Η Ανάταση του Πλήθους


Ευσεβείς Μύθοι - Μεταπολίτευση




Εισαγωγή: Το Κουδούνι


Και ξαφνικά ήταν σαν να χτύπησε το κουδούνι για το τέλος του σχολικού έτους – ενός έτους σκληρής, καταπιεστικής, βαρετής και πειθαρχημένης εκπαίδευσης – και χιλιάδες μαθητές σ’ όλη τη χώρα βγήκαν απ’ τις βαριές αμπαρωμένες πόρτες, στο Τσοτύλι που τους είχαν μαντρωμένους, ξεφωνίζοντας και πετώντας τα βιβλία στον αέρα, ενώ το μυρωδάτο καλοκαίρι ζουζουνίζοντας, υποσχόταν κάθε λογής τρέλα και παιχνίδι μέχρι το επόμενο φθινόπωρο.

Σαν να απελευθερώθηκε ένα ελατήριο, χρόνια πιεσμένο ασφυκτικά σε θέση συσπείρωσης κι άρχισε να επιταχύνει τρελά, μέχρι να φτάσει στο απέναντι άκρο και να παλινδρομήσει, σε μια ολοένα φθίνουσα ταλάντωση. Εκείνα τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, ήταν ίσως τα πιο μεθυστικά χρόνια που γνώρισε η χώρα κι αλίμονο σ’ όποιον δεν πρόλαβε να βιώσει εκείνο το συναίσθημα. «Ξέρω ότι το φιλέτο είναι ψεύτικο, όμως και πάλι παραμένει ζουμερό», σκέφτηκε ο προδότης Cypher στο Matrix. «Ακόμη και σήμερα που ξέρω ότι εκείνο το ενθουσιαστικό παραλήρημα κι οι παραφουσκωμένες ελπίδες ήταν απλά το προϊόν ενός ακόμη Ευσεβούς Μύθου, ευχαρίστως θα τα ξαναζούσα», είπε από μέσα του ο ηδονιστής και ρεφορμιστής Όττο…

Τελικά οι πολιτικές περίοδοι, τα καλοκαίρια κι οι χειμώνες, μοιάζουν να υπακούν στα τερτίπια του πλανήτη του Game of Thrones, όπου κανείς δεν ξέρει πόσα χρόνια θα κρατήσει η κάθε εποχή, όμως ο θανατερός χειμώνας είναι πάντοτε κοντά. Ο χειμώνας πριν από το λυτρωτικό κουδούνι της λήξης, είχε κρατήσει επτά ολόκληρα χρόνια. Το καλοκαίρι, μαζί με το φθινόπωρο, κράτησαν άλλα 35. Ο νέος χειμώνας μετράει ήδη τρία χρόνια κι όσο πάει γίνεται ολοένα πιο βαρύς. Όλοι πίστεψαν πως εκείνο το καλοκαίρι του ’74 θα κρατούσε για πάντα κι οι περισσότεροι πιάστηκαν απροετοίμαστοι σαν τα τζιτζίκια. Το Τσοτύλι έχει ανοίξει και πάλι τις βαριές του πύλες, ενώ το ελατήριο – αφού είχε αφεθεί να αιωρείται τεμπέλικα και χωρίς ώθηση, κάπου στο μέσον της διαδρομής – σήμερα γι' άλλη μια φορά συμπιέζεται στα άκρα…




Α. Η ανάταση του πλήθους

Η εποχή της πρώτης Μεταπολίτευσης, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’70, μου γεννάει μνήμες ευφορικές, κάθε φορά που ανοίγει στη μνήμη μου αυτός ο φάκελος. Η μάνα μου αποφάσισε ξαφνικά να βγει στο τραγούδι. Άφησε λοιπόν τα ωδεία και τις κλασικές σπουδές φωνητικής –  που έκανε με τις πλάτες του πατέρα μου και υπό πλήρη μυστικότητα από τον παππού μου, για τον οποίο κάτι τέτοιο ισοδυναμούσε με πορνεία, εκμαυλισμό κι ιεροσυλία – και ξεκίνησε να τραγουδάει στις μπουάτ τις εποχής, που μάζευαν όλον τον επαναστατημένο φοιτητόκοσμο. Ήταν υπόγες μετασκευασμένες σε μουσικές σκηνές, κυριολεκτικά underground, στο πνεύμα των μπουάτ του προδικτατορικού Νέου Κύματος, όμως αυτή τη φορά με άκρως πολιτική μουσική θεματολογία.

Ο παππούς μου ήταν ένα παράξενο κράμα σταλινικού κομμουνιστή, απ’ τους πλέον σκληροπυρηνικούς, ανάμικτο με τον πιο ακραιφνή υπερασπιστή της εν γένει Αστικής Ηθικής, που θα μπορούσε να φανταστεί κανείς, εξαιρετικά καταπιεσμένος κι ο ίδιος απ’ αυτήν. Έτσι, μετά το πρώτο σοκ απ’ την ανακοίνωση του αποτρόπαιου ηθικού παραστρατήματος της κόρης του [εγώ δεν περιγράφω άλλο. Οι αγαπητοί αναγνώστες μπορούν να φανταστούν τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο  σ’ αυτόν το ρόλο για να μην μακρηγορώ], μόλις και μετά βίας κατάφερε να το χωνέψει – υπό την ευγενική χορηγία της κρεβατομουρμούρας της γιαγιάς μου – όταν έμαθε ότι έπαιζαν μόνο κομμουνιστικά τραγούδια εκεί μέσα κι ότι η κόρη του είχε κάνει ευαγγέλιο τον Θεοδωράκη κι είχε αποστηθίσει όλον τον Ρίτσο απνευστί. Άντε, λέγανε και κανένα Λοΐζο που του άρεσε. Στον πατέρα μου πάντως δεν το συγχώρεσε ποτέ που έβγαλε την κόρη του στο... κλαρί και του το φυλούσε με άχτι μέχρι και το τέλος του...


Συνήθιζαν να με κουβαλούν μαζί τους παντού, στις πρόβες, στις παραστάσεις, σε θέατρα και κινηματογράφους, σε συναυλίες, σε ταβέρνες και καπηλειά, σε σπίτια φίλων και γνωστών, σε ξενύχτια – κοιμόμουν όπου έβρισκα, σαν το τσιγγανάκι. Αυτό το μποέμικο σουρτούκεμα μου έδωσε μια πρώιμη ευκαιρία να ζήσω το κλίμα της εποχής από πολύ κοντά και να γνωρίσω πλήθος χαρακτήρων, ξενύχτηδες, γλυκά κι αθεράπευτα ρεμάλια, ιδεολόγους, μουσικούς, ποιητές και τρελούς κάθε είδους. Χρόνια ανελέητης καταπίεσης σκίστηκαν ξαφνικά, σαν το καταπέτασμα του Ναού του Σολομώντα κι ο κόσμος ένιωθε την ανάγκη να τραγουδήσει, να ερωτευτεί, μα πάνω απ’ όλα να μιλήσει, να μιλήσει! Η πιο συχνή ατάκα εκείνα τα πρώτα χρόνια, πάνω σε μια συζήτηση, ήταν «Δημοκρατία έχουμε, δεν έχουμε;» ενώ εκείνος που την έλεγε κοιτούσε στα μάτια των άλλων για να βεβαιωθεί ότι ήταν αλήθεια. Κι αυτό γιατί οι περισσότερες συζητήσεις ήταν πολιτικού περιεχομένου· μια εποχή έντονα πολιτικοποιημένη, χαρακτηριστικό που την καθιστά πολύ παράξενη και μακρινή ως προς την δεκαετία του 2000, όμως τη φέρνει πιο κοντά και την καθιστά πιο οικεία, στη δεκαετία που διατρέχουμε.

Η Αριστερά ήταν στα πάνω της, για πρώτη φορά ελεύθερη να εκφραστεί. Σάρωνε ιδεολογικά, σε μια απόλυτη κυριαρχία, που τη γέμιζε με τα πιο μεθυστικά κι ευφορικά αισθήματα δύναμης. Λυπάμαι που το γράφω, όμως αυτός ο καταρράκτης ενδορφινών που σάρωσε την αριστερή σκέψη, δεν της βγήκε καθόλου σε καλό και πολύ περισσότερο η πρόσκαιρη ιδεολογική κυριαρχία στην τότε νέα γενιά – την επονομαζόμενη «του Πολυτεχνείου» - που την έπιασε μάλλον απροετοίμαστη. Το μόνο που κέρδισε, ήταν ότι έδωσε το δικαίωμα σήμερα, οι παπαγάλοι προπαγανδιστές των «επιτροπών αλήθειας» της Τροϊκανής κυβέρνησης, να επιρρίπτουν όλες τις ευθύνες της Αιδήμονος Δημοκρατίας, σ’ αυτήν την πολυθρύλητη «ιδεολογική κυριαρχία», που κράτησε για λίγα χρόνια, ενσωματώθηκε και φθάρηκε  ακκιζόμενη  και μοίρασε παντοτινά άλλοθι στο φαύλο πολιτικό σύστημα.


Παντού γύρω άκουγες να συζητούν στα σοβαρά τον τρόπο που θα γινόταν ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός της κοινωνίας κι αυτή η ανάμνηση με κάνει να σκάω μετά από τόσα χρόνια ένα πικρό χαμόγελο. Δεν ήξεραν οι άμοιροι ότι το πώς ακριβώς θα γινόταν αυτό και πού θα οδηγούσε, είχε ήδη αποφασιστεί κι έμπαινε σιγά σιγά σ’ εφαρμογή, ότι η τραγική ειρωνεία της άγνοιας του θεατή περί των βουλών του σκηνοθέτη θα κάγχαζε γι’ άλλη μια φορά στα μούτρα του γενέθλιου τόπου της… 



Σχόλια