Κλαρίνο



Ηλιόλουστη Κυριακή, μεθεόρτια Χριστουγέννων, που είχε λες ξεγλιστρήσει από τα τέλη του Μάρτη, για να έρθει σαν χαοτικός κλόουν μεσοχείμωνα, να μας διασκεδάσει με αστείες γκριμάτσες. Τέτοιες μέρες ο κόσμος χαμογελάει ολάκερος και η πλανητική υπερθέρμανση είναι το τελευταίο πράγμα που σε απασχολεί, σχεδόν χαίρεσαι άμυαλα που συμβαίνει.

Τεμπέλικη βόλτα στην παραλία της Σαλονίκης, χέρι με χέρι με το Κατερινάκι, και κάθε βήμα μοιάζει να είναι μια υπόσχεση καλύτερης ζωής, από κείνες που πάντα διαψεύδονται, όμως κάθε φορά εμείς ανανεώνουμε την πίστη μας. Ο ήλιος έκαιγε τα μάτια, μια χλιαρή πνοή του αγέρα έκανε το μάλλινο πουλόβερ αφόρητο, μια ευωδιά άνοιξης ψεύτρας σπιρούνιζε κάθε ανάσα, σκόρπιζε τα μελλούμενα γηρατειά, όπως η αύρα τα άτακτα συννεφάκια στον γαλάζιο ορίζοντα
· μια σπλαχνική ψευδαίσθηση αθανασίας κι αιώνιας νιότης.

Πλήθος κόσμου βημάτιζαν ράθυμα στο πλακόστρωτο της παραλίας ή άραζαν χαλαρά την αρίδα τους στα παγκάκια, σαν τεμπελόγατοι που λιάζονται γουργουρίζοντας. Οι περισσότεροι περπατούσαν αμέριμνοι μες στον ποδηλατόδρομο, αγνοούσαν επιδεικτικά όλον τον άπλετο χώρο που έχει αφεθεί στους πεζούς. Οι ποδηλάτες βαρούσανε με απόγνωση τα κουδουνάκια τους, προσπαθούσαν επίμονα να διεκδικήσουν τη μια και μοναδική λωρίδα που δικαιωματικά τους ανήκει. Φαίνεται πως άμα κάποιος χαράξει δύο γραμμές στο έδαφος κι οριοθετήσει μια νοητή πορεία, κανένας δεν μπορεί ν' αντισταθεί στον αδήριτο πειρασμό να την ακολουθήσει, όπως αιώνες παβλοφικού προγραμματισμού προστάζουν: Εμπρός στο τέτοιο που χάραξε ο έτσι.

Δίπλα στην άκρη του νερού, ένα ζευγάρι έκαναν τζόκινγκ παρέα με τον σκύλο τους, που ξεπερνούσε εύκολα τ' αφεντικά του κι ύστερα γύριζε περήφανος 
για να τους περιμένει, με τη γλώσσα βγαλμένη σαρκαστικά.  Μωρά σε καρότσια που τα έσπρωχναν νέοι γονείς με χαμένο ύφος, σάμπως Κινέζοι κούληδες που μεταφέρουν Αμερικάνο εξέκιουτιβ στους δρόμους του Χονγκ Κονγκ. Παππούδες με μπαστούνια, ασταθείς κι ευθυτενείς, γιαγιάδες με αρθριτικά, σκυφτές αλλά με ψηλά το κεφάλι, μεσόκοποι κατ' ανάγκην δρομείς τεσσάρων απανωτών μπαϊπάς, ακίνητοι ψαράδες γατόψαρων με αυτοκτονικές τάσεις, ενθουσιασμένοι πιτσιρικάδες καβάλα στο χωρίς ράγες τρενάκι, που χρόνια τώρα μάταια ψάχνει χορηγό, Αφρικανοί πλανόδιοι μικροπωλητές με την πραμάτεια τους -τσάντες, ξυλόγλυπτα ξόανα κι ελέφαντες- απλωμένη κατάχαμα σε τετράγωνα πλουμιστά υφάσματα, έφηβοι με σκέιτμπορντ να κάνουν δήθεν αδιάφοροι τα αεροπλανικά τους, προσέχοντας συνεχώς με την άκρη του ματιού αν τους κοιτάει κανείς, όλη η παρέα της Κυριακής ήταν εκεί, γιορτοντυμένη.

Στο βάθος, στα νερά του λιμανιού όπου οι προεστοί του μεγάλου μας χωριού είχαν βγάλει βόλτα τα υπερπολυτελή τους πλεούμενα, να ξεμουδιάσουν κι αυτά, ένα τεράστιο σμήνος από χιλιάδες μαύρα θαλασσοπούλια έκαναν τις γυμναστικές τους επιδείξεις, σαν τους σχηματισμούς των πολεμικών αεροσκαφών την 28η Οκτωβρίου. Σ' ένα σχηματισμό ογκώδη, ευκίνητο κι εντυπωσιακό, όπως δεν είχα μέχρι τώρα ξαναδεί, τα πουλιά κινούνταν ξυστά πάνω απ' το νερό, τάραζαν την επιφάνειά του με τα φτερά τους, μετά υψώνονταν, στροβιλίζονταν σα φέιγ βολάν που παρέσυρε κυκλώνας, γέμιζαν τον ουρανό μέχρι τριάντα μοίρες απ' τον ορίζοντα κι ύστερα πάλι κάθονταν στην επιφάνεια της θάλασσας, σαν κηλίδα ρύπανσης από διυλιστήρια αργού πετρελαίου. 

Όταν τα σινιέ γυαλιά ηλίου, οι κάμερες και τα κινητά, που καταβρόχθισαν το χριστουγεννιάτικο δώρο κι έπρεπε επιτέλους να δείξουν την αξία τους, είχαν στραφεί εξόφθαλμα κατά το μέρος τους, τα πουλιά μετακινήθηκαν πιο κοντά στο κοινό τους, μόλις πενήντα μ' εκατό μέτρα από την άκρη της παραλίας, για να επαναλάβουν το χορικό της Βαλκυρίας, σάμπως ο Χίτσκοκ με τη στρουμπουλή σκιά του να μεταμορφώθηκε άξαφνα σε διευθυντή ορχήστρας.

Όχι τυχαία στον Κήπο των Ήχων, δυο πλανόδιοι μουσικοί έπαιζαν ασταμάτητα σουίνγκ με κιθάρα και κλαρινέτο. Σταθήκαμε για κάμποση ώρα μπροστά τους, ν' απολάψουμε το βιρτουόζικο παίξιμο. Ήταν εξαιρετικοί, σ' ένα είδος που σπάνια μπορεί κάποιος ν' ακούσει στην Ελλάδα
· ξεχαστήκαμε για ώρα να τους ακούμε. Σίγουρα άξιζαν το παχυλό μεροκάματο που έβγαλαν τούτη τη μέρα. 

Μόλις κουραστήκαμε να στεκόμαστε μπροστά τους σα χαζοί, ρίξαμε κι εμείς τον οβολό μας, όμως δεν μας έκανε η καρδιά να φύγουμε ακόμα. Σε απόσταση λίγων μέτρων υπήρχε ένα από κείνα τα τεράστια παγκάκια που μοιάζουν με τάβλες τραπεζαρίας νεοσύλλεκτων οπλιτών. Κάθονταν τέσσερις γριές, είχε όμως άπλετο χώρο και για τους δικούς μας πισινούς. Καθίσαμε λοιπόν εκεί, άναψα τσιγάρο και συνεχίσαμε ν' απολαμβάνουμε τη μεθυστική γιορτινή μουσική. Οι γριές μας κοιτούσαν με την άκρη του ματιού, όπως κι εγώ με την άκρη του ματιού τις είχα πάρει πρέφα· ψάχνονταν για ευκαιρία να μας πιάσουν την κουβέντα.

"Τι όργανο είναι κείνο που παίζει αυτός, όχι η κιθάρα, το άλλο το πνευστό;", με ρώτησε η Κατερίνα. Τουλάχιστον με ανακούφισε που ήξερε το πνευστό και δεν γίναμε εντελώς ρεντίκολο.
"Κλαρινέτο", της απάντησα εγώ, "ή αν προτιμάς κλαρίνο, το όνομα αλλάζει ανάλογα με τη μουσική που παίζει", συνέχισα με ύφος ειδικού, μη μας πάρουν και για εντελώς πιρπιτσόλια. 


"Σιγά μην ξέρουν δαύτοι να παίζουνε κλαρίνο", πετάχτηκε η ακριανή γριά, που επιτέλους πήρε την πάσα που αναζητούσε. "Να 'ρθεις στο χωριό μου το Σεπτέμβριο, στο πανηγύρι, να δεις τι πάει να πει κλαρίνο", έκανε με ύφος πιο ειδικού από εμένα, πράγμα που θα μ' έκανε να ερυθριάσω, εάν υπήρχε μέσα μου το παραμικρό ψήγμα ντροπής κι αξιοπρέπειας. 


Κείνη σηκώθηκε ξάφνου αποφασιστική και τράβηξε ίσα καταπάνω στους μουσικούς, κραδαίνοντας απειλητικά το κινητό της. Κάτι τους είπε, κάτι της είπαν, τους έτεινε το μαραφέτι, κάτι της ξαναείπαν, μετά τους γύρισε την πλάτη και γύρισε φουριόζα στο παγκάκι με ένα ύφος απογοήτευσης και ταυτόχρονα επιβεβαίωσης. 


"Καλά τα 'λεγα εγώ ότι δεν ξέρουν οι άχρηστοι από κλαρίνο. Τους ζήτησα να μου παίξουν το τραγούδι που 'χω στο κινητό μου και μου είπαν πως δεν το ξέρουν, οι ανεπρόκοποι". Πάτησε νευριασμένη το κουμπάκι του τηλεφώνου της: Ροβόλα τα ροβόλα τα, τα γίδια και τα πρόβατα... ανάβλυσε απ' το ηχείο σαν γάργαρο νάμα της ορεινής Αρκαδίας, τι σουίνγκ και πράσιν' άλογα μου λες εμένα. 

Σηκώθηκα βιαστικά, ευχήθηκα πνιχτά "χρόνια πολλά" και τράβηξα το παιδί απ' το μανίκι να φύγουμε. Κρυφτήκαμε πίσω από ένα δέντρο, λίγα μέτρα παρακάτω, κι αφήσαμε το γέλιο να μας κατακλύσει, ελεύθερο, αβίαστο, λυτρωτικό. Αθάνατη Ελλάδα με την απύθμενη τρελάρα σου, εάν δεν υπήρχες ο κόσμος θα ήταν πιο μουντός κι αν κάποια μέρα χανόσουν, θα μου 'λειπες πολύ, ρε μπαγάσαινα...

Είναι κάποιες μέρες που, όπως λεν οι δεισιδαίμονες, γελάει κι ο Θεός, κι εγώ τούτη τη μέρα είχα ανάγκη να το πιστέψω. Μέρες ζεστές, ηλιόλουστες, χαδιάρες και παιχνιδιάρες σα μικρά κουτάβια, σα γατιά, σαν αμέριμνα παιδιά και σαν αλλοπαρμένοι γέροι. Μέρες θαλπερές, ευγενικά διακριτικές και περίλαμπρες, μέρες που αντέχουν στη μνήμη, που στεριώνουνε στο χρόνο.


Ευχαρίστησα μέσα απ' την ψυχή μου κείνον που μοιράζει της μοίρας τα χαρτιά, γιατί μου χάρισε για δώρο γιορτινό μια απ' τις ομορφότερες μέρες του, σαν βασιλιάς που δίνει σε ζητιάνο το χέρι της πιο χαϊδεμένης του θυγατέρας.

Σχόλια

  1. Είχα υποσχεθεί, μετά το μαύρο "Ένας Αστός Καθεστώς", να δημοσιεύσω κάτι πιο φωτεινό, πιο χαλαρό και πιο ευχάριστο. Το Κλαρίνο γράφηκε τα Χριστούγεννα του 2009, όταν ακόμη η κρίση ήταν άλλη μια καραμέλα των ΜΜΕ που φάνταζε μακρινή, η εποχή του "Λεφτά Υπάρχουν". Πέρασαν κιόλας τρία και παραπάνω χρόνια απ' την τελευταία φορά που είχα τόσο ανάλαφρη διάθεση, που ένιωθα τόσο καλά. Άι σιχτίρ, δεν είμαι άνθρωπος εγώ. Πάλι βρήκα λόγο για να μελαγχολήσω...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Η Δεσκάτη απέχει παρασάγκας δεκαοχτώ απ' την ορεινή Αρκαδία...

    ...είναι στα Γρεβενά!

    Καλή πάσα.


    btw,youtubισε Μάγκας να δεις* κλαρίνο.


    *Δεν είναι λάθος έκφραση,ο τυπάς είναι συναισθησιακός,βλέπει νότες και παίζει με το κορμί...



    Υ.Γ.Δεν με ψήνεις με ηλιοβασιλέματα και λουλουδάκια.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου