεν ενστερνίζονται της Πολιτείας μας την αυθόρμητη χαρά,
στου ελευθεριακού πολιτισμού μας τη σαγήνη δε νογάνε,
–ακούσατε, ακούσατε, ταύτες οι βουλές του Πολυχρονεμένου–
για πάντα θα παραδοθούν σε δήμιους σπλαχνικούς,
που ακονίζουνε βελούδινο μα αφεύγατο λεπίδι,

στη Θλίψη την παντάνασσα, στην πανδαμάστρα Λήθη.

Σχόλια