Ο Peter Sellers... Ποδοσφαιριστής





Μέσα στη γκρίζα και θολή πραγματικότητα μιας ζωής υποταγμένης στα δεσμά της ωμής αποικιοποίησης εν μέσω παγερής και βολικής αδιαφορίας, το Μέγα Χάος βρίσκει πάντοτε τους τρόπους να δώσει κλώτσο στην ανέμη της μουδιασμένης σκέψης, να διασκεδάσει με τη σκληρή του ειρωνεία τα διεστραμμένα μυαλά που ακόμη μπορούν να γελούν με τις κοσμικές του φάρσες, όσους ακόμη μπορούν να χλευάζουν την καρικατούρα του εαυτού τους που τους κοιτά ηλίθια μέσα απ’ τον καθρέφτη. Στην κορύφωση μιας δραματικά γελοίας (η γελοία δραματικής) αποκριάς, όπου η αποικιοκρατία έχει μασκαρευτεί σε ανάπτυξη, η χούντα σε δημοκρατία, ο δοσιλογισμός σε νομιμότητα και ο Χατζηαβάτης σε αριστερό δημοκράτη, ένας νεαρός ποδοσφαιριστής αποφάσισε να μασκαρευτεί σε περήφανο σπέρμα της Άριας Φυλής και να παραστήσει για μια μικρή στιγμή τον ήρωα του Εθνικιστικού ιδεώδους, που κάνει τα πλήθη στην αρένα να παραληρούν, προσφέροντάς τους συνθετική εσάνς άμμου, αίματος και τιμής.

Ένας νεαρός που φαινομενικά αποφάσισε να ξεπεράσει τα όρια, να υπερβεί τα εσκαμμένα της αστικής ψευδοηθικής και να εκτεθεί δημόσια, να σταθεί στο ύψος των όποιων ιδεών του, μαρτυρώντας την πίστη του ανάμεσα στα λιοντάρια και να πληρώσει το προσωπικό τίμημα γι’ αυτό, όσο βαρύ κι αν είναι, θα μπορούσε απ’ την πλευρά του να είναι άξιος σεβασμού. Όσο κι αν απεχθάνομαι αυτό που δηλώνει η προκλητική χειρονομία, σε όλες της τις προεκτάσεις, θα έβλεπα στο πρόσωπό του έναν αξιόμαχο κι αξιότιμο αντίπαλο, του οποίου η ηθική, ιδεολογική και φυσική κατατρόπωση θ’ αποτελούσε καύχημα για το δικό μου στρατόπεδο και βαρύ πλήγμα για τους απέναντι. Θα μπορούσα να του έσφιγγα το χέρι και να του υποκλινόμουν, μια στιγμή πριν δώσω την εντολή για την εκτέλεσή του και να του έκλεινα με τρυφερότητα τα μάτια, αμέσως μετά τη χαριστική βολή που θα του φύτευα στον κρόταφο. Θα μπορούσα να δείξω κάποιου είδους κατανόηση σε μια τέτοια στάση, πολύ περισσότερο που η απερίφραστη μετά βδελυγμίας καταδίκη της από τον μπάρμπα Φώτη και τον οσφυοκαμπτικό του θίασο, θα μπορούσε να κάνει οποιοδήποτε παιδί να χαιρετήσει παρομοίως και με τα δυο χέρια, έτσι σαν καταπρόσωπο φτύσιμο στη δημοκρατική μασκαράτα. Όμως φευ, πού τέτοια τύχη…

Ο Χαοτικός αναστοχαστικός χλευαστής είχε άλλα σχέδια. Η συνέχεια ήρθε να συντρίψει ειρωνικά τις υψηλόφρονες φαντασιώσεις μου, που απεγνωσμένα ψάχνω στα τυφλά για έναν εχθρό αντάξιο της Μάχης του Για Πάντα που αργά αλλά σταθερά εξυφαίνεται και προετοιμάζεται μπροστά μας σε πρώτο πλάνο. Μερικά λεπτά μετά την περήφανη επίδειξη αντρισμού, ηρωισμού κι αψηφισιάς μπροστά στην ηθική του σάπιου πολιτικοκοινωνικού γίγνεσθαι, ο περήφανος πυρρίχιος του Άριου πολεμιστή μετατράπηκε κακήν κακώς σε καλαματιανό, με χαριτωμένα τσαλιμάκια και λεβέντικες σαλταπήδες.

Ο προπαγανδιστής των πεπρωμένων της φυλής έβαλε την ουρά στα σκέλια κι άρχισε να κλαψουρίζει σαν το δαρμένο σκυλί, ότι δεν ήξερε, ότι κάπου είχε δει τη χειρονομία από κάποιο κυνοβουλευτικό κόμμα και του άρεσε στυλιστικά, πως κάποιος του είπε ότι αυτή ξεσηκώνει τα πλήθη στις εξέδρες, ότι δεν έχει ασχοληθεί ποτέ του με την πολιτική και δεν σκαμπάζει από τέτοιες λεπτομέρειες, όπως μήνυμα, άποψη ή πολιτική δήλωση και τις συνέπειες που αυτά επισύρουν. Το χειρότερο για μένα, είναι ότι δυστυχώς τείνω να τον πιστέψω. Τι νόημα θα είχε άλλωστε να ξεπεράσει κανείς με τόσο ηχηρό τρόπο όρια, κανόνες και προκαταλήψεις, να κάνει μια πράξη μ’ ένα τόσο συμπυκνωμένο πολιτικό περιεχόμενο κι ύστερα να παραστήσει τον ανίδεο; Ποια είναι η πραγματική εξήγηση για τούτο το παράδοξο; Τι νόημα έχει να κάνεις τη μια στιγμή το παλικάρι και την άλλη την πουλάδα; Αρκεί απλά και μόνο το καρναβαλικό τριήμερο και η κλασική τσάμπα μαγκιά του ραγιά Νεοέλληνα για να ερμηνεύσει την ανακολουθία της οποίας γίναμε μάρτυρες;

Στην κλασική μαύρη κωμωδία του Stanley Kubrick Dr Strangelove, με πρωταγωνιστή τον Peter Sellers σε πολλαπλούς ρόλους, υπάρχει μια σκηνή που μου δίνει συμβολικά την απάντηση στο παραπάνω… υπαρξιακό μου ερώτημα. Εκεί, ο Sellers υποδύεται έναν «πρώην» ναζί, καθηλωμένο σε αναπηρική καρέκλα, ο οποίος πλέον έχει στρατολογηθεί ως σύμβουλος του προέδρου των ΗΠΑ (το σχόλιο του σκηνοθέτη εδώ προφανές, όπως κι ο συμβολισμός της αναπηρικής καρέκλας). Δυστυχώς όμως γι’ αυτόν, το δεξί του χέρι είχε κοπεί κι αντικατασταθεί από έναν προσθετικό βραχίονα, ο οποίος σε στιγμές έξαψης ή έντασης ορθωνόταν μηχανικά στον κλασικό ναζιστικό χαιρετισμό, ενώ ο «πρώην» ναζί πολεμούσε απεγνωσμένα να το ελέγξει, μέχρι που μετά από μια ξεκαρδιστική σεκάνς, το μηχανικό χέρι τον άρπαξε απ’ το λαιμό κι άρχισε να τον στραγγαλίζει. Τη σκηνή μπορείτε ν’ απολαύσετε στο βίντεο το οποίο προλογίζει την ανάρτηση.

Αυτήν ακριβώς τη σκηνή μου θύμισε και ο Κατίδης. Μια γενιά παιδιών που μεγάλωσε μέσα σε μια καλλιεργημένη απολίτικη νιρβάνα, όπου η νοοτροπία «εγώ δεν ασχολούμαι με την πολιτική» από ένδειξη ιδιωτείας μετατράπηκε σε άποψη και σε κοινωνικό προαπαιτούμενο κι απέκτησε ξαφνικά ηθική νομιμοποίηση, σε βαθμό που όποιος δεν την ακολουθούσε κατέληγε να είναι εκείνος ο παράξενος, ο αταίριαστος, ο ιδιώτης (idiot). Όμως σ’ αυτό ακριβώς το γόνιμο έδαφος της απολίτικης αφασίας ευδοκιμεί ο σπόρος του φασισμού και σε κάθε ιστορική συγκυρία που αυτός γιγαντώθηκε, το καθεστώς (αστικό-καπιταλιστικό ή προλεταριακό-κομμουνιστικό) είχε προηγουμένως φροντίσει να παράγει τα απολίτικα υποχείριά του σε βιομηχανικές ποσότητες.

Η κίνηση του φασιστικού χαιρετισμού εντυπώθηκε άβουλα στο υποσυνείδητο, τυφλά, χωρίς γνώση, ως προϊόν τηλεοπτικής πλύσης εγκεφάλου, μπιχεβιοριστικού καθορισμού και κοινωνικής μηχανικής, ο συμβολικός μηχανικός βραχίονας που εκτινάσσεται στην πρώτη ευκαιρία, ακόμη και χωρίς τη θέληση του ιδιοκτήτη του. Δικαιώθηκε κοινωνικά σαν πράξη «αντίδρασης στο κατεστημένο», ως επίδειξη αντρισμού και μαγκιάς, ως χειρονομία δύναμης, ένα μάντρα αγαλλίασης που κάνει τα πλήθη να παραληρούν.

Τη στιγμή της υπέρτατης ανάτασης, του νικητήριου τέρματος που φροϋδικά ταυτίζεται με χειμαρρώδη οργασμό και τιτάνια εκσπερμάτωση, ενώ χιλιάδες λαού αποθεώνουν τον ήρωα-γαμίκουλα, τη στιγμή που ο τιποτένιος καθημερινός ανθρωπάκος ανορθώνεται σε δυσθεώρητα ύψη και φουσκώνει με την ψευδαίσθηση μιας Υπεράνθρωπης ανωτερότητας μέσα σ’ έναν καταρράκτη ενδορφινών  που του κατακλύζει τον εγκέφαλο, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, του φαίνεται ιδιαίτερα ταιριαστό με την περίσταση να χαιρετίσει ναζιστικά.

Βλέπετε, «το μέσον είναι το μήνυμα» και η ίδια η κίνηση από μόνη της μεταφέρει το πραγματικό της νόημα, ακόμη και σε κάποιον που δεν κατανοεί συνειδητά ποιο είναι αυτό. Ο ίδιος ο θείος Αδόλφος άλλωστε πίστευε ότι τα σύμβολα έχουν τη δική τους γλώσσα, ότι διαθέτουν την ικανότητα να μεταφέρουν αναπόδραστα και με τεράστια διεισδυτικότητα τα εσωτερικά τους μηνύματα στα πλήθη κι ο ίδιος τα χρησιμοποιούσε αριστοτεχνικά, ώστε να εμφυτεύσει μέσω αυτών τις ιδέες του σε βαθύτερο επίπεδο, σε έναν ανίδεο ισοπεδωμένο όχλο με λούμπεν ταξικά χαρακτηριστικά.

Ο Κατίδης λοιπόν δεν είναι τίποτε περισσότερο από εκείνα τα παιδιά του δημοτικού που χαιρετούν ναζιστικά στο σχολείο σε μια πράξη ομαδικού πιθηκισμού, χωρίς να γνωρίζουν το νόημα της πράξης, επειδή τους φτάνει που γνωρίζουν ότι κάτι τέτοιο θα φρίκαρε τους δασκάλους και τους γονείς τους, ένα ακόμη απολίτικο προϊόν μαζικής κουλτούρας, καλλιεργημένης άγνοιας και συστηματικής πλύσης εγκεφάλου (τα κάνει αόρατα!). Άλλος ένας άσχετος κι ανόητος, ο βολικός ηλίθιος που μεταδίδει το μιμίδιο του φασισμού σ’ έναν πληθυσμό που πάσχει μαζικά από πνευματική ανοσοανεπάρκεια.

Μπορεί να η καριέρα του ως ποδοσφαιριστής να έλαβε πρόωρο τέλος, όμως τώρα ξεκινάει μια λαμπρή πολιτική σταδιοδρομία, ενός ανθρώπου άσχετου με την πολιτική σκέψη κι ακριβώς γι’ αυτόν το λόγο. Η φασιστική φράξια της ΧΑ θα παραβλέψει την κιοτίδικη στάση του, που δεν στάθηκε να υπερασπιστεί την πράξη του, και θα τον αναδείξει ως άλλον έναν μάρτυρα του φασιστικού της ήθους, εκμεταλλευόμενη ανενδοίαστα την επικοινωνιακή προβολή που του έδωσε η φανέλα και το σώβρακο, που όλο το έθνος προσκυνά.

 Το πιο θλιβερό συμπέρασμα κι η πιο μαύρη σκέψη που προκύπτει μέσα απ’ όλα αυτά, είναι πως στην πολυθρύλητη «Μάχη του Για Πάντα», δεν θα μας νικήσει το άξιο σπαθί ή το καλοζυγιασμένο βόλι του εχθρού, δεν θα μας γονατίσει η πολεμική του αρετή, δεν θα μας κάμψει η γενετική και ηθική του ανωτερότητα. Θα μας καταβάλει όμως η αηδία που μας προκαλεί, θα μας καταρρίψει η ολισθηρή γλοιότητα του βλεννώδους μονοπατιού που αφήνει πίσω του, τα μάτια μας θα σκοτεινιάσουν από την ομιχλώδη ιδεολογική θολούρα της πνευματικής του αλλοτρίωσης, η προσοχή μας θ’ αμβλυνθεί από την αντικειμενική του ασημαντότητα και τη στιγμή που θα είμαστε έτοιμοι να τον εξουδετερώσουμε, θα νιώσουμε λύπη αντί για οργή και θα πνιγούμε μέσα στον ίδιο μας τον εμετό.

Τελικά η μάχη θα κριθεί, όχι απ’ το παράτολμο μίσος που γεννά η απέραντη ανθρώπινη ηλιθιότητα, η άγνοια και ο φανατισμός, αλλά απ’ τις ίδιες μας τις τύψεις, που δεν μπορέσαμε να βρούμε τίποτε καλύτερο από έναν χαμερπή αντίπαλο για ν’ αναμετρηθούμε μαζί του…

Σχόλια

  1. Πόσο συμφωνώ με όσα λες.... Θα πάω να πάρω την ταινία να την ξαναδώ. Τις ταινίες του Κιούμπρικ πρέπει να τις (ξανα)βλέπεις κάθε πέντε-δέκα χρόνια, γιατί πάντα κάτι καινούριο θα εισπράξεις.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου