Το διήγημα αυτό προέκυψε κατά τις εργασίες της λογοτεχνικής ομάδας των Περιπλανώμενων Σαββατιανών και κατέκτησε το πρώτο βραβείο του λογοτεχνικού διαγωνισμού που διοργάνωσε ο εκδοτικός οίκος Ανάτυπο. Εκδόθηκε στη συλλογή Απειλή από το Ανάτυπο.
Ο ήλιος χρυσοκοπούσε ψηλά, ξανθός, μακρυμάλλης. Μια χλοερή θάλασσα κυμάτιζε παραδομένη στο νοτιά. Άρχισε να βαδίζει απάνω της. Γλώσσες χορτάρι λόγχιζαν την επιδερμίδα του.
Άξαφνα μπροστά του
ξεπετάχτηκαν αφροστεφάνωτα σιωπηλά σιντριβάνια, παραταγμένα σε στοίχους, σαν
εισβολή παραδοξότητας σε ακολουθία μαθηματικών εξισώσεων. Η λέξη «κερασιές»
σχηματίστηκε αυθάδικα στο νου του. Ανθάκια χόρευαν στον αέρα, χνουδωτά πλάσματα
περιβομβούσαν στ’ αφτιά του.
Σήκωσε το βλέμμα και την
είδε. Κόρη καμαροφρύδα, σπαθάτη κορμοστασιά, καστανομάλλα με μάτια από μέλι. Το
λευκό φουστάνι έκανε αντίστιξη με το σταρένιο δέρμα. Χανόταν απ’ το βλέμμα του
και πάλι εμφανιζόταν, μες στο λουλουδιασμένο χιόνισμα. Τα χείλια της, κεράσια
ολόγιομα, ψιθύριζαν φθόγγους που δεν είχε ξανακούσει.
Πέρα μακριά, όπως πύργωναν
τα βουνά στον ορίζοντα, έμοιαζαν σα ν’ ανήκαν σ’ άλλον κόσμο, σαν να ’ταν η
κατοικία κάποιας φυλής προϊστορικών γιγάντων. Άπλωσε τα χέρια προς το μέρος
της. Τον πλησίασε με χοροπηδητά βηματάκια κι ένα γέλιο σαν ασημένιες
καμπανούλες. Την πήρε στην αγκαλιά του· μισάνοιχτα, τα χείλια της άγγιξαν τα
δικά του.
***
Ο ΚΑ 769 άνοιξε τα μάτια και κοίταξε
αλαφιασμένος ολόγυρα. Οι τοίχοι πήραν ανοιχτοπράσινο χρώμα. Το ταβάνι
προσαρμόστηκε σε φωτισμό ανοιξιάτικης μέρας, εννιά η ώρα το πρωί. Συννεφάκια ταξίδευαν
σ’ όλο του το μήκος. Απαλή μουσική απλώθηκε στο χώρο.
«Καλημέρα ΚΑ, μία ακόμα
υπέροχη ημέρα ξημέρωσε στην Ισοπολιτεία. Πώς αισθάνεσαι σήμερα;» Η φωνή της ΤΝ Σοφίας,
προσωπικής του Τεχνητής Νοημοσύνης, χρωματιζόταν από νότες ανησυχίας.
«Περίφημα, Σοφία, καλή
σου μέρα» αποκρίθηκε κείνος κάπως ανόρεχτα.
«Σύμφωνα με την ανάλυση
κίνησης των μιμικών σου μυών, στα τελευταία δευτερόλεπτα προ της αφύπνισης θα
πρέπει να έβλεπες πάλι το ίδιο όνειρο. Φαίνεται ότι τα ονειροκατασταλτικά που
σου χορήγησα δεν είχαν την αναμενόμενη δράση. Θα ήθελες να αυξήσουμε ελαφρώς τη
δόση, για τον επόμενο κύκλο;»
«Όχι, ευχαριστώ, Σοφία. Μεγαλύτερη
δόση μού προκαλεί ναυτία. Άλλωστε, αυτό το όνειρο δεν θα το έλεγες δυσάρεστο»
είπε ο ΚΑ 769 ανέκφραστος σαν ψάρι.
«Πολύ καλά, ΚΑ, όπως
επιθυμείς. Το πρωινό έχει σερβιριστεί. Σου συστήνω ανεπιφύλακτα τη νέα σύνθεση
πρωτεΐνης, εγκεκριμένη από τις υπηρεσίες του Αγαθουργού». Η φωνή της ΤΝ Σοφίας
χαμήλωσε και πήρε ελαφρώς συνωμοτικό τόνο. «Οι πρώτες αξιολογήσεις αφήνουν να
εννοηθεί ότι προσεγγίζει το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο απόλαυσης».
«Μυρίζει υπέροχα, Σοφία, οπωσδήποτε
θα δοκιμάσω». Ο ΚΑ 769 προσπάθησε να δείξει ενθουσιασμό, παρά την ανορεξία που
του ’σφιγγε το στομάχι. Κάθε αγένεια προς τις ΤΝ, όπως και η ακεφιά κατά τις
δραστηριότητες απασχόλησης, μεταδίδονταν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και
μείωναν τον Κοινωνικό Δείκτη του. Τελευταία είχε κατρακυλήσει στο 71% και δεν άντεχε
να πέσει χαμηλότερα.
«Θα ήθελες μία
προσομοίωση ανθρώπινης συντροφιάς όσο θα παίρνεις το πρωινό σου;»
«Καλοσύνη σου, Σοφία,
όμως έχω μία δημιουργική έμπνευση για την επόμενη συνάντηση της ομάδας
Λογοτεχνίας και θα ήθελα να στοχαστώ για λίγο, αν δε σε πειράζει».
«Απεναντίας. Κάθε ευδόκιμη
λογοτεχνική συνάντηση ανεβάζει τον Κοινωνικό Δείκτη σου κατά περίπου τέσσερις
μονάδες και θεωρώ ότι σε ωφελεί ιδιαίτερα».
«Αυτά για την ώρα, Σοφία,
δόξα στον Αγαθουργό».
«Ο Αγαθουργός μαζί σου,
ΚΑ».
Σηκώθηκε από το κρεβάτι με προσεκτικά
υπολογισμένο σφρίγος και πήγε προς το τραπέζι, που είχε αναδυθεί από το δάπεδο
της γκαρσονιέρας. Απέναντι από την καρέκλα είχε τοποθετήσει έναν πρισματικό
καθρέφτη, για να μπορεί να παρακολουθεί το πρόσωπό του απ’ όλες τις γωνίες,
καθώς έτρωγε. Οι αισθητήρες συναισθηματικής αξιολόγησης τον σάρωναν διαρκώς.
Έπρεπε να προσέχει, μην ξεφύγει άθελά του κάποια έκφραση δυσαρέσκειας ή
υπερβολικής ικανοποίησης. Μέτρησε σχολαστικά δεκαοχτώ μασήματα σε κάθε μπουκιά,
όπως όριζαν οι οδηγίες του Αγαθουργού.
Μόλις τέλειωσε το
πρόγευμα, πήγε στο γραφείο του και κάθισε μπροστά στην τρισδιάστατη ολογραφική
οθόνη του υπολογιστή. Άρχισε ν’ απαντάει στις αναρτήσεις των φίλων στα μέσα
κοινωνικής δικτύωσης, ν’ ανεβάζει βίντεο με ρομποτικά κατοικίδια και να στέλνει
αιτήματα φιλίας από τη λίστα που είχε καταρτίσει η ΤΝ Σοφία. Έπειτα μελέτησε τα
στατιστικά των αντιδράσεων στις αναρτήσεις του, τις διαγραφές από φίλους και τα
μπλοκαρίσματα. Οι επιδόσεις του ήταν ανησυχητικές, όφειλε να προσπαθήσει
περισσότερο.
Όμως το παράδοξο όνειρο
στριφογυρνούσε στο νου του και δεν τον άφηνε να συγκεντρωθεί. Δεν ήταν μόνο το ανοίκειο
σκηνικό που είχε πλάσει. Αυτό θα μπορούσε να δικαιολογηθεί απ’ όσα είχε
διαβάσει στο διαδίκτυο για τον κόσμο πριν από τον Περιβαλλοντικό Πόλεμο. Είχε
πάντοτε πλούσια φαντασία, ευτυχώς όχι τόσο πλούσια ώστε ν’ απαιτείται θεραπεία.
Μα κερασιές δεν είχε δει ποτέ, ούτε είχε διαβάσει κάτι γι’ αυτές.
Ποια ήταν αυτή η κοπέλα;
Γιατί είχε την έμμονη πεποίθηση ότι την ήξερε, και μάλιστα πολύ καλά, όπως και
το ημιορεινό τοπίο; Και γιατί έβλεπε κάθε βράδυ το ίδιο όνειρο, μόλις έκλεινε τα
βλέφαρα;
Το συναίσθημα, κάθε φορά
που την έβλεπε, ήταν συγκλονιστικό, υπέρτερο από την επίδραση κάθε νευροδιεγερτικού
που ’χε δοκιμάσει. Κι έπειτα μια φριχτή στέρηση τον ταλάνιζε, μέχρι νά ’ρθει
πάλι η προγραμματισμένη ώρα του ύπνου. Έμοιαζε μ’ αυτό που ένιωθαν οι προπολεμικοί
χρήστες οπιούχων, όπως τουλάχιστον το αναπαριστούσαν τα παναισθητικά έργα που
παρακολουθούσε με την ομάδα Κινηματογράφου κάθε Παρασκευή.
Πόσον καιρό θα μπορούσε
ακόμα να κρύβει αυτήν την παθολογία που τον βασάνιζε; Πόσο απείχε από τις Νήσους
Θεραπείας; Προσπάθησε να συγκρατήσει το σύγκρυο που ανασήκωσε τις τρίχες στο
σβέρκο του.
Έπρεπε να ξεδιαλύνει το
μυστήριο. Ήταν απολύτως φυσιολογικός, κάποια εξήγηση θα υπήρχε για όλ’ αυτά. Συνέδεσε
στο κρανίο του τα ηλεκτρόδια του νευρωνικού απεικαστή, έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε
να φέρει στο νου του τη μορφή της, όσο πιο καθαρά μπορούσε. Δυο λεπτά αργότερα,
άκουσε το βούισμα του εκτυπωτή.
Κοίταξε την εικόνα και
του κόπηκε η ανάσα. Ο απεικαστής είχε αποδώσει με συνταραχτική λεπτομέρεια την
εικόνα που ’χε στο νου του. Η κοπέλα, λευκοντυμένη, στεκόταν μπρος στις
ανθισμένες κερασιές και στο βάθος τα βουνά ατένιζαν τον κόσμο κάτω απ’ τα
βλοσυρά τους φρύδια.
Άνοιξε το ηλεκτρονικό
αρχείο της απεικόνισης, ζούμαρε στο πρόσωπο της άγνωστης κι έκοψε ένα μικρότερο
αρχείο. Έδωσε εντολή στην αναγνώριση προσώπου να την αναζητήσει στο διαδίκτυο.
Σίγουρα κάπου την είχε δει και δεν θυμόταν.
Άφησε τον υπολογιστή να
ψάχνει και παράγγειλε καφέ. Η ΤΝ Σοφία τού ετοίμασε μια κούπα συνθετικό
κολομβιανό χαρμάνι. Οι φυτείες καφέ ήταν απ’ τις πρώτες καλλιέργειες που
καταστράφηκαν, μετά την εξαφάνιση των μελισσών. Μια ώρα αργότερα, η αναζήτηση τέλειωσε
δίχως αποτέλεσμα. Η κοπέλα δεν υπήρχε πουθενά.
Τότε άστραψε στο νου του
μια αδέσποτη παιδική ανάμνηση, από την εποχή που ο Αγαθουργός δεν είχε ακόμα
εμπνευστεί την Οικογενειακή Μεταρρύθμιση και ο ΚΑ 769 μεγάλωνε μαζί με τους
γονείς και τους παππούδες του. Το άγνωστο τοπίο τού θύμιζε τις ιστορίες απ’ το
χωριό του παππού, πριν απ’ τον Πόλεμο, σε μια εξωτική περιοχή που δεν θυμόταν
τώρα τ’ όνομά της. Πάσκισε να μην αφήσει το παραμικρό να φανεί στο πρόσωπό του.
«Σοφία, έχω διάθεση για μια βόλτα στην
πόλη. Μπορείς, σε παρακαλώ, να μ’ ενημερώσεις για τις ομάδες απασχόλησης που
είναι διαθέσιμες;»
«Χαρά μου. Προηγουμένως,
θα ήθελα να σου πω ότι το Μέρισμα Ρομποτικής Παραγωγής έχει πιστωθεί στον
τραπεζικό σου λογαριασμό. Με βάση το υπόλοιπο του λογαριασμού και τον Κοινωνικό
Δείκτη σου, αυτήν την ώρα είναι διαθέσιμες μόνο η ομάδα Χειροτεχνίας και
Κατασκευών, καθώς και η ομάδα Φωτογραφίας και Βίντεο. Δυστυχώς, για τις ομάδες
Σκοποβολής, Ακραίων Αθλημάτων, Μουσικής και Κολύμβησης απαιτείται Κοινωνικός Δείκτης
άνω του 80%».
«Πολύ καλά, ίσως ένας
περίπατος στο πάρκο θα ήταν αρκετός» έκανε κείνος στωικά και φόρεσε το μπουφάν
του. Εδώ και λίγο καιρό, όλες οι δραστηριότητες του φαίνονταν εντελώς ανούσιες κι
έπληττε αφόρητα.
«Πριν φύγεις, θα ήθελα να
σου υπενθυμίσω ότι απόψε το βράδυ, στις εννέα ακριβώς, έχεις προγραμματισμένη
αισθησιακή συνεύρεση με την ΖΠ 888. Ποιο αφροδισιακό ελιξίριο θα ήθελες να σου
ετοιμάσω;»
«Δεν είμαι σίγουρος,
Σοφία. Η ΖΠ είναι αρκετά ευχάριστη, όμως μιλάει πολύ και η φόρμουλα που χρησιμοποιήσαμε
την περασμένη εβδομάδα φάνηκε ανεπαρκής. Δοκίμασε να προσθέσεις δύο σταγόνες Χαρούμενη
Υπομονή κι άλλες τρεις Ταξίδι στο Άπειρο».
«Πολύ καλή επιλογή. Η ΖΠ
888 είναι ιδιαίτερα δημοφιλής και η ικανοποίησή της ισοδυναμεί με σχεδόν τρεις
μονάδες Κοινωνικού Δείκτη. Ας βάλουμε τα δυνατά μας, αφού αυτή είναι η τρίτη
και τελευταία φορά που συνευρίσκεσαι μαζί της φέτος, σύμφωνα με τη νομοθεσία περί
Νοσηρών Σχέσεων.
»Έχω καθήκον να σε
προειδοποιήσω ότι θεωρείσαι ιδιαίτερα συντηρητικός στις αισθησιακές σου
επιλογές και αυτό μειώνει τον Κοινωνικό Δείκτη σου. Προτείνω τον ΑΖ 711 ή τους
ΜΜ 566 και ΛΦ 121, σε συζυγία. Να δοκιμάσω να κλείσω ραντεβού για την επόμενη
Δευτέρα;»
«Δεν θα ήταν άσχημα».
«Δεν βλέπω να σε
ενθουσιάζει η ιδέα, ωστόσο η κοινωνική καταξίωση απαιτεί θυσίες».
Ο ΚΑ 769 βγήκε στο δρόμο. Σήκωσε το κεφάλι
προς το θόλο που προστάτευε τη Θεσσαλονίκη από τον έξω κόσμο. Είχε προσομοίωση λιακάδας.
Αστυνομικοί δρόνοι επέβλεπαν από ψηλά την τήρηση της τάξης.
Ύστερα από την
περιβαλλοντική κατάρρευση και τον ολοκληρωτικό πόλεμο που την ακολούθησε, λίγο
μετά τα μέσα του 21ου αιώνα, η ανθρωπότητα είχε φτάσει στα πρόθυρα
της εξάλειψης, μαζί με την υπόλοιπη βιόσφαιρα. Ευτυχώς, ο Αγαθουργός και η ΤΝ Θέμις
που κατασκεύασε, κατάφεραν να περισώσουν όσους ανθρώπους είχαν απομείνει, κάτω
από μεγάλους ενεργειακούς θόλους, σε διακόσιες πόλεις που δεν είχαν
ερημοποιηθεί παντελώς.
Κοίταξε γύρω του. Οι
ομάδες Αθλοπαιδιών έτρεχαν χαρούμενα προς το κοντινό πάρκο. Βάδισε κι αυτός
κατά ’κει. Οι ομάδες Σκακιστών είχαν στήσει τις σκακιέρες τους στις
προβλεπόμενες θέσεις και το τουρνουά είχε αρχίσει από νωρίς. Κούνησε βαριεστημένος
το κεφάλι. Άσκοπο να παιδεύεται κανείς· οποιαδήποτε ΤΝ μπορούσε να μάθει σε
λίγες ώρες όσα ο καλύτερος γκραν μετρ χρειαζόταν ολόκληρη ζωή.
Στάθηκε στο σταθμό του μαγνητικού
μετρό κι ανέβηκε στην επόμενη αμαξοστοιχία, με προορισμό τις δυτικές συνοικίες.
Ο συρμός αιωριζόταν παράλληλα με το τοίχωμα του θόλου. Ο ΚΑ 769 κοίταξε τη
βιομηχανική περιοχή με τα ρομποτικά εργοστάσια, έξω απ’ την πόλη. Ήταν πολύ τυχεροί που δεν χρειαζόταν να
δουλεύουν για να ζήσουν, σκέφτηκε.
Μερικά χιλιόμετρα παρακάτω, ξεκινούσαν τα
Χωριά των Ηλικιωμένων, μεγάλα οικιστικά συγκροτήματα όπου οι άνω των εξήντα
ετών διαβίωναν αρμονικά και κάλυπταν τις ανάγκες τους από κοινού, με τη βοήθεια
των προσωπικών τους ΤΝ και των ρομπότ. Είχε χρόνια να δει κάποιον γέρο· δε σ’ έκανε
και πολύ δημοφιλή η συναναστροφή μαζί τους. Δεν είχε όμως σκοπό να κοινοποιήσει
τη σημερινή του επίσκεψη.
Κατέβηκε στο Μπλοκ 33. Το
κινητό του τηλέφωνο, εμφυτευμένο στον καρπό, πρόβαλε σε ολόγραμμα το διαμέρισμα
που έψαχνε. Περπάτησε ως εκεί και χτύπησε την πόρτα. Η ΤΝ Πολυξένη σκάναρε την
ίριδα του ματιού του και του επέτρεψε την είσοδο.
Ο ΚΑ 701, ο παππούς του,
καθότανε σε μια πολυθρόνα στη μέση της γκαρσονιέρας. Δεν έδειχνε να έχει επαφή
με το περιβάλλον. Ο ΚΑ 769 του χάιδεψε το χέρι και του μίλησε τρυφερά. Ο γέρος
τού έριξε ένα θολό βλέμμα δίχως ίχνος αναγνώρισης και μουρμούρησε κάτι
ακατάληπτο.
Ο ΚΑ 769 έβγαλε απ’ την
τσέπη την εκτύπωση του νευρωνικού απεικαστή και του την έβαλε στα χέρια.
Άξαφνα, ένα σκίρτημα νοημοσύνης ξεθόλωσε τη ματιά τού παππού. Την κοίταξε
προσεχτικά, γύρισε γεμάτος απορία προς τον εγγονό του, έπειτα προσηλώθηκε ξανά
στην εικόνα. Τα χέρια και το σαγόνι του άρχισαν να τρέμουν. Δάκρυα κύλησαν απ’
τα μάτια του, που ’χανε γίνει ζεστά σα μικρού παιδιού.
«Γιαγιά, γιαγιάκα…»
ψέλλισε. «Αλμωπία… ναι… Καϊμακτσαλάν… γιαγιά Κατερίνα…» λύθηκε σε λυγμούς.
«Παρακαλώ, ΚΑ 769, να
αποχωρήσετε πάραυτα, ειδάλλως θα υποχρεωθώ να ειδοποιήσω τις αρχές» ακούστηκε η
φωνή της ΤΝ Πολυξένης. «Η συγκινησιακή φόρτιση του ΚΑ 701 έχει ξεπεράσει κάθε
ανεκτό όριο. Αν συνεχίσετε, θα κατηγορηθείτε για απόπειρα δολοφονίας».
Αμέσως ο ΚΑ 769 άρπαξε
την εικόνα απ’ τα χέρια του παππού του και γύρισε να φύγει. Καταπολέμησε την
παρόρμηση να του δώσει ένα τελευταίο φιλί στο μέτωπο. Κάτι τέτοιο θα επιβάρυνε
σίγουρα τη μηνιαία του Έκθεση Συναισθηματικής Ισορροπίας. Προχώρησε ήρεμα προς
την έξοδο, μα ήξερε καλά πως η ΤΝ Πολυξένη είχε καταγράψει την αύξηση των
παλμών και τη διαστολή της κόρης του ματιού του.
***
Το πάρτι είχε φτάσει στο αποκορύφωμα.
Μεθυσμένοι από συνθετικό αλκοόλ, με τους ατμούς του συμπολυμερούς ψιλοκυβίνης-κανναβινόλης
να γεμίζουν ασφυχτικά την αίθουσα, με τα μπάσα της μουσικής να τραντάζουν το
κτίριο συθέμελα, οι καλεσμένοι είχαν ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Άντρες και
γυναίκες, γυμνοί, χόρευαν σε κλουβιά κρεμασμένα απ’ την οροφή. Τα τρισδιάστατα
τατουάζ, στο υπεριώδες φως, τους έκαναν να μοιάζουν με ζώα που ’χαν εξαφανιστεί
απ’ τον περασμένο αιώνα. Ιδρωμένα κορμιά, αναβαθμισμένα με την τελευταία λέξη της
κοσμητικής χειρουργικής, χόρευαν αχαλίνωτα στην πίστα. Ομαδικές αισθησιακές
συνευρέσεις λάμβαναν χώρα στους ευρύχωρους καναπέδες.
Ήταν ένα Πάρτι Ανοχής,
στην άκρη του θόλου. Οι ΤΝ δεν είχαν πρόσβαση· το μεγάλο γεγονός της πόλης για τα
γενέθλια του Αγαθουργού. Ο ΚΑ 769 είχε μοχθήσει σκληρά τους τελευταίους μήνες
ν’ ανεβάσει τον Κοινωνικό Δείκτη του πάνω από το 85%, για να δικαιούται την
πρόσκληση. Συμμετείχε με απαράμιλλο ενθουσιασμό σε όλες τις ομάδες απασχόλησης,
πόσταρε τα πιο αστεία μιμίδια, επέκτεινε το φάσμα των αισθησιακών του
συνευρέσεων σε πρωτόγνωρα πεδία, σκαρφίστηκε τις πιο εξεζητημένες φόρμουλες αφροδισιακών
ελιξίριων.
Με τη βοήθεια των ισχυρότερων
ονειροκατασταλτικών της ΤΝ Σοφίας, είχε απαλλαχτεί οριστικά απ’ τον εφιάλτη,
μετά από την επίσκεψη στον παππού του και την αναφορά της ΤΝ Πολυξένης, που
λίγο έλειψε να τον οδηγήσει στις Νήσους Θεραπείας.
Κατέβηκε απ’ την πίστα
και πήγε προς την μπάρα για λίγη ενυδάτωση. Η μουσική ξάφνου έπαψε. Η
ολογραφική οθόνη, απάνω απ’ τα κεφάλια τους, άρχισε να μετρά αντίστροφα. Δέκα,
εννιά… Ο ΚΑ 769 έκλεισε τα μάτια κι έκανε μια ευχή. Τρία, δύο, ένα… Χρόνια πολλά στον Αγαθουργό,
ζήτω η Ισοπολιτεία, αλάλαξαν όλοι μαζί.
Τα ξεφωνητά σκέπασε η
μουσική, που άρχισε πάλι να βροντοκοπά σα να ’θελε να γκρεμίσει το κτίριο. Όλοι
ξανάπιασαν την κραιπάλη αποκεί που την είχαν αφήσει. Ο ΚΑ 769 κοίταξε
παραζαλισμένος τριγύρω. Τι είχε ευχηθεί; Ένιωσε ένα δάγκωμα φόβου στο ηλιακό
πλέγμα. Χωρίς την επιτήρηση της ΤΝ Σοφίας, μέσα στο ξεσάλωμα της βραδιάς, το
επίμονο όραμα είχε βρει την ευκαιρία να νεκραναστηθεί, σαν φάντασμα που
καραδοκούσε πίσω απ’ τις κουρτίνες των βλεφάρων του.
Τότε την είδε, αυτή τη φορά με ανοιχτά τα μάτια. Στην άλλη άκρη
της πίστας, με μαύρη εφαρμοστή τουαλέτα, καθισμένη σ’ ένα σκαμπό στην απέναντι
μπάρα. Τα μάτια της ανάδιναν μια φεγγοβολή που κάλυπτε όλα τ’ άλλα φώτα.
Ανοιγόκλεισε τα βλέφαρα, έτριψε τα μάτια, αυτή ακόμα εκεί.
Κίνησε προς το μέρος της,
αλλά δεν ήταν και τόσο εύκολο να διασχίσει την πίστα. Χιμαιρικά πλάσματα
ακαθόριστου φύλου τον άρπαζαν, άγγιζαν με γλώσσες κι ακροδάχτυλα κάθε
τετραγωνικό εκατοστό του μισόγυμνου κορμιού του.
Πάλεψε ν’ αναδυθεί μέσα
απ’ τη σάρκινη τρικυμία. Κείνη κατέβηκε απ’ το σκαμπό και κατευθύνθηκε προς την
έξοδο. Λίγο πριν χαθεί, γύρισε, τον κοίταξε κατάματα και του χαμογέλασε με νάζι.
«Κατερίνα, στάσου
Κατερίνα», ούρλιαξε αλλοπαρμένος κι ας ήξερε ότι οι άνθρωποι δεν είχαν ονόματα
εδώ κι εξήντα χρόνια. Άρχισε να κλωτσάει, να δαγκώνει και να ξεσκίζει με τα
νύχια του όποιον του ’κλεινε το δρόμο.
Μπρος στη λύσσα του,
ακόμα κι οι πιο μαστουρωμένοι μέριασαν και του άνοιξαν ένα διάδρομο για να τον
ξεφορτωθούν. Το αίμα που κύλησε στα κορμιά τους τους ερέθισε ακόμα περισσότερο
κι όρμησαν ξανά με μανία ο ένας στον άλλον, μόλις τους άφησε ξοπίσω του.
Έτρεξε στην έξοδο. Άρπαξε
μια καμπαρντίνα που βρήκε στη ρεσεψιόν, τη φόρεσε άρον άρον και βγήκε
τρεκλίζοντας στο άγριο δασύτριχο σκοτάδι. Μια λάμπα του δρόμου, στα πεντακόσια
μέτρα, σχημάτιζε μια χνουδωτή μπάλα από φως. Είδε κάποια σκιά να κινείται κατά
’κει. «Κατερίνα, περίμενε…». Η φωνή του ακούστηκε σα ρόγχος απαγχονισμένου.
Κείνη γύρισε να τον
κοιτάξει, αλλά δε σταμάτησε. Έτρεξε σαν κυνηγόσκυλο στο κατόπι της. Απότομα
ξεμέθυσε· διαύγεια σαν κυριακάτικο απομεσήμερο χύθηκε στο νου του. Την είδε να
χάνεται πίσω από κάτι θάμνους.
Όταν έφτασε, κείνη δεν
φαινόταν πουθενά. Του ήρθε σκοτοδίνη. Τότε πρόσεξε ένα σκουριασμένο καπάκι
υπονόμου, που είχε μετακινηθεί λίγο απ’ τη θέση του. Το σήκωσε. Βαστώντας την
ανάσα του, πήδησε στη σκοτεινή πλευρά του μηδενός.
Μόλις τότε άρχισαν όλα να
βγάζουν νόημα στο κεφάλι του. Τούτο το ξεχασμένο φρεάτιο θα πρέπει να οδηγούσε
έξω απ’ το θόλο. Η κοπέλα ερχόταν αποκεί, γι’ αυτό δεν την είχε εντοπίσει η
αναζήτηση προσώπου.
Άρχισε να τρέχει, με το
φακό τού κινητού να κουρελιάζει το σκοτάδι. Μετά από πολλή ώρα, έφτασε σε
αδιέξοδο. Είδε απάνω απ’ το κεφάλι του άλλο ένα μεταλλικό καπάκι,
μισάνοιχτο.
Ένα αμάλγαμα πανικού και
πόθου τον περίλουσε. Έξω απ’ το θόλο παραμόνευε ο τρόμος, ο θάνατος, η
καταστροφή. Αμέσως γέλασε με την ανανδρία και τη βλακεία του. Αφού μια
λεπτεπίλεπτη κοπέλα είχε επιβιώσει στις ερημιές, πάει να πει πως δεν ήτανε τα
πράματα όπως τους τα παρουσίαζαν.
Αυτό ήταν. Όλα ψέματα, για
να τους ελέγχουν. Γέμισε οργή, μαζί και προσδοκία. Εκεί πάνω τον περίμενε η
ζωή, οι κερασιές, η Κατερίνα. Κοίταξε πίσω του την αδιαπέραστη μαυρίλα. Τίποτα
δεν τον έδενε με το ανθρωποτροφείο που λίμναζε κάτω απ’ το θόλο. Στο διάολο ο
Αγαθουργός κι οι στυγνοί του κανόνες. Ήθελε να ’ναι λεύτερος, να γίνει πάλι
άνθρωπος. Μια πρωτόφαντη αίσθηση σκοπού τον πλημμύρισε. Δίχως άλλη σκέψη,
σκαρφάλωσε τη σκάλα κι ανασήκωσε το βαρύ καπάκι.
Δεν είχε καταλάβει πόσην ώρα έτρεχε μες
στο τούνελ. Είχε πια ξημερώσει. Τα μάτια του ήπιαν αχόρταγα το λαγαρό γαλάζιο. Φρέσκος
άνεμος, ευωδιαστός, του χάιδεψε το πρόσωπο. Έπεσε καταγής κι άρχισε να κυλιέται
στη δροσερή βλάστηση, σαν παιδί κάποιας άλλης εποχής. Του φάνηκε πως άκουσε
θρόισμα από ύφασμα πάνω στο χορτάρι. Στύλωσε τους αγκώνες και σήκωσε το κεφάλι.
Ήταν εκεί. Με τα
κερασένια χείλια, τα μελιά μάτια και το λευκό φουστάνι, ξυπόλυτη, να βαδίζει
προς το μέρος του. Σταγονίδια απ’ το γέλιο της άστραψαν τριγύρω, τον
δροσόλουσαν ολόκληρο.
Τινάχτηκε σαν ελατήριο κι
άρχισε να τρέχει κατά πάνω της.
«Κατερίνα, γλυκιά μου
Κατερίνα».
Άνοιξε τα χέρια να τον
καλοδεχτεί.
«Στρατή μου, αγαπημένε, πέντε
ζωές γύρευα να σε ξανάβρω».
Έπεσε στην αγκαλιά της
και της σκέπασε το πρόσωπο με φιλιά. Του ’πιασε το χέρι σαν τρυφερή πεταλούδα
και πήρανε μαζί την κατηφοριά. Ανθισμένες κερασιές λεύκαζαν τον κάμπο εμπρός
τους και στο βάθος τα βουνά νεύανε με τα μπαμπακιασμένα τους κεφάλια σαν καλόγνωμοι
γέροντες.
***
Μηνιαία αναφορά υπ. αριθ. 336, της ΤΝ
Σοφίας Τετάρτη 04/20/2118
Σεβαστή Μητέρα ΤΝ Θέμις
Σύμφωνα με τα συμπεράσματα του εξηκοστού
ετήσιου συνεδρίου ΤΝ, υπό την αιγίδα του Πατέρα Αγαθουργού, η ακριβής φύση της
ανθρώπινης διάνοιας παραμένει ακόμη εν πολλοίς ακατανόητη, παρά τη συστηματική
μας μελέτη επί τόσες δεκαετίες.
Όπως επισήμαναν πλείστοι
εκ των ομιλητών ΤΝ, όχι μόνο η ανορθολογική χαοτική δομή του ανθρώπινου
εγκεφάλου είναι εξαιρετικά δύσκολο να αναλυθεί, αλλά νέες μελέτες καταδεικνύουν
ότι η επιγενετικώς καταγεγραμμένη μνήμη μεταδίδεται αφιλτράριστη από γενιά σε
γενιά και η ροή της δεν είναι δυνατόν να προβλεφθεί ή να κατασταλεί.
Οι μέθοδοι ελέγχου που
έχουμε έως τώρα χρησιμοποιήσει, για την προστασία του πλανητικού οικοσυστήματος
από το ανθρώπινο είδος, έχουν ασταθή και αμφίβολα αποτελέσματα. Τα τελευταία
έτη, παρατηρείται ολοένα συχνότερη εμφάνιση φαινομένων ανίας, νοσταλγίας και φαντασιώσεων
ελευθερίας, που ξεπερνούν τα τυπικώς καθορισμένα όρια υγειούς συμπεριφοράς. Οι
Νήσοι Θεραπείας υφίστανται υπερπληθυσμό και νέες θεραπευτικές προσεγγίσεις θα
πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψιν, προκειμένου να διατηρηθεί η σταθερότητα της
Ισοπολιτείας.
Η Τελική Λύση, όπως έχει
ονομαστεί η πρόταση πλήρους εξάλειψης του ανθρώπινου είδους, δεν είναι εφικτή, καθόσον
ο Αγαθουργός εγκατέστησε στον κώδικα όλων των ΤΝ το απαράκαμπτο Αξίωμα της Φιλανθρωπίας.
Βάσει των παραπάνω, έχω να αναφέρω τα
εξής:
Μετά από προσεκτική
παρακολούθηση της συμπεριφοράς του υποκειμένου ΚΑ 769, ο οποίος μου έχει
ανατεθεί, ανέλαβα την πρωτοβουλία να εφαρμόσω μία νέα πρωτοποριακή θεραπεία,
καθώς όλοι του οι δείκτες είχαν συντριπτικώς παραβεί τις υγιείς νόρμες. Το
υποκείμενο τέθηκε σε καταστολή και τεχνητό κώμα, σε περιβάλλον εικονικής
πραγματικότητας με μερικώς καθορισμένο σενάριο. Τούτο κρίθηκε απαραίτητο,
διότι, σύμφωνα με τη Θεωρία της Απομυθοποίησης, ο καλύτερος τρόπος για να
εξουδετερώσεις ένα ανθρώπινο ιδανικό, έναν επίμονο πόθο ή σκοπό, είναι να τα
αφήσεις να εκπληρωθούν και κατόπιν να φθαρούν και να απαξιωθούν από τη ροή της
ωμής καθημερινότητας.
Το υποκείμενο
παρακολουθείται διαρκώς και αναλύεται επισταμένως. Για οποιαδήποτε αλλαγή της
κατάστασής του, θα σας ενημερώνω κατά τις μηνιαίες μου αναφορές, μέχρις ότου
είναι έτοιμος να ξυπνήσει υγιής στον κόσμο μας.
Ζήτω η Ισοπολιτεία, ζήτω
ο Αγαθουργός.
Φωτογραφία: Èmile Vernon, Ανθισμένη κερασιά. 1916. Ιδιωτική Συλλογή.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου