Η Γλώσσα του Ανέμου



Δημοσιεύτηκε σε έντυπη μορφή, στο συλλογικό έργο
"Γιορτή Ποιητών", της Διεθνούς Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών", 
από τις εκδόσεις Ωρίων





Θέλω να γράψω τη γλώσσα του ανέμου
Αερικά να ουρλιάζουνε ξωπίσω μου οι λέξεις
Σα συγχορδίες καταχθόνιων τυφώνων
Να σπαράζουνε τη γης που από πόθο θα ματώνει
Ορχηστρωμένες λαίλαπες τα πέλαα να συντρίβουν
Πνέμα να ολολύσει αμαυρό απ’ την ψυχή μου

Δαίμονες της Σκόνης να χορεύουν βουρλισμένοι
Σα δερβισάδες στης Αβύσσου τ’ ακροδάχτυλα
Θέλω ν’ ακούσω τη γραφή να στροβιλιέται
Κι ολάκερη ένα αυτί, να σιγήσει η λειψόθωρ’ ύπαρξή μου
Αμμοθύελλες να μου σκιάζουνε τον ήλιο οι λογισμοί
Σμιλεύοντας το βράχο της καρδιάς μου με το νύχι
Να παίρνουν σχήμα η αγωνία κι η προσμονή

Να ‘ρθει ο Λόγος ν’ αναβλύσει σαν τις μπόρες
Στο στόμα να φυλάγω της οργής τον κεραυνό
Και  στον άσκαυλο του Αιόλου να φυσάω
Να βουίξουν ως τις εσχατιές τα πάθια των ανθρώπων
Οι στεναγμοί της πείνας, οι βόγγοι της σκλαβιάς
Ο βρυχηθμός της ώριμης ανάγκης
Ν’ αναριγήσουν σύσπιτα των αφεντών τα κάστρα
Στα ενύπνιά τους να πλανιέται ο βραχνάς
Λύκος που αρουλίζει γδικιωμό κι όρκο αμποδένει
Με της μυριόφεγγης Σελήνης τη γητειά

Να λευτερώσω ρεύματα φορτσάδα
Που θα σκορπούνε τις αντάρες των καιρών
Τον ζόφο της απόγνωσης, το έλεος της καταφρόνιας
Ήλιο να πιουν φωτόσταγμα οι καρδιές
Να έχω λέει τον Ζέφυρο στο χέρι το δεξί
Και στο ζερβό μου τον Σορόκο να προστάζω
Φουριόζοι να γιομώνουν τα τρικάταρτα πανιά
Ονειροπόλων, πειρατών, τρελών κι εμπόρων
Τα ουρανοθέμελα να σκίζουν τα σκαριά

Της Γιεριχώς τους φθόγγους να σκλαβώσω στο χαρτί
Και να σαλπίσω τον τιτάνιο ρυμαγδό
Να δω την πέτρα να συνθλίβεται, τα τείχη να ραγούνε
Σοφιλιασμένα τ’ ανθρώπινα λεφούσια να ξεχύνονται
Τη Λευτεριά την ποθεινή να τραγουδούνε
Τη Δικιοσύνη βρέμοντες να ψέλνουν τη σεπτή
Ανίδωτη πατρίδα, νιογέννητη στου ολολυγμού τον όχτο
Στου δοξασμού τη λαγαρή αστροπλημμύρα ωριμασμένη

Κι άμα δεν το ‘χω να εγείρω τα στοιχειά των ουρανών
Κι αν δεν μου πρέπει τα κατάβαθα της γης να τα τραντάξω
Να ‘χα μιαν αύρα ευγενική να κουρνιάζει στην παλάμη μου
Ένα μελτέμι μεταξένιο μες στον κόρφο ν’ ανασαίνει
Να τα μολάρω σαν παιδιά να μου κάμνουν τα θελήματα
Στου κάματου τους λάκκους να δροσιούν τους κολασμένους
Του ξενιτεμού τα δάκρυα να στραγγούνε
Από σκαμμένα μάγουλα και μάτια ραϊσμένα
Τον ίδρο να ρουφούν απ’ τα κορμιά των εραστών
Που δεν το στέργουν στα στερνά ν’ αποσπαστούνε

Στων αγοριών να παιχνιδίζουν τα πουκάμισα
Των κοριτσιών ν’ αρπάζουν τις κορδέλες
Απαντοχή στ’ αυτί τους σιγηλά να κελαρύζουνε
Στην αδήριτη παλαίστρα της ζωής που τα προσμένει
Παρηγοριά κι αναψυχή στον πληγωμένο
Του αδικημένου ένα σφίξιμο στο χέρι
Ένα μουρμούρισμα στοργής, μι’ αθιβολή
Για τον αυτόχειρα που σειέται στο περβάζι
Συμπόνιας θάλπος μες στου άστεγου την κόγχη
Του απελπισμένου ασπασμό αδερφικό
Στου Ιαβέρη ένα κράτημα τον ώμο

Κι ύστερα να ‘ρθουν να φυσήσουν καταπάνω μου
Να με σκεπάσουν με τον κουρνιαχτό της λήθης
Να γίνω κόκκος στην κλεψύδρα των αιώνων
Σιωπή και κάρναξη να πέσουν μονομιάς
Και μόνο η λέξη η τελευταία που θα χαράξω
Να ‘χει τον αχό της στερνής μου ανασαιμιάς


Σχόλια