Διόδια






Αγριοκοίταξε τον υπάλληλο με βλέμμα φονικό, έπνιξε μια βαριά βλαστήμια, πήρε τα ρέστα και πάτησε γκάζι. Έριξε μια πλάγια ματιά στη θέση του συνοδηγού.

«Έλα, χαλάρωσε λίγο, ν’ απολαύσουμε τη διαδρομή» του χαμογέλασε προσπαθημένα η Αντιγόνη. «Στην τσίτα είσαι όλη την ώρα».
«Καλά το ’πα εγώ ότι δεν είναι καλή ιδέα αυτό το ταξίδι» σκέφτηκε ο Νικήτας, μα δάγκασε την κουβέντα προτού φτάσει στα χείλια.
«Πώς ν’ απολαύσω τη διαδρομή, που κάθε τόσο μας χαρατσώνουν οι αλήτες. Δεν είναι χώρα αυτή, δεν είναι ζωή. Δεν προλαβαίνεις να πατήσεις λίγο γκάζι και, τσουπ, να πάλι τα καταραμένα τους διόδια. Μου ’χουνε κάνει τα νεύρα τσατάλια» ξέσπασε.

Η Αντιγόνη τον κοίταξε μ’ απογοήτευση. Το περίμενε πώς και πώς τούτο το ταξίδι κι αυτός έκανε ό,τι του περνούσε απ’ το χέρι για να το χαλάσει. Λες και το ’κανε αγγαρεία. Κατέβασε συννεφιασμένη το κεφάλι και σφράγισε με νόημα το στόμα.

Ο Νικήτας κατάλαβε. Προτίμησε να μην το συνεχίσει, έπειτα πάλι αυτός θα ’φταιγε για όλα. Ανέβασε λίγο την ένταση στο ηχοσύστημα κι έπιασε μαζί να τραγουδάει «…τα εκκλησάκια στις στροφές κουνάν λευκό μαντήλι…».
«Μου αρέσει από τη Ματούλα καλύτερα» πέταξε στον αέρα.
Η Αντιγόνη γλύκανε λιγάκι το βλέμμα και κούνησε το κεφάλι καταφατικά. «Κι εμένα» μουρμούρησε.

Η μουσική συλλογή γεφύρωνε μ’ επιτυχία τις σιωπές· αυτή τουλάχιστον η αγάπη δεν είχε ακόμα ξεθωριάσει, σκέφτηκε, κάπως πικρόχολα, ο Νικήτας.

Τριάντα χρόνια σχέση, είκοσι εφτά χρόνια γάμος. Σέρνονται η φθορά, ο μαρασμός, δεν τα παίρνεις για καιρό χαμπάρι. Ο ανθρώπινος εγκέφαλος αδυνατεί ν’ αντιληφτεί πράματα που κινούνται αργά. Μα κάποιο πρωί, σα να ’χεις μπροστά σου το πιάτο με τ’ αγαπημένο σου πρωινό κι άξαφνα σου στέκεται στο λαιμό, δεν κατεβαίνει μπουκιά. Γύρισε κείνη και του το ’πε, ένα μεσημέρι στο τραπέζι. Κι αυτός κούνησε απλώς το κεφάλι. Το σκεφτόταν από μέρες. Ζούσαν κι οι δυο μονάχοι μες στο ίδιο σπίτι, ίσκιοι αμνήμονες κι οχληροί.

Μα δε θέλανε να το διαλύσουν, ίσως δεν είχανε τα κότσια. «Δεν είναι σπορ αυτά για την ηλικία μας» σάρκασε ο Νικήτας. Κι έτσι όπως ήταν αδρανείς, ούτε μπρος ούτε πίσω, αποφάσισαν να του δώσουν μια ευκαιρία.

Ο σύμβουλος γάμου κατέβασε τη φαεινή ιδέα. Ένα ταξίδι με τ’ αυτοκίνητο, με αντίσκηνα και σλίπινγκ μπαγκ, στη Χαλκιδική, στην παραλία όπου γνωρίστηκαν. Ένα προσκύνημα στους Αγίους Τόπους του έρωτά τους.

Η Αντιγόνη ενθουσιάστηκε αποξαρχής. Ο Νικήτας καθόλου. Ξαναζεσταμένο φαγητό, μάταιος κόπος, ξίνισε από μέσα του. Όμως δεν τόλμησε να διαφωνήσει. Στο κάτω κάτω, ο ειδικός το πρότεινε, ίσως και να ’χε δίκιο.

Αυτό που τον απωθούσε περισσότερο ήταν το φάντασμα της απογοήτευσης που πλανιόταν. Παλιά η παραλία ήταν παραδεισένια, ερημική, μόνο για ψαγμένους φυσιολάτρες. Είχε όλη κι όλη μια ταβέρνα σαν χαβανέζικη αχυροκαλύβα, πέντε τραπεζάκια κάτω απ’ την κληματαριά και δυο υπαίθρια ντους.

Μετά από τριάντα χρόνια, ποιος ξέρει πώς θα ’χει καταντήσει. Μπιτσόμπαρα, ξαπλώστρες, χορευτική μουσική μ’ ενισχυμένα μπάσα, μοχίτο με ομπρελίτσες, πλαστικά ποτήρια και καλαμάκια σπαρμένα στην αμμουδιά… Η πρόοδος κι η ανάπτυξη δεν ορρωδούν προ ουδενός. Και μόνο η σκέψη τού προκαλούσε αναγούλα. Στους Αγίους Τόπους του έρωτά τους θα βρίσκανε μονάχα τον Πανάγιο Τάφο του.


Όμως το χειρότερο απ’ όλα ήταν τα διόδια. Δεν γνώριζε ότι η εθνική Αθήνας – Θεσσαλονίκης ήτανε θαρρείς ναρκοθετημένη. Άξαφνα του άστραψε η ιδέα κι έστριψε απότομα το τιμόνι προς την πρώτη έξοδο που βρήκε μπροστά του. Η Αντιγόνη τον κοίταξε ερωτηματικά.

«Θα πιάσουμε την παλιά εθνική, να γλυτώσουμε τα διόδια. Είναι πιο ρομαντική διαδρομή, θα κάνουμε και στάση στα Τέμπη να πιούμε νερό, όπως παλιά» της έκλεισε το μάτι κι έσκασε ένα χαμόγελο.

Κείνη του χάιδεψε το χέρι που κρατούσε τον λεβιέ. Ας έκανε ό,τι ήθελε, φτάνει να μην είχε αυτά τα μούτρα. Σε λίγο ο δρόμος άρχισε να στενεύει. Θαρρείς δασκαλεμένο, το ηχοσύστημα έβαλε το κατάλληλο κομμάτι. Άρχισαν κι οι δυο να τραγουδάνε με κέφι «μες στην κοιλά-, όπως τα λέω, μες στην κοιλάδα των Τεμπών, φόβος τωνμηχανοδηγών…».

Ο δρόμος γλιστερός και κακοπαθημένος, δεν τον συντηρούσαν πια. Από την επόμενη κλειστή στροφή ξεπρόβαλε μια νταλίκα. Άξαφνα ακούστηκε ένας ήχος σαν πιστολιά κι η νταλίκα ξέφυγε απ’ την πορεία. Μπήκε στο αντίθετο ρεύμα, ανεξέλεγκτη, και πήρε κατεύθυνση κατά πάνω τους.

Μια κραυγή ξέφυγε απ’ τα χείλια της Αντιγόνης. Ο Νικήτας άρχισε να βλέπει τα πάντα σε αργή κίνηση. Έστριψε το τιμόνι αριστερά, μπήκε και κείνος στο αντίθετο ρεύμα, η μόνη ελπίδα διαφυγής. Το συρόμενο της νταλίκας σηκώθηκε στις αριστερές ρόδες και πορεύτηκε έτσι για λίγα μέτρα. Ο Νικήτας διέκρινε ένα μικρό άνοιγμα ανάμεσα στο πίσω μέρος του και στην άκρη του δρόμου.

Είδε ένα μαύρο τζιπ να έρχεται. Του έπαιξε τα φώτα και πάτησε δυνατά την κόρνα. Ο άλλος κοκάλωσε την ύστατη στιγμή. Η νταλίκα ήδη είχε ανατραπεί και σερνότανε με το πλάι στ’ οδόστρωμα. Με ολύμπια ψυχραιμία, δίχως να χάσει στιγμή τον έλεγχο, πέρασε ξυστά απ’ το κενό που του άφηνε το συρόμενο, έστριψε το τιμόνι απότομα δεξιά και ξαναμπήκε στο ρεύμα του, λίγα εκατοστά πριν χτυπήσει το μαύρο τζιπ.

Πανηγύρισε με μια τσιριχτή καουμπόικη κραυγή, σήκωσε τη γροθιά στον αέρα και πάτησε τέρμα το γκάζι, ν’ απομακρυνθεί απ’ τη σκηνή του ατυχήματος. Αφού είχανε γλυτώσει ανέγγιχτοι, δεν είχε καμιά όρεξη να μπλέξει με αστυνομίες και διατυπώσεις.

Η Αντιγόνη ξεφύσησε με ανακούφιση. Δεν το πίστευε καλά καλά πως την είχαν σκαπουλάρει έτσι φτηνά. Έπειτα το σφιγμένο στόμα και τα πετρωμένα μάγουλα λύθηκαν σε αναφιλητά. «Νόμισα πως ήρθε το τέλος, φοβήθηκα πως θα σ’ έχανα» του είπε με λυγμούς. Δίχως ν’ αφήσει το τιμόνι, της χάιδεψε το μάγουλο. Κείνη έγειρε στον ώμο του.

«Αφήνω εγώ το κορίτσι μου να πάθει το παραμικρό; Μάικλ Σουμάχερ έγινα για χάρη σου. Ποιος περίμενε τέτοια αντανακλαστικά στην ηλικία μου». Καυχιότανε σαν έφηβος, μα κείνη έμοιαζε περήφανη, σάμπως να ’τανε το κορίτσι του Τζέιμς Ντιν.

Βρήκαν ένα πλάτωμα στην άκρη του δρόμου και σταμάτησαν. Βγήκαν κι ανάψανε τσιγάρο. Πέρασαν απέναντι και κατέβηκαν στην πηγή, δίπλα στον Πηνειό. Ήπιανε με την καρδιά τους. Έπειτα πήγανε στο Ιερό Προσκύνημα της Αγίας Παρασκευής κι άναψαν από ένα κερί.

Ξάφνου ο ουρανός βρόντηξε και μια ζεστή καλοκαιρινή βροχή τους έλουσε αποκορφίς, υγρό διαμάντι. Δεν έτρεξαν να προφυλαχτούν. Πιάστηκαν χέρι χέρι και πήγανε με το πάσο τους προς το αυτοκίνητο. Η βροχή έπαψε τόσο απότομα όσο ξεκίνησε. Μέσα απ’ τ’ ανάρια σύννεφα, ο ήλιος έριχνε τους προβολείς του, σαν σε βιβλική ταινία του Αρονόφσκι. Μαλαματένιες ανταύγειες τους στεφάνωσαν, το χρυσογάλανο φως έκανε τα πάντα να μοιάζουν αιθέρια, λες κι είχαν υπερυψωθεί κι αιωρίζονταν ανέμελα. Την τράβηξε κοντά του και τα χείλια του γύρεψαν τα δικά της. Καυτές έσμιξαν οι ανάσες τους.


Μπήκαν στο αμάξι ανάλαφροι, με παιχνιδιάρικη διάθεση. Ο Νικήτας έβαλε μπροστά και πάτησε πάλι το γκάζι. Αποφάσισε να ξαναπιάσει τη νέα εθνική. Ήταν επικίνδυνη η παλιά και δεν άξιζε να σκοτωθούν από τσιγκουνιά. Μετά από λίγα χιλιόμετρα, να σου πάλι τα διόδια σαν αχόρταγα τελώνια. Ο Νικήτας ανασκουμπώθηκε κι έπιασε πάλι να τραγουδά δυνατά «…μπορώποτέ να σου χαλάσω το χατίρι…». Δεν είχε σκοπό να τους αφήσει να του ξαναχαλάσουν το κέφι. Η ζωή είναι μικρή και κάθε στιγμή πολύτιμη.

Μόλις όμως πλησίασαν το σταθμό, είδαν ότι οι μπάρες ήταν σηκωμένες και τα γκισέ άδεια. Τ’ αυτοκίνητα περνούσαν δωρεάν.
«Είδες, με τη γκρίνια σου; Ορίστε, τέρμα τα διόδια» κελάρυσε η Αντιγόνη.
«Αναρωτιέμαι τι να ’γινε» έκανε ο Νικήτας, κάπως σκεφτικός.
«Θα έχουν στάση εργασίας, φαίνεται».
«Ναι, μάλλον». Έλαμπε, λες και του ’χε πέσει το τζόκερ.
Στα επόμενα διόδια πάλι τα ίδια. Μέχρι τη Θεσσαλονίκη, όλα είχαν σηκωμένες τις μπάρες. Πιάσανε Περιφερειακό και βάλανε πλώρη για Χαλκιδική. Σε μιάμιση ώρα έφτασαν στον προορισμό τους.

Η κακοτράχαλη κατεβασιά για την παραλία δεν είχε πινακίδες, καλός οιωνός. Σ’ ένα τέταρτο την είδανε μπροστά τους. Ανέγγιχτη, πεντακάθαρη, σα να μην πέρασε μια μέρα. Η αμμουδιά χρυσολογούσε ναζιάρα στ’ οργιαστικό λιόγερμα. Έμειναν για λίγο ν’ αγναντεύουν με το στόμα ορθάνοιχτο. Τόση ομορφιά και την είχαν λησμονήσει όλ’ αυτά τα χρόνια, μαζί με όσα είχαν σημασία.

Συνέφεραν λιγάκι απ’ τη γλυκιά ζαλάδα, άφησαν το αυτοκίνητο και βάδισαν να ξεμουδιάσουν. Λίγα μέτρα παρακάτω η γνωστή ταβερνούλα, ίδια κι απαράλλαχτη.

«Βρε, καλώς τα τα παιδιά» ακούστηκε γνώριμη η βραχνή φωνή. Ο κυρ Θάνος, ο ταβερνιάρης, στεκότανε στην αυλόπορτα. Θα πρέπει πια να ’χε περάσει τα ογδόντα, μα ο χρόνος τον είχε σεβαστεί με το παραπάνω. Ευθυτενής, κοτσονάτος, ηλιοψημένος, με βαθιές εκφραστικές ρυτίδες, γελάγανε και τα μουστάκια του.
«Καλώς σε βρήκαμε, μάστορα» γέλασε εγκάρδια ο Νικήτας. «Τι καλό θα μας φιλέψεις;»
«Ό,τι θέλουν τα παιδιά, περάστε, καθίστε» άπλωσε ένα χέρι σαν κουπί προς την αυλή με την κληματαριά.
«Πριν μας σερβίρεις, μπαρμπα-Θάνο» έκανε πρόσχαρη η Αντιγόνη, «μπορείς να μας πεις ποιο είναι το πιο κοντινό κάμπινγκ, να προλάβουμε προτού νυχτώσει».
Ο γέρος γέλασε τρανταχτά. «Τι το θες το κάμπινγκ, κοπέλα μου, όλη η παραλία δικιά μας είναι. Να, εκεί κάτω απ’ τα δέντρα, θα κάνετε κάτι ύπνους τρικούβερτους. Έχουμε και ντους, όλα τα κομφόρ. Καθίστε τώρα να σας φέρω ένα τσιπουράκι και λίγο μεζέ, να ψυχοπιάσετε, κι έπειτα στήνετε σκηνή. Και μη βιαστείτε διόλου. Εδώ νυχτώνει όποτε θέμε ’μεις».


Έφαγαν με το πάσο τους, κατέβασαν τα πράματα απ’ το αυτοκίνητο κι έστησαν τη σκηνή. Λες και το φως τούς περίμενε τόσην ώρα, σε λίγες στιγμές έπεσε σκοτάδι και το φεγγάρι ανάτειλε, σαν ασημένιο δρυϊδικό δρεπάνι. Μπήκαν στη σκηνή και φόρεσαν τα μαγιό τους, για ένα νυχτερινό μπάνιο.

Ο Νικήτας κοίταξε κλεφτά την Αντιγόνη. Δεν είχε προσέξει πόσο καλά κρατιόνταν το κορμί της. Ασυναίσθητα ρούφηξε το στομάχι του, καθώς βάδιζε πλάι της πάνω στη λεπτόκοκκη άμμο. Κατέβασε τα μάτια. Είδε τους κοιλιακούς του να διαγράφονται κάτω από ένα λεπτό στρώμα σάρκας. Ο καθρέφτης του σπιτιού, το δίχως άλλο, τον αδικούσε κατάφωρα. Τον κοίταξε και κείνη. Είδε στο βλέμμα της επιδοκιμασία και κάτι άλλο, ξεχασμένο από καιρό.

Παράτησαν τις πετσέτες στην άμμο κι έτρεξαν προς τη θάλασσα. Αυτός έπεσε με πάταγο κι αφρισμό στο νερό, κείνη βούτηξε με δελφινίσια χάρη. Η επιφάνεια, λάδι, γέμισε με ομόκεντρους κύκλους, λες κι ήταν οι δυο τους το επίκεντρο της πλάσης. Την αγκάλιασε με λαχτάρα, κείνη του δάγκασε λάγνα τα χείλια.

Κάτω απ’ το νερό, έγινε ντούρος σα σιδερόβεργα· μεγαλεία που τα νόμιζε περασμένα. Η Αντιγόνη τον χούφτωσε ξεδιάντροπα κι άφησε να της ξεφύγει ένα βογγητό. Δίχως να τον αφήσει, κίνησε για έξω, τον τραβούσε σα σκύλο απ’ το λουρί του. Έστρωσε τη φαρδιά πετσέτα στην αμμουδιά και ξάπλωσε προκλητικά· οι καμπύλες του κορμιού της έρεαν φιδίσιες, με αρχέγονη αποθυμιά.

Ο Νικήτας χίμηξε σαν πολιορκητικός κριός, με το μυαλό ασφυκτικά γεμάτο από τυφλή παρόρμηση, τυραγνική, απροσμάχητη. Δεν ήτανε κανείς τριγύρω, ούτε φραγμός ούτε ντροπή, λευτερώθηκαν απ’ τα περιττά και χύθηκαν σ’ έναν λαγνικό κυκλώνα, που τους παρέσυρε στα ουρανοθέμελα. Ξέσπασε αβάσταγος ο πόθος τους σε κραυγές κι ουρλιαχτά λαχανιασμένα, απάνθρωπα, θεϊκά. Έμειναν ανάσκελα, αγκαλιασμένοι, ν’ ατενίζουν ολόγυμνοι τ’ άστρα, που φάνταζαν κοντινά σαν φωτισμένα παράθυρα στην παιδική τους γειτονιά, πυγολαμπίδες που πετάριζαν σκερτσόζικα στ’ ακροδάχτυλά τους.

Με πρόσωπα λαμπερά μες στο αρύ σκοτάδι, κοιτάχτηκαν βαθιά στα μάτια.
«Για πάντα» ψιθύρισε αυτός.
«Για πάντα» αποκρίθηκε κείνη.

Κι όπως τα μάτια γλυκοσφαλούσανε, μια αγαπημένη μελωδία ήρθε και τους χάιδεψε απαλά· «…τώρα θα πιάσω σπίτι στον Παράδεισο, τσάμπα οικόπεδο σε παραλία…». Και το ατέλευτο καλοκαίρι τούς τύλιξε, σπλαχνικά, σ’ αιώνια αιθρία…

***

Ειδήσεις, 31 Ιουλίου 20…

Τραγωδία σημειώθηκε λίγο μετά τις δύο το μεσημέρι στην παλιά εθνική οδό Αθηνών-Θεσσαλονίκης, στο ύψος των Τεμπών, όταν υπερφορτωμένη νταλίκα μπήκε στο αντίθετο ρεύμα και ανατράπηκε. Το συρόμενο σάρωσε επιβατικό Ι.Χ. μάρκας Πεζό, παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειες του οδηγού να αποφύγει τη σύγκρουση. Από τα συντρίμμια ανασύρθηκαν νεκροί οι επιβαίνοντες στο Ι.Χ., Νικήτας και Αντιγόνη Φελέκη. Απαρηγόρητοι τα τέκνα και οι λοιποί συγγενείς…




Σχόλια

  1. Θεωρώ ότι αυτό είναι μια από τις επιλογές που έχει ο κάθε άνθρωπος όταν η αντίληψή του βρεθεί εκτός του φυσικού σώματος ειδικά όταν συμβεί να αποχωρήσουν μαζί δύο άνθρωποι. Με την γυναίκα μου έχουμε συμφωνήσει να την περιμένω στην Πρέβελη της Κρήτης σε ένα σημείο του ποταμού που λίγοι γνωρίζουν και κάνουν κάμπινγκ (είμαι μεγαλύτερος). Το διήγημά σου με συγκίνησε. Πολύ! Chriskal

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου