Οι Φράουλες του Χάους




Δεν ασχολήθηκα με τις φράουλες όλες αυτές τις μέρες. Ήταν ίσως επειδή αυτό το θέμα με χαλάει άσχημα, μέσα μου βαθιά. Ανάμεσα στις πιο αγαπημένες μου λιχουδιές, όταν ήμουνα παιδί, η φράουλα κατέχει περίοπτη και προνομιακή θέση. Ποτέ δεν θα ξεχάσω την προσμονή, μόλις έπιανε Φλεβάρης, πότε να έρθει η Άνοιξη και μαζί της οι φράουλες κι έπειτα από λίγο τα κεράσια. Η μάνα μου θα έφτιαχνε εκείνη την υπέροχη τούρτα της με φράουλες, σαντιγί, σαβαγιάρ και ζελέ,  που ποτέ δεν μου ήταν αρκετή. Περίμενα πώς και πώς τη μέρα. Στηνόμουν απ’ το πρωί στην κουζίνα και  βοηθούσα τη μαμά… γλύφοντας τα κουτάλια πριν τα πλύνει.

Γνωρίζω εδώ και κάποια χρόνια τι γίνεται με τη φράουλα στη Μανωλάδα κι αλλού στη χώρα. Να τους πάρει και να τους σηκώσει ο γερο διάολος, μ’ έκαναν να μη θέλω πια να τρώω φράουλες. Κάποιες φορές κι εγώ σαν τυπικός Έλλην, έκανα πως το ξεχνούσα – είναι θαυμαστή η ικανότητα ενός αστού να κοιτά αλλού, όταν χρειάζεται – κι αγόραζα κάνα κιλό, έτσι για το καλό του χρόνου, επειδή οι πρώτες φράουλες της Άνοιξης μου θυμίζουν τη μάνα μου ρε αδελφέ κι ακόμα δεν έχω συνηθίσει την απουσία της, πώς σκατά να το θέσω. Μετά μ’ έπιαναν οι τύψεις μου και ξυπνούσε η προλεταριακή μου συνείδηση, τις «ξεχνούσα» λοιπόν κι αυτές με τη σειρά τους στο ψυγείο και σε λίγες μέρες έπιαναν μούχλα και τις πέταγα. Είναι κατάσταση ρε φίλε αυτή, να τις τρως και να σε τρώνε; Ε, δεν το αντέχω πια! Στη μοσχοβολιστή, ευαίσθητη και λεπτεπίλεπτη φράουλα βρήκε ο παγκόσμιος καπιταλισμός να βγάλει όλο το κακό του ο πούστης; Τσι αλήτηδι, ζητάνε με πείσμα να μας πάρουν οτιδήποτε αγαπήσαμε, δεν έχουν σκοπό ν’ αφήσουν όρθιο τίποτα όμορφο, μέσα στον μαύρο τους κόσμο…

Φέτος απ’ την αρχή της εποχής τους, τις αγνοούσα παντελώς, παραμυθιάζοντας τον εαυτό μου πως είναι πολύ ακριβές και δεν τις αντέχει η τσέπη μου. Πριν τρεις βδομάδες ξαφνικά, βρήκα μπροστά μου φράουλες μ’ ένα ευρώ το κιλό. Τούτο έφτανε για να λυγίσει την άμυνά μου, να διασπάσει τη δικαιολογία μου και να με κάνει να κοντοσταθώ και να τις κοιτάξω από μακριά. Αυτό ήταν! Είχαν ένα τόσο λαχταριστό κόκκινο χρώμα, φιλήδονο σαν χείλη ερωμένης και το άρωμά τους έφτανε αβίαστα μέχρι εκεί που στεκόμουν. Όπως σ’ ένα παλιό καρτούν με τον Μίκυ, είδα σχεδόν την οσμή να παίρνει μορφή, ως χέρι που μ’ άρπαξε απ’ τη μύτη και μ’ έσυρε σαν τραγί μπροστά στον πάγκο. Πριν καλά καλά πάρω χαμπάρι, είχα ήδη καβαντζώσει ένα κιλό, είχα δώσει το προδοτικό μου ευρώπουλο κι είχα συνεχίσει τα ψώνια μου χωρίς τύψεις. Έχω περάσει πολλά για να έχω πια ενοχές, μετά από τόσους και τόσους που προσπάθησαν να μου φορτώσουν τις κλοπές, τις προδοσίες και τις ανομίες τους, σαν να τις είχα κάνει εγώ προσωπικά. Σας βαρέθηκα κι εσάς και το πολιτικό σας ορθόν, μπορείτε να χώσετε τις ενοχές σας εντός…

Ήταν οι καλύτερες φράουλες που έχω φάει εδώ και πολλά χρόνια. Πρώτη φορά που δεν πρόλαβε να μουχλιάσει ούτε μία. Όμως η ευγενής τάξις των τσιφλικάδων δεν είχε σκοπό να μ’ αφήσει να χαρώ για πολύ κι έτσι πάνω που τα είχα βρει με την ελαστική μου συνείδηση, έκαναν πάλι το θαύμα τους. Οι απλήρωτοι εξαθλιωμένοι εργάτες τόλμησαν να συγκεντρωθούν (ιδού το κακούργημα) και να διεκδικήσουν (ιδού το έγκλημα κατά της ανθρωπότητος) τα δεδουλευμένα τους (να και το ιδιώνυμο). Οι επιστάτες-μπιστικοί του αφέντη έφριξαν με την Ανομία κι αποφάσισαν να καταφύγουν στο τελευταίο οχυρό που δίνει το Ελληνικό Σύνταγμα, με το ακροτελεύτιο άρθρο του, στον δημοκρατικό πολίτη, προκειμένου αυτός να υπερασπιστεί τη Δημοκρατία και τη Νομιμότητα. Μπροστά στην καραμπινάτη προκλητική καταπάτηση των εθνικών ιδεωδών από τους απάτριδες προλετάριους, έπιασαν κι αυτοί με τη σειρά τους τις καραμπίνες κι αποφάσισαν να βάλουν τα πράγματα στη σωστή και φυσική τους σειρά. «Αφεντικά και δούλοι, σκατά γινήκαμ’ ούλοι, φάτε σκάγια στο ψαχνό να μάθετε τρόπους, μελαψά αντεθνικά ζώα!!» είπαν και καθάρισαν, κυριολεκτικά.

Ε, αυτό ξεπέρασε κάθε όριο. Ακόμη και η ελαστική αστική συνείδηση του αποχαυνωμένου καταναλωτή, δεν ήταν σε θέση να ξεχειλώσει τόσο πολύ. Μου κόπηκε ξαφνικά, εκτός απ’ το ηλίθιο χαμόγελο απόλαυσης κατά τη βρώση, κάθε όρεξη για φράουλες και τούτη τη φορά δεν χρειαζόμουν δικαιολογίες για να μην τις ξαναβάλω στο στόμα μου. Καταλαβαίνετε ελπίζω (γιατί αν δεν καταλαβαίνετε είσαστε στουρνάρια και δεν ασχολούμαι άλλο μαζί σας – ουστ) την βαθιά απογοήτευση που ένιωσα γι’ άλλη μια φορά. Το παιδιάστικο πείσμα ενός ανδρός που αρνείται εσαεί να ξεπεράσει την πνευματική ηλικία των δέκα, στύλωσε τα πόδια και δεν μου επέτρεψε καν να γράψω επί τόσες μέρες ούτε τη λέξη «φράουλα». Το περασμένο Σάββατο κατέβηκα στη λαϊκή, όλος περιέργεια για τη συμπεριφορά των συνκαταναλωτών μου, αλλά και των εμπόρων της λαϊκής. Κάποιοι ξαφνικά ανακάλυψαν τις φράουλες Πιερίας (όχι ότι κι εκεί δεν έχει ξένους εργάτες υπό συνθήκες δουλοπαροικίας, τουλάχιστον όμως δεν τους πυροβολούν… ακόμα) και βάφτισαν τα μανωλαδικά τους αποθέματα, όπως οι καλόγεροι του μεσαίωνα τα κρέατα σε ψάρια. Άλλοι στηρίχτηκαν στο αγεωγράφητον της πλειοψηφίας των Ελλήνων κι έγραψαν πονηρά πονηρά «φράουλες Ηλείας» στις ταμπέλες τους. Κάποιοι άλλοι – αμετανόητοι, απονήρευτοι ή απλά losers – επέμειναν να γράφουν με καμάρι «Μανωλάδας».

Οι τελευταίοι δεν είχαν καμμία τύχη, όχι ότι κι οι υπόλοιποι ξεπουλούσαν. Οι φράουλες ωρίμαζαν επικίνδυνα στους πάγκους, χωρίς το πλούσιο, ευωδιαστό και προκλητικά κόκκινο λοφάκι μπροστά τους να χαμηλώνει κατά το ελάχιστο. Κάποιος απελπισμένος πήρε τον μαρκαδόρο κι έσβησε κακήν κακώς τη λέξη ταμπού, αφήνοντας το έρμο «Φράουλες» ορφανό και χωρίς πατρίδα, έλα όμως που το καταραμένο «Μανωλάδας» ακόμη ξεχώριζε επίμονα κάτω απ’ τη διαγραφή. Προσπάθησα πολύ για να μη βάλω τα γέλια, τουλάχιστον μπροστά του. Βρήκα κι εγώ αφορμή να βγάλω την απύθμενη κακία και διαστροφή μου, όπως και τα παιδικά μου απωθημένα. Στεκόμουν παράμερα απ’ τους πάγκους, ανάμεσα στο πλήθος που συνωστίζονταν στο δρόμο της λαϊκής όπως κάποτε στο λιμάνι της Σμύρνης και φώναζα με γυρισμένη την πλάτη και με στεντόρεια φωνή μανάβη: «Με το αίμα του εργάτη οι φράουλεεεες, πάρε κόσμεεεεε» και «Έλα ψιλοκομμένος ο μετανάστης, προλάβετεεεεεε». Οι φουκαριάρηδες μανάβηδες κοιτούσαν νευρικά γύρω ποιος πούστης τους κάνει χαλάστρα, όμως εγώ εξαφανιζόμουνα σαν αντάρτης πόλεων μετά από έκρηξη βόμβας σε υπουργείο, κάνοντας εντελώς την πάπια.

Θα μου πείτε, σιγά το πράμα. Θα περάσει άλλη μια βδομάδα, το θέμα θα φύγει απ’ την επικαιρότητα, ο κόσμος θα το ξεχάσει όπως τόσα και τόσα άλλα, οι τύψεις και πάλι θα ξεπεραστούν κι η φράουλα ξανά προς τη δόξα θα τραβά (τραβά, τραβά), μαζί με τον πασά της Μανωλάδας. Το κόστος απ’ το άτυπο μποϋκοτάζ θα είναι μικρό σε σχέση με τα κέρδη απ’ την απλήρωτη εργασία. Αυτοί που θα την πληρώσουν περισσότερο απ’ όλους είναι οι μανάβηδες της λαϊκής, που σε τελική ανάλυση τι φταίνε κι αυτοί; Απ’ την άλλη μεριά θα πρέπει να παρατηρήσει κανείς πως είναι ίσως η πρώτη φορά εδώ και χρόνια που ο Έλληνας καταναλωτής δείχνει κάποια ψήγματα κοινωνικής συνείδησης κι αυτό είναι κάπως ενθαρρυντικό σε σχέση με άλλες εποχές, μόλις λίγα χρόνια πριν. Όσο για τους μανάβηδες, τους δίνεται η ευκαιρία να λάβουν ένα μάθημα κοινωνικής οικονομίας, που διδάσκει ότι όλοι είμαστε μέλη της ίδιας αλυσίδας κι η τύχη του ενός εξαρτάται απ’ τη μοίρα των υπόλοιπων, ένα πολύτιμο μάθημα που αξίζει τα λεφτά του. Όμως και πάλι, αυτά αποτελούν απλά σταγόνα στον ωκεανό της παγκόσμιας εκμετάλλευσης, καταπίεσης κι εξαθλίωσης της εργατικής τάξης, που μας έχει κατακλύσει κι έτσι δεν βρήκα και πάλι λόγο να γράψω για φράουλες.

Το μόνο που μου έμεινε απ’ την περίσταση είναι η συνειδητοποίηση πως η Μανωλάδα αποτελεί ένα θαυμάσιο μοντέλο για το τι εστί «Ελεύθερη Οικονομική Ζώνη» και για το τι θ’ ακολουθήσει για όλους μας, όταν ο ευγενής αυτός θεσμός θα θριαμβεύσει σ’ όλο τον ελληνικό… χώρο (όχι χώρα, κατά Α. Σαμαρά). Σκέφτηκα πως είναι σαν να βλέπουμε σ’ επανάληψη κάποιες παλιές ελληνικές ταινίες με τον Κούρκουλο, όπως ο Αστραπόγιαννος και το Χώμα Βάφτηκε Κόκκινο. «Άραγε το χώμα θα κοκκινίσει απ’ το αίμα των εργατών, ή απ’ τα ζουμιά της φράουλας που σαπίζει στους πάγκους της λαϊκής;» είπα ειρωνευόμενος τα μούτρα μου…

Έτσι είχαν τα πράγματα κι εγώ δεν είχα καμμία διάθεση να σας πρήξω με τις αγαπημένες παιδικές μου λιχουδιές, όμως το Μέγα Χάος είχε άλλα στο σατανικό νου του. Ξαφνικά έπεσα πάνω σ’ ένα μικρό αλλά περιεκτικό άρθρο τουΓιάννη Παντελάκη: 

«Στην Μανωλάδα έχουν πρόβλημα. Με τις φράουλες. Όχι  επειδή συνέβησαν όσα συνέβησαν με τους πυροβολισμούς μεταναστών και άρα δυσφημίστηκε το προϊόν.  Αν κάποιος επισκεπτόταν οποιαδήποτε λαϊκή τις προηγούμενες ημέρες, θα έβλεπε φράουλες οποιασδήποτε άλλης προέλευσης, πλην Μανωλάδας. Τις βάφτισαν διαφορετικά και έλυσαν αυτό το πρόβλημα. Τώρα, έχουν ένα άλλο. Οι φράουλες μένουν αμάζευτες. Το πρόβλημα γίνεται μεγαλύτερο, επειδή οι φράουλες δεν μπορούν να περιμένουν για πολύ ακόμα. Είναι ένα ευπαθές προϊόν που αν δεν συγκομιστεί έγκαιρα καταστρέφεται οριστικά.
Η αλήθεια είναι, πως δεν γνώριζα την ευαισθησία της φράουλας. Την πληροφορήθηκα διαβάζοντας μια σχετική ανακοίνωση της διοικούσας επιτροπής του γεωτεχνικού επιμελητηρίου Πελοποννήσου και Δυτικής Στερεάς Ελλάδας. Στην οποία ανακοίνωση, το επιμελητήριο, δεν περιορίζεται στα προαναφερόμενα. Αλλά μας λέει ακόμα πως τα τελευταία χρόνια στην Βόρεια Ηλεία και την Δυτική Αχαΐα έχουν επενδυθεί τεράστια κεφάλαια για να στηθούν καλλιέργειες φράουλας. Και επισημαίνει, πως πρέπει το κράτος άμεσα να προχωρήσει σε προσωρινή τακτοποίηση παραμονής αλλοδαπών εργατών που εργάζονται στη συγκομιδή φράουλας.
Υπάρχει λοιπόν ένα πρόβλημα. Ένα έντονο πρόβλημα για τους παραγωγούς φράουλας που κινδυνεύουν να χάσουν τεράστια ποσά…»

Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο υπάρχει κάτι που μου κάνει κλικ και μ’ έβαλε να γράψω όλα μου τα σώψυχα, μέχρι να φτάσω εδώ. Ο γράφων ομολογεί ότι δεν ήξερε πόσο ευπαθείς είναι οι φράουλες, λες και δεν είχε πετάξει ποτέ του ούτε μια μουχλιασμένη απ’ το ψυγείο του. Τώρα έρχεται ξανά στην επιφάνεια η ερώτηση κλειδί, που έθεσα δήθεν στο άσχετο, λίγο παραπάνω: «Στη μοσχοβολιστή, ευαίσθητη και λεπτεπίλεπτη φράουλα βρήκε ο παγκόσμιος καπιταλισμός να βγάλει όλο το κακό του ο πούστηςΑκριβώς πάνω σ’ αυτήν την ευπάθεια κι ευαισθησία του προϊόντος το Χάος έστησε έναν ενδιαφέροντα συσχετισμό δυνάμεων. Οι εξαθλιωμένοι μετανάστες εργάτες ξαφνικά υποχρεώθηκαν απ’ τις συνθήκες να συνδικαλιστούν, να συγκεντρωθούν και να διεκδικήσουν το δίκιο τους, πράγμα που όπως ανέφερα επέσυρε την αμείλικτη αντίδραση του πασά και των μπιστικών του. Και δεν φτάνει αυτό. Ξαφνικά οι εργάτες συνειδητοποιούν ότι οι δήθεν πανίσχυροι και άτεγκτοι φεουδάρχες τους έχουν ανάγκη. Από τη μια τους πυροβολούν, από την άλλη τρέχουν και παρακαλούν το κράτος να τους κρατήσει εκεί, από φόβο μην τους χάσουν. Σάμπως δεν θα ξαναβρούν εξαθλιωμένους δούλους να τους βάλουν στο ζυγό του φραουλοχώραφου ή μήπως – μήπως λέω – το ευπαθές κι ευαίσθητο φρούτο χρειάζεται εξειδικευμένα χέρια; Μήπως ξαφνικά οι εργάτες συνειδητοποιούν ότι δεν είναι και τόσο αναλώσιμοι, όσο ήθελαν κάποιοι να τους κάνουν να πιστέψουν; Μήπως τ’ αφεντικά κατανοούν σταδιακά ότι το οι πυροβολισμοί κοστίζουν πολύ περισσότερα απ’ όσα αποφέρουν;

Έχουμε μπροστά μας ένα γεγονός κοσμοϊστορικής σημασίας, όσο κι αν οι περισσότεροι δεν φαινόμαστε να το συνειδητοποιούμε. Βρισκόμαστε ακριβώς στο μεταίχμιο, όπου το λούμπεν προλεταριάτο σύρεται απ’ την αδήριτη Ανάγκη προς το μονοπάτι της δημιουργίας ταξικής προλεταριακής συνείδησης, προς το δρόμο της συσπείρωσης και του αγώνα και πάνω απ’ όλα αρχίζει να κατανοεί την πραγματική του δύναμη, την τεράστια εξάρτηση του κεφαλαίου απ’ την εργατική δύναμη. Ξαφνικά οι χαοτικές δυνάμεις της Νομοτέλειας δημιουργούν μέσα απ’ την απόλυτη απελπισία συνθήκες ισορροπίας και παρέχουν στους εργάτες που για πρώτη φορά τόλμησαν να διεκδικήσουν το δίκιο τους, μοχλό πίεσης και διαπραγματευτικά ατού. Είναι ακριβώς το σημείο που ο Τροχός της Ιστορίας πιάνει πάτο κι αρχίζει να ξαναγυρνά προς το πάνω μέρος της ατέρμονης τροχιάς του. Θέλησα λοιπόν ν’ αποτυπώσω στο ηλεκτρονικό χαρτί τούτη την οριακή και κρίσιμη στιγμή με τον ιστορικό χαρακτήρα, σαν φωτογράφος που καταφέρνει ν’ αποθανατίσει την πρώτη αχτίδα που χαράζει στον ορίζοντα, μετά από μια θεοσκότεινη ανάστερη νύχτα, το πρώτο λουλούδι που φυτρώνει μέσα στ’ αποκαΐδια του πολέμου. Γεγονότα όπως αυτά της Μανωλάδας, αλλά και τηςΧαλυβουργίας της Θεσσαλονίκης, υπενθυμίζουν στο προλεταριάτο μια παλιά κι αναπόδραστη αρχή, της οποίας η συνθηματοποίηση προκάλεσε τη σταδιακή απαξίωση: «Εργάτες ενωμένοι, ποτέ νικημένοι

Είθε η ντόπια εργατική τάξη να πάρει παράδειγμα απ’ τους Μπαγκλαντεσιανούς κολασμένους και ν’ ανακτήσει την ξεπουλημένη κι εκμαυλισμένη ταξική της συνείδηση, χωρίς να χρειαστεί να περάσει απ’ το καθαρτήριο των ψυχών και της σάρκας, απ’ τους λάκκους της πίσσας και της φωτιάς που έχουν περάσει εκείνοι, απ’ την απώλεια και της ίδιας της ανθρώπινής τους υπόστασης, της πατρίδας και της πλέον ελάχιστης αξιοπρέπειας, μέχρι να θυμηθούν την πραγματική τους δύναμη: Ενότητα, αγώνας, αλληλεγγύη. Σε αντίθετη περίπτωση, οι ΕΟΖ περιμένουν σαν τα τερατώδη σχολεία των Pink Floyd, με τις μηχανές του κιμά, για να μας δώσουν τα σκληρότερα μαθήματα, μέχρι να μην έχουμε να χάσουμε παρά μόνο τις αλυσίδες μας και τον ψηλό τοίχο που μας περιβάλλει…

Σχόλια