Desperados





Μια μέρα γύρισα στο σπίτι το πρωί,
βρήκα ένα γράμμα πεταμένο στην αυλή…


Γύρισα το μεσημέρι απ’ τη δουλειά και το γράμμα δεν ήταν πεταμένο, αλλά τακτικά τοποθετημένο στο γραμματοκιβώτιο της πολυκατοικίας, όμως και πάλι όσα δεν φέρνει ο χρόνος τα φέρνει η στιγμή. Με την πρώτη ματιά, είδα μέσα απ’ τη σχισμή του κουτιού τη σφραγίδα της «Ελληνικής Δημοκρατίας» κι αυτό ήταν ήδη κακά μαντάτα. Το αρχέγονο ένστικτο που οι φυσιολόγοι έχουν περιγράψει με το όνομα αντίδραση «fight or flight»,  όταν ένα ζώον όπως του λόγου μου μυριστεί απειλή, με διέταξε υστερικά να κάνω πως δεν το είδα και να συνεχίσω αμέριμνος προς το σπίτι. Μα η πανάρχαιη ηρωική παράδοση του γένους των Ελλήνων τελικά υπερίσχυσε: «Πονούν ωρέ τα παλικάρια;»
              Άνοιξα με τρεμάμενο χέρι το πορτάκι για να παραλάβω το γράμμα. Ήταν πράγματι από την εφορία, όπως φοβόμουν. Ο φάκελος έγραφε τ’ όνομα του πατέρα μου κι όχι το δικό μου και τότε η άλλη πανάρχαιη ελληνική παράδοση που οι ιστορικοί έχουν περιγράψει με το όνομα «μακριά απ’ τον κώλο μου κι όπου θέλει ας είναι» μου γέννησε αυτομάτως μια σχεδόν σαδιστική ανακούφιση. Οι κοινωνικές μου καταγραφές σχεδόν αμέσως μ’ επανέφεραν εις την τάξιν, πήρα το επίσημα λυπημένο ύφος που αρμόζει στην περίσταση κι άνοιξα την απανταχούσα.
           «Σας ενημερώνουμε ότι για χρέος προς το δημόσιο ύψους 5800 ευρώ (ευτυχώς ευρώ κι όχι δραχμές γιατί τότε θα έπεφτε μετεωρίτης στο εμβρόντητο κεφάλι μου και θα μετατρεπόμουν σε στήλη άλατος και σε καιόμενη βάτο), σας κατάσχουμε από τη σύνταξή σας το ποσόν των 405 ευρώ (ευρώ κι ας πεθάνω ο πούστης) μηνιαίως, μέχρι της εξοφλήσεως του χρέους ή της τελικής σας εξόντωσης. Σε περίπτωση πρόωρου θανάτου, σας κατάσχουμε και το φέρετρο, ενώ είτε έτσι είτε αλλιώς σας αφήνουμε την ταφόπλακα».

            Τον πήρα τηλέφωνο να του πω τα νέα, με τρόπο: «Όποιος παίρνει από τον επόμενο μήνα σύνταξη να κάνει ένα βήμα μπροστά- πού πας εσύ καημένε Καραμήτρο;;» Ό,τι ακολούθησε θα μπορούσε να αποτελεί το βίντεο κλιπ εκείνου του παλιού άσματος «Το προσκλητήριο μου έπεσε απ’ τα χέρια, όχι δε γίνεται, δεν είναι δυνατόν…», να μην μπαίνω σε λεπτομέρειες. Ήρθε ο άνθρωπος κακήν κακώς να πάρει τη λυπητερή, να τρέξει στην εφορία για τα περαιτέρω.
           Πήρε μαζί του για συμπαράσταση κι έναν φίλο του, συνταξιούχο δικαστικό, αφού για δικηγόρο ούτε λόγος να γίνεται, δη δε χρημάτων κι άνευ τούτων ουδέν εστί γενέσθαι των δεόντων (μη μασάτε με τη βαθιά μου κουλτούρα, στο google το βρήκα). Έτσι κι αλλιώς, ο δικηγόρος θα ήταν άχρηστος, αφού δεν υπάρχει κανένας τρόπος να σωθεί κανείς απ’ την κατάσχεση· το μνημόνιο επιτάσσει κι ό,τι κινείται εκτελείται.
          «Μα δεν το καταλαβαίνετε ότι δεν έχω να ζήσω;» είπε στον εφοριακό. «Αυτό δεν είναι δικός μας λογαριασμός κύριε, ο νόμος ορίζει ότι πρέπει να ζήσετε μέχρι να το ξεπληρώσετε, μετά είστε ελεύθερος να κάνετε ό,τι σας φωτίσει ο θεός». Στην πραγματικότητα ο έρμος ο υπάλληλος δεν είπε κάτι τέτοιο, αυτά τα έλεγε μέσες άκρες η εγκύκλιος του Στουρνάρι που του έδειξε αναστενάζοντας.
            Απεναντίας, ο εφοριακός φέρθηκε ανθρώπινα: «Νομίζετε ότι δεν το καταλαβαίνω κύριέ μου;», του είπε αγανακτισμένος. «Εάν ήταν στο χέρι μου θα σας έβαζα ένα κατοστάρικο το μήνα να βολευτείτε κι εσείς, αλλά τι μπορώ να κάνω; Ξέρετε τι βλέπω εδώ μέσα καθημερινά; Δεν το αντέχω άλλο, θα βγάλω καρκίνο, σκέφτομαι να τα βροντήξω και να πάω στο εξωτερικό να πλένω πιάτα (πολύ πιάτο το Αμέρικα…)». Δεν ξέρω εάν το εννοούσε, ή εάν τους κάνουνε ειδικά σεμινάρια ψυχολογίας για να μη γίνει κανένα κακό μέσα στις εφορίες, όμως έπιασε. Τον πατέρα μου τον πήρε το πατρικό του κι άρχισε να παρηγορεί τον εφοριακό. «Κουράγιο παιδί μου, η ζωή είναι ωραία, μη μας μείνεις και στα χέρια κι έχεις κι οικογένεια», τέτοια ωραία και καλοσούσουμα, με την υπογραφή Φίνος Φιλμ.
           Μετά άρχισε το παζάρι. «Εάν αντί για 400, μας δίνεις 500 ευρώ το μήνα…» (πρώτη λιποθυμία, νερό, αέρας με το ντοσιέ και συνεχίζουμε), «… εγώ θα σου κάνω σκόντο και τόσα στο τέλος, έχε χάρη που πιέζουν οι στόχοι, κάλλιο πέντε και στο χέρι, άντε βρε τυχερός είσαι πάλι…». «Μα αφού δεν έχω να δώσω 400, πού να βρω ευλογημένε τα 500, πλλάκα με κάνεις;» (δεύτερη λιποθυμία, χαστουκάκια, νερό στα μούτρα τούτη τη φορά, είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα, δεν ξέρω εάν το έχετε συνειδητοποιήσει).

            Φεύγουν από εκεί, πηγαίνουν στο Δικαστικό Τμήμα της εφορίας. «Μπα, ακόμη έξω είστε εσείς;», του είπε ο εκεί υπάλληλος. «Γιατί, πού έπρεπε να ήμουν;» «Μα στη στενή φυσικά κύριέ μου, ο φάκελός σας έχει ήδη παραπεμφθεί στον εισαγγελέα κι όποτε σας σταματήσει η αστυνομία για έλεγχο θα σας συλλάβει». Ευτυχώς που η αστυνομία έχει έλλειψη προσωπικού, έχουν και κάτι εστίες ανομίας να εκκαθαρίσουν (παιδικούς σταθμούς όπου βρέθηκαν άδεια μπουκάλια μπιμπερό και ασφυξιογόνες πάνες) κι έτσι ακόμη κυκλοφορούσε ελεύθερος, αν και το ελεύθερος είναι μια μεγάλη κουβέντα που δεν είναι του παρόντος χρονογραφήματος ν’ αναλυθεί δεόντως.
            Το σύστημα του καλού και του κακού μπάτσου πάντοτε κλασικό κι εικονογραφημένο και πάντοτε αποδοτικό. Σε εκβιάζει ο ένας, σου δίνει διέξοδο ο άλλος, το αποτέλεσμα προδιαγεγραμμένο. Δεν ήξερα ότι οι Γερμανοί σύμβουλοι της κυβέρνησης είχαν τέτοια θεατρική παιδεία, ότι αντί για οικονομολόγους είχαν στείλει σκηνοθέτες, Φασμπίντερ και ξερό ψωμί. Τελικά συνθηκολόγησε. «Τι μισόν τι όλον», όπως είπε και ο Σόλων, υπέγραψε το συμβιβασμό, βγάλαμε δίσκο μεταξύ φίλων και συγγενών, βάλαμε όλοι από λίγο το χέρι στην τσέπη (χα χα που νόμισα ο ηλίθιος ότι δεν θα μ’ έπαιρναν τα σκάγια), άντε όλοι μαζί αδέλφια, να δώσουμε τα 500 να σωθεί η χώρα κι όλα εντάξει.

              Εντάξει; Αμ δε! Μόλις τελείωσε με τα χαρτιά, πέρασε πάλι απ’ το Δικαστικό της εφορίας. «Λοιπόν ωραία, μόλις σας συλλάβει η αστυνομία, να στείλετε κάποιον να τους φέρει αυτό εδώ το χαρτί και θα ταχτοποιηθεί το θέμα. Το πολύ πολύ να περάσετε δυο τρεις μέρες στην ψειρού, αλλά μην ανησυχείτε θα σας κεράσουν και σουβλάκια, έχει και θέρμανση, καλά είναι». «Μα τι μου λέτε εδώ; Γιατί να με συλλάβουν αφού έχω κάνει διακανονισμό και ήδη πλήρωσα την πρώτη δόση;» (σου λέει γεροντική άνοια έπαθα και δεν καταλαβαίνω τι μου λένε, πάει ξόφλησα…) «Ααα, δεν έχει σημασία. Εφόσον η εντολή έφυγε από τον εισαγγελέα, ο νόμος είναι νόμος».
             «Αν το κουβαλάω παντού και πάντα μαζί μου αυτό το χαρτί;» έκανε ο δόλιος ο πατέρας με μια υποψία ελπίδας. «Φυσικά αυτό θα βοηθήσει, όμως το πιθανότερο είναι και πάλι ότι θα περάσετε τουλάχιστον ένα βράδυ στο κρατητήριο. Όμως μη φοβάστε, επί Νίκου Δένδια οι αστυνομικοί είναι πολύ εντάξει κι ευχάριστοι τύποι, θα δείτε λίγη τηλεόραση όλοι μαζί, άσε που μπορεί να πιείτε και κανένα κρασάκι να γιορτάσετε τη γνωριμία».
               Ζαλισμένος ο άνθρωπος (να μη σας πω για τον φίλο του τον πρώην δικαστικό που είχε αρχίσει να παραμιλάει από το πρωτόγνωρο αίσθημα τάξης και νομιμότητας που βίωνε ξαφνικά στα γεράματα) ξαναπήγε στον πρώτο υπάλληλο, τον «καλό μπάτσο» της υπηρεσίας. «Όλα εντάξει έτσι;» του είπε χαμογελαστός εκείνος (να δεις που κονόμησε και μπόνους ο τύπος, δεν μου το βγάζετε εμένα απ’ το μυαλό). «Μόνο να προσέξετε σας παρακαλώ το εξής: Κάθε μήνα που θα τα πληρώνετε, να έρχεστε εδώ σ’ εμένα να σας υπογράφω το χαρτί και να φροντίζω να πηγαίνουν τα λεφτά σας για εξόφληση του χρέους σας κι όχι οπουδήποτε αλλού».
                Εκεί πλέον τα γερόντια χτύπησαν μπιέλα κι άρχισαν να ρετάρουν. «Δηλαδή πού αλλού μπορούσαν να πάνε τα χρήματα;» ρώτησε όποιος απ’ τους δύο βρήκε πρώτος τη μιλιά του. «Ααα, δεν τους ξέρετε αυτούς, όπως τους ξέρω εγώ. Εάν δεν γίνει σωστά και τυπικά η διαδικασία, είναι ικανοί να σας τα παίρνουν, όμως να μην τα αφαιρούν απ’ το χρέος σας, μπορεί μια μέρα να σας τα ξαναζητήσουν απ’ την αρχή», είπε ο σοφός υπάλληλος. «Δηλαδή να μας κλέψουν επισήμως; Είναι δυνατόν;» «Φυσικά και είναι δυνατόν κύριέ μου, στην Ελλάδα είμαστε» έκλεισε κείνος συνωμοτικά το μάτι. «Όμως μη φοβάστε, εμείς είμαστε εδώ για σας, αρκεί να έρχεστε να δίνετε το παρόν αρχές κάθε μήνα, μη φύγετε απ’ τη χώρα και χάσουμε τον πελάτη».
              Δεν ξέρω σε πόσους φαίνεται φυσιολογικό να λέει στον πολίτη ένας εφοριακός «Πρόσεξε γιατί το υπουργείο μπορεί να σε κλέψει στεγνά κι έλα σε μένα να σε προστατέψω», όμως σ’ εμένα αυτό φαντάζει σουρεαλιστικό (να πάλι ο Φασμπίντερ κι άλλα τέτοια κουλτουριάρικα) κι ας ζω στην Ελλάδα, την αυλή των θαυμάτων. Αυτήν την κυβέρνηση τη γουστάρω τρελά, γιατί δεν με κάνει να βαριέμαι όπως οι παλιότερες. Πάντα κάποιον καινούριο άσσο φυλάει στο μανίκι, για να μας εκπλήξει… αρνητικά, συνέχεια ανακαλύπτει νέα ερεβώδη βάθη στον ορισμό της ξεφτίλας.  

              Όμως το Μέγα Χάος – ο σκοτεινός χλευαστής, που πάντοτε καραδοκεί με μια νέα κακόγουστη φάρσα - δεν είχε πει ακόμη την τελευταία του λέξη. Μόλις φεύγει ο βασανισμένος ο άνθρωπος απ’ την εφορία, ξεπουπουλιασμένος και παραζαλισμένος, ένα χιλιόμετρο παρακάτω τσουπ, τον γραπώνουν οι μπάτσοι… «Παρακαλώ την ταυτότητά σας κύριε, μην ανησυχείτε, πρόκειται για έναν τυπικό έλεγχο».
              Ο ανθρωπάκος τα είδε όλα. Τους παρακολουθούσε μέσα απ’ τον καθρέφτη να χτυπάν τ' όνομά του στον υπολογιστή και τον έκοβε κρύος ιδρώτας, σαν να είχε επάνω του όπλα, ναρκωτικά, κρυμμένους λαθρομετανάστες σε μυστικές κρύπτες του αυτοκινήτου, άδεια μπουκάλια μπύρας ή - ακόμη χειρότερα- σαν να μην είχε πληρώσει τη δόση του στην εφορία μόλις πριν από ένα τέταρτο.
              Καθώς ο μπάτσος πλησίαζε με σταθερό κι αποφασιστικό βήμα, σταύρωσε τα χέρια στο τιμόνι, έτοιμος να φορέσει τα βραχιόλια. Ο μπάτσος του επέστρεψε την ταυτότητα και τον άφησε να φύγει, χωρίς να παραλείψει να ρίξει μια καχύποπτη εξεταστική ματιά στο πελιδνό κι άσπρο πρόσωπο που φανέρωνε κάποια πιθανή ενοχή. Δεν έδωσε όμως συνέχεια, καθώς βιαζόταν να πάει στα Έβερεστ να φάει τοστ μισοτιμής, πριν τελειώσει η βάρδια του και δεν ισχύει πλέον η έκπτωση.
               Ευτυχώς η ελληνική γραφειοκρατία είχε κάνει το θαύμα της και το ένταλμα δεν είχε ακόμη περάσει στα αρχεία των άγρυπνων φρουρών του νόμου. Ο Desperado συνταξιούχος είχε γλιτώσει από την τσιμπίδα του νόμου και κυκλοφορεί ακόμη ελεύθερος. Μα τι στα διάλα κάνει το κράτος; Ελπίζω να μην το μάθει ο Πρετεντέρης κι έχουμε άλλα…

               Από εκείνη τη μέρα νιώθω πραγματικά περήφανος που είμαι γόνος ενός καταζητούμενου φορολογικού εγκληματία, στην ίδια κάστα με τον Άκη, το Γιάννο, τον Παπακωνσταντίνου, τον Βωβό, τον Γαβαλά, τη λίστα Λαγκάρντ (λέμε και καμιά μαλακία να περνάει η ώρα), όλο το jet set δηλαδή. Εάν δεν ήμουν ήδη παντρεμένος, σίγουρα τώρα θα καλοπαντρευόμουνα, θα χτυπούσα και καλή προίκα· θρηνούν τα κορίτσια της αστικής τάξης που έχασαν τέτοιο κελεπούρι. Εμείς είμαστε οι κλέφτες, οι αδίστακτοι ληστές του ελληνικού λαού, οι Desperados. Eμείς τα φάγαμε, σ’ εσάς δεν δώσαμε, τιμή μας και καμάρι μας, την Ελβετία μου μέσα.

(σημείωση: Desperados σημαίνει «Παράνομοι», μα συνάμα σημαίνει κι «Απελπισμένοι». Αυτό ακριβώς είμαστε: Παράνομοι κι απελπισμένοι. Είμαστε οι Desperados αυτού του τόπου και καλά θα κάνετε να κοιτάτε πίσω απ’ την πλάτη σας για μας, γιου μαδαφάκας…)

Σχόλια

  1. Μια μέρα γύρισα στο σπίτι το πρωί
    βρήκα ένα γράμμα πεταμένο στην αυλή
    όσα δε φέρνει ο χρόνος τα φέρνει η στιγμή
    τον Λευτέρη λέει τον εκλείσαν φυλακή
    αποπλάνησε είπαν δεκαεξάχρονη μικρή
    αποπλάνησε είπαν...


    Τι μου θυμιζει αυτο.

    Η πρωτη μου αγαπη ηταν ανηλικη, κορη εισαγγελεα. Τα φτιαξαμε με προτροπη της στα 15 της, ολοκληρώσαμε στα 16,5 λιγο μετα την μεταπολιτευση...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Αφού δε σ' έπιασε ο εισαγγελέας να σε τυλίξει σε μια κόλλα χαρτί, πάλι τυχερός είσαι. Βλέπω σ' αρέσει το ζην επικινδύνως... :D

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου