Τηλε-φονικές Αψιμαχίες






Εκδόθηκε μέσα στο συλλογικό έργο"Γιορτή Ποιητών", 
της Διεθνούς Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών", 
από τις εκδόσεις Ωρίων




Η Σόφη Αμπελά διέκοψε νευρικά τη γραμμή που χτυπούσε στο βρόντο. Μια βρισιά ανέβηκε μέχρι τα χείλια της, ασύμβατη με την αγωγή της, μα ο καθένας μπορεί καμιά φορά να ξεστρατίσει κομματάκι. Την κατάπιε επιμελώς, καθώς ένιωσε τον βαρύ ίσκιο του διευθυντή να της συννεφιάζει το πρωινό, πίσω απ’ την πλάτη της.

Επέλεξε με τον κέρσορα το σταθερό τηλέφωνο του λεγάμενου, κάτω από το νούμερο του κινητού, που μόλις είχε προσπαθήσει να καλέσει. Τίποτα και πάλι. Το ’κλεισε κι ετοιμάστηκε να προχωρήσει παρακάτω στην ατέλειωτη λίστα των κακοπληρωτών.

«Τι έγινε με κείνο τον Λεγάκη, πάλι δεν απαντάει;» άκουσε τη μαλακή φωνή του διευθυντή, που μετά βίας κάλυπτε μια υποχθόνια ψυχρή σκληρότητα, μια υφέρπουσα απειλή που την έκανε ν’ ανατριχιάζει, σαν να βάδιζε στη ραχοκοκαλιά της κατσαρίδα, από κείνες τις μαύρες, τις μεγάλες.

«Δυστυχώς, κύριε Αποστόλου, κανένα ίχνος ζωής» του αποκρίθηκε ξεφυσώντας αγανακτισμένα.

«Δεν πειράζει, Σόφη, εσύ να επιμείνεις. Δουλειά μας είναι να επιμένουμε» είπε κείνος με στόμφο.

Ύστερα, ικανοποιημένος απ’ το μάθημα παραγωγικότητας, που πάντοτε είχε στην άκρη των λεπτών σα φύλλα χαρτιού χειλιών του, πήγε στο διπλανό γκισέ να εποπτεύσει.

 

Η Σόφη ανακάθισε, έσιαξε τη φούστα της και προχώρησε στο επόμενο όνομα. Είχε τέσσερα χρόνια που δούλευε για την εισπρακτική εταιρεία και τούτη η δουλειά, αν και κακοπληρωμένη όπως όλες οι άλλες, είχε μπει κυριολεκτικά στο πετσί της.

Τους πρώτους μήνες ένιωθε άβολα, ντρεπόταν κατά βάθος γι’ αυτό που έκανε. Μετά από λίγο όμως, είχε αρχίσει να της αρέσει. Την έκανε να νιώθει υπεύθυνη, αυτό το είχε ανάγκη.

Άργησε ωστόσο να παραδεχτεί στον εαυτό της τον πραγματικό λόγο αυτής της μεταστροφής. Η δουλειά τής έδινε κάποιας μορφής ανωτερότητα και πολλές κρυφές χαρές. Ύπουλα, σταδιακά μα σταθερά, η ντροπή μεταστοιχειώθηκε σε απόλαυση, ένοχη γι’ αυτό και τόσο εθιστική.

Τούτο το επάγγελμα, όπως ο Αποστόλου δεν βαριόταν ποτέ να τους κατηχεί, στηριζόταν κυρίως στην ψυχολογική πίεση, απλά και ξεκάθαρα. Δεν είχαν καμιά δικαιοδοσία πάνω στους οφειλέτες που καθυστερούσαν τις πληρωμές τους.

Κλινικές έρευνες δεκαετιών, χρηματοδοτούμενες από τραπεζικά κεφάλαια, είχαν εντούτοις αναλύσει την ψυχολογία του οφειλέτη σε δυσθεώρητα βάθη. Ο μέσος άνθρωπος δεν θέλει κατά βάθος να χρωστάει, είναι γαλουχημένος στην τιμιότητα, ακόμα κι αν στην πορεία φτάνει ν’ αμφισβητεί την αξία της.

«Κι εδώ ερχόμαστε εμείς, η φωνή της συνείδησης» έλεγε, περήφανος, ο Αποστόλου. Ο μέσος άνθρωπος ήταν ανέκαθεν πολύ επιρρεπής σε νουθεσίες, σε πιέσεις, σ’ απειλές, σε πειθαναγκασμούς.

Εκείνη, λοιπόν, δεν ανήκε πια στον μέσο όρο, στην άθλια πλέμπα των φουκαριάρηδων. Ήταν ανώτερη του απλού πολίτη, μια οντότητα αδιαπέραστη από τη μικρότητα, τη δειλία και την εσωτερική αδυναμία των πολλών· ένας λαμπερός οδηγητής, που κατεύθυνε τις μάζες προς την αναπόφευκτη κατάληξη, τη συμμόρφωση.

Η φωνή της ήταν το κάλεσμα του πεπρωμένου. Είχε μάθει να την κάνει ψυχρή, σκληρή αν και βελούδινη όπως ενός διευθυντή, θεατρική και υπόγεια σαρκαστική όπως ενός δημοσιογράφου, μοχθηρή κι απειλητική όπως ενός μαφιόζου, πύρινη και παλλόμενη όπως ενός ιεροκήρυκα.

Ένιωθε, δίχως καμιά υπερβολή, σαν ιεραπόστολος που ’χε πάρει όρκο να φέρει τα πλήθη στον ίσιο δρόμο του Θεού της Χρηματοπιστωτικής Αληθείας. Γιατί όχι; Τι πιο ιερό απ’ το χρήμα στην εποχή μας; Όλοι το λατρεύουν, ακόμα κι αν δεν τολμούν να το παραδεχτούν· κείνη είχε τουλάχιστον εξαγνιστεί απ’ το θανάσιμο αμάρτημα της υποκρισίας.

Πέρασε ανεπιστρεπτί η εποχή που ένιωθε συμπόνια, ή έστω οίκτο, για κείνα τα φοβισμένα ανθρωπάρια που ταλάνιζε απ’ το πρωί ως το βράδυ, εκατοντάδες από δαύτους καθημερινά. Απεναντίας, κάθε φορά που ένιωθε από την άλλη άκρη της γραμμής το υποκείμενο να ιδροκοπάει, κάθε που τους άκουγε να ξεροκαταπίνουν, να τραυλίζουν ή ν’ αναστενάζουν, μια βαθιά ικανοποίηση την ηλέκτριζε, την εξιτάριζε, την ολοκλήρωνε πέρα από κάθε προσδοκία.

Η αδυναμία τους ήταν η δύναμή της, η δυσαρθρία τους ερυθροπύρωνε τη ρομφαία του λόγου της, η συμμόρφωσή τους ήταν ο θρίαμβός της, η ντροπή τους η πραγμάτωσή της.

Μόλις οι αφελείς άρχιζαν να παρακαλούν για λίγο έλεος, λίγο χρόνο, λίγη κατανόηση, τότε μούσκευε ανάμεσα στα σκέλια. Ο άντρας της δεν καταλάβαινε τι ήταν εκείνο που την έκανε να του πετάει τα μάτια έξω, κάθε που γύριζε από τη δουλειά, πριν ακόμα μπει στο ντους, όμως της έφτανε που καταλάβαινε αυτή· και κείνου δεν του κακόπεφτε καθόλου, οπότε είχε μάθει να μην κάνει περιττές ερωτήσεις.

Όμως τούτος ο Λεγάκης της είχε γίνει κακό σπυρί στον κώλο. Στην αρχή ήταν από τους καλοπληρωτές, ακουμπούσε για χρόνια ανελλιπώς τη δόση του. Μετά άρχισε κι αυτός τις λαμογιές. Τις πρώτες φορές απαντούσε κανονικά σε κάθε της τηλεφώνημα, μιας κι ανήκε στη δική της λίστα, της ανήκε.

 Ήταν ευγενικός, μα η Σόφη, με κάποιον απροσδιόριστο τρόπο, ένιωθε τα ψυχολογικά της βέλη να προσκρούουν και ν’ αναπηδούν, θαρρείς πάνω σε ατσάλινη πανοπλία. Οι χειρότεροι πελάτες της, κείνοι που κρατούν την ψυχραιμία τους, και τούτος ήταν ο πιο αδιαπέραστος απ’ όλους. Δεν τον χώνευε τον μούλο, εδώ της καθότανε.

Πάντα τελικά πήγαινε και πλήρωνε, κουτσά στραβά ήταν ενήμερος. Και πάλι όμως η νίκη φάνταζε λειψή, άνοστη σα σνακ διαίτης, τον ένιωθε πως δε φοβόταν. Της έφερνε νομικά επιχειρήματα, που κατά τη γνώμη του αποδείκνυαν πως η τράπεζα τον είχε χρεώσει υπερβολικούς τόκους. Κείνη πάλι έπιανε τον δίσκο από την αρχή και ξεκινούσε να τσαμπουνά το ίδιο συναξάρι, μ’ επιμονή ζηλωτή Ιησουίτη. Μακάρι να του ’πεφτε το Τζόκερ, να μη χρειαζόταν άλλη φορά να χάσει τον χρόνο της μαζί του, είχε πιο διασκεδαστικούς στη λίστα της.

Έπειτα σταμάτησε να πληρώνει εντελώς. Ταυτόχρονα ξετσουτσούρδωσε κι άρχισε να μη σηκώνει το τηλέφωνο. Η Σόφη πικαρίστηκε λιγάκι, μα μέσα της ένιωσε να φτιάχνεται· η πρόκληση που αντιπροσώπευε αυτός ο άνθρωπος τη διέγειρε για μάχη.  Αργά ή γρήγορα, η νίκη θα ’τανε δική της, θα τον έσπαζε, θα τον τσάκιζε. Κανένας δεν γλυτώνει από έναν αποφασισμένο κι ευσυνείδητο υπάλληλο εισπρακτικής, όλοι κάποτε ενδίδουν.

Πέρασαν δυο μήνες χωρίς σημεία ζωής από την πλευρά του, μέχρι που κάποια μέρα, κάπου τον Απρίλη, άκουσε το χαρακτηριστικό κλικ από την άλλη πλευρά της γραμμής, μαζί μ’ έναν κοφτό, ασθματικό ήχο, σα λέξη.

«Λέγετε;»

«Παρακαλώ, ο κύριος Λεγάκης Αθανάσιος;» είπε με ύφος αυστηρό, σα δασκάλα που κραδαίνει τον ξύλινο χάρακα, πάνω από ανοιγμένα τρυφερά κι άτακτα χεράκια, που αναμένουν τη δίκαιη τιμωρία.

«Μάλιστα, ο ίδιος» της απάντησε με φωνή άχρωμη, άτονη, μηχανική, σχεδόν απόκοσμη.

«Ονομάζομαι Αμπελά Σοφία και τηλεφωνώ από την Άρπα Μπανκ» έκανε κείνη με κάθε επισημότητα. Δεν έλεγαν ποτέ ότι παίρνουν από εισπρακτική, όπως επίμονα είχαν τονίσει οι εκπαιδευτές τους και συνεχώς τους έπρηζε ο Αποστόλου.

Η επίκληση της τράπεζας όχι μόνο δίνει κύρος στον τηλεφωνητή, αλλά υπενθυμίζει στον οφειλέτη το χρέος του και τον βάζει από την αρχή σε μειονεκτική θέση, να ντρέπεται και να αισχύνεται ως οφείλει, ακριβώς επειδή οφείλει.

«Ναι, σας ακούω» ήχησε από την άλλη πλευρά, μετά από μια ζοφερή σιωπή λίγων δευτερολέπτων, που την έκανε να νιώσει πως ο Λεγάκης σχεδίαζε κάποιον να σκοτώσει και μετρούσε τις δυνάμεις του (ψυχραιμία, Σόφη, δεν μπορεί να σε βλάψει).

«Σας ενημερώνω ότι, για τη δική σας ασφάλεια, η συνομιλία καταγράφεται» συνέχισε κείνη το τροπάρι που της είχε γίνει δεύτερη φύση. Όπως τους είχαν μάθει, η επίκληση της καταγραφής της συνομιλίας, πάντοτε ασφαλώς για την ασφάλεια του οφειλέτη, ήταν από τα πιο δυνατά χαρτιά στην προπαρασκευή του σκοπού τους.

Τούτο φανερώνει δύναμη, εξουσία και πάνω απ’ όλα υπονοεί πως «ό,τι πεις θα χρησιμοποιηθεί εναντίον σου». Σχεδόν κανείς δεν τολμάει να βρίσει, να φερθεί επιθετικά, ν’ απειλήσει κι όσοι το κάνουν μια φορά, την επόμενη εμφανίζονται γατάκια, μετανιωμένα και βρεγμένα ως το κόκαλο.

Κείνος δεν είπε απολύτως τίποτα, μα μπορούσε ν’ ακούσει την ανάσα του στο μικρόφωνο, νωθρή, υποβλητική, θανατερή.

«Μπορείτε σας παρακαλώ να μου πείτε τον αριθμό ταυτότητας ή το ΑΦΜ σας, για να είμαστε σίγουροι ότι μιλάμε μαζί σας;»

Άλλο ωραίο κόλπο. Ζητώντας ταυτότητα και ΑΦΜ, παίρνεις τη θέση δημόσιας αρχής, γίνεσαι κράτος, ρε παιδί μου, κερδίζεις τις εντυπώσεις. Τούτο ενισχύει ακόμα περισσότερο το κύρος και προλειαίνει το έδαφος για μια περήφανη νίκη. Ο Αποστόλου μάλιστα επέμενε να τους βάζεις να το λένε δυο φορές, τάχα ότι δεν ακούστηκε καλά, γιατί έτσι ισχυροποιείς την υποβολή (εδώ σ’ έχω, τώρα θα τα πούμε, πουλάκι μου).

«Όχι δεν μπορώ» της το ’κλεισε στα μούτρα. Κι είχε τόσο θράσος τούτη η ατάκα, τόση αποφασιστικότητα την έντυνε, τόση ξεδιαντροπιά, που ένιωσε σαν να την είχαν χαστουκίσει κατάμουτρα.

Α το θρασίμι, α τον κανάγια, τον ξεφτίλα, ποιος νομίζει ότι είναι, πού το βρήκε αυτό το υφάκι απέναντί της ο παλιομπαταχτσής, με ποια νομίζει πως έχει να κάνει;

Αυτή έφταιγε που την προηγούμενη βδομάδα είχε βάλει με το νου της το κακό, μήπως είχε πάθει κάτι ο τσόγλανος, δικό της το λάθος που ’δειξε ευαισθησία. Όχι μονάχα έσκαγε από υγεία, αλλά είχε και τα μούτρα να παριστάνει τον σκληρό.

Ε, λοιπόν, τούτο δε θα περνούσε έτσι. Θα έβλεπε ποια στ’ αλήθεια είναι η Σόφη Αμπελά. Ήταν για κείνη πλέον ζήτημα τιμής, ορκίστηκε ότι θα τον έβαζε να πληρώσει με κάθε δυνατό μέσο.

Προετοιμάστηκε στο σπίτι ολόκληρο το σαββατοκύριακο, προβάρισε ακόμα και την έσχατη λεπτομέρεια. Οι λέξεις σφύριζαν σαν ξυράφια, οι ανάσες έπεφταν σαν καμτσικιές, οι ατάκες οργανωμένες κι αδιαπέραστες σαν μακεδονική φάλαγγα. Όμως δεν της έδωσε την ευκαιρία να χρησιμοποιήσει όσα προετοίμασε. Από κείνη τη μέρα, δεν σήκωνε καθόλου το τηλέφωνο.

Αυτή δεν το ’βαλε κάτω. Κινητό, σταθερό, σταθερό και πάλι κινητό, είκοσι φορές τη μέρα, πρωί, μεσημέρι, απόγευμα. Εκείνος όμως τίποτα. Δεν είχε κλείσει το κινητό, δεν είχε αποσυνδέσει το σταθερό, τ’ άφηνε και χτυπούσαν κανονικά.

Τον καλούσε από δέκα διαφορετικά νούμερα, για την περίπτωση που αναγνώριζε κάποια απ’ αυτά και δεν το σήκωνε επιλεκτικά. Μέχρι κι από το δικό της, από του άντρα, του πατέρα και της αδελφής της τον έπαιρνε, να τον μπερδέψει. Κανένα αποτέλεσμα.

Μα τι άνθρωπος ήταν επιτέλους αυτός; Οι εκπαιδευτές τούς είχαν επισημάνει πως ο μέσος πολίτης, ο κανονικός άνθρωπος, δεν μπορεί ν’ αντισταθεί στον ήχο του κουδουνιού που τον καλεί, γιατί έτσι είναι εκπαιδευμένος, μπιχεβιοριστικά, απ’ την καμπάνα της εκκλησίας, το κουδούνι του σχολείου, τη σάλπιγγα του στρατού.

Η προσπάθεια ν’ αποφύγει κανείς ένα κουδούνι που τον καλεί, συνοδεύεται από κύματα ενοχών, αίσθημα απώλειας κι απελπισίας, κρίσεις άγχους, γενικά το υποκείμενο υποφέρει όταν προσπαθεί ν’ αντισταθεί. Κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει για πολύ. Κανείς, εκτός από τον Λεγάκη.

Δεν ήταν φυσιολογικός άνθρωπος αυτός. Σκληρός χαρακτήρας, αδίστακτος, αποφασισμένος, δηλαδή επικίνδυνος. Χωρίς τσίπα, ντροπή κι ενοχές, σίγουρα άθεος κι αντίχριστος. Αντιμιλούσε, δεν φοβόταν, άρα ήταν εκπαιδευμένος στον ψυχολογικό πόλεμο, άνθρωπος του υποκόσμου, μπορεί και τρομοκράτης. Τρομοκράτης...

Ο Λεγάκης της είχε γίνει εμμονή, ήταν πέρα και πάνω απ’ τη δουλειά, είχε γίνει προσωπικός λογαριασμός. Τι κι αν ο άντρας της προσπαθούσε να βρει δικαιολογίες για την πάρτη του (γιατί άραγε; Ένοχος ένοχον ου ποιεί, Σόφη το νου σου). Μήπως ήταν άρρωστος, μήπως είχε πεθάνει, μήπως είχε φύγει μετανάστης, τέτοιες βλακείες της αράδιαζε.

Μα, ρε πουλάκι μου, αν όντως είχε ψοφήσει το τομάρι, το κινητό του θα είχε ξεμείνει από μπαταρία, δεν θα καλούσε μετά από δυο τρεις μέρες. Άσε που θα χτυπούσε στην κηδεία του, τι στα διάλα. Όλο και κάποιος θα το άκουγε προτού τον παραχώσουν. Αν τυχόν ήταν άρρωστος, κάποιος θα τον φρόντιζε, στο νοσοκομείο ή στο σπίτι, κάποιος θα ’χε βρεθεί να το σηκώσει το ρημάδι.

Μετανάστης πάλι αποκλείεται, πενήντα τριών χρονών γομάρι. Δεν παίρνουν τόσο μεγάλους στο εξωτερικό, για συνταξιοδοτικούς λόγους. Όχι, ήταν εδώ, ήταν καλά και γελούσε μαζί της, έπαιζε με τη δουλειά της το κάθαρμα.

Να είχε μείνει άνεργος; Μπορεί.

Αλλά και πάλι, τι σόι άνεργος ήταν, που δε σήκωνε το τηλέφωνο; Δεν έψαχνε για εργασία; Δεν φοβόταν μην τον πάρουν για δουλειά και χάσει την ευκαιρία; Όχι, όχι, ο χαραμοφάης ούτε για δουλειά έψαχνε.

Τότε της έγινε πεποίθηση πως τούτος λήστευε τράπεζες, ή πουλούσε ναρκωτικά, πώς αλλιώς ζούσε το ρεμάλι, ήταν ο εγκέφαλος εγκληματικής συμμορίας, να μου το θυμηθείς. Είχαν περάσει τέσσερις μήνες και κείνος άφαντος.

Αποφάσισε πως μόλις έμπαινε ο επόμενος μήνας, θα ’παιρνε τηλέφωνο την αντιτρομοκρατική και θα τον κατάγγελλε ανώνυμα. Θα τον ξετρύπωνε πάση θυσία, κανείς δεν θα ’μπαινε εμπόδιο στη δουλειά της, κανένας δεν είχε το δικαίωμα να την αγνοεί ατιμώρητα.

 

***

 

Ο Θάνος Λεγάκης κάπνιζε το τελευταίο του τσιγάρο στη βεράντα. Το βλέμμα του πότε τρεμόπαιζε γύρω από την καύτρα, που όλο έφτανε πιο κοντά στα κιτρινισμένα του δάχτυλα, πότε μετριότανε με το κενό μπροστά του.

Δεν ήταν ζωή αυτή, δεν είχε χαΐρι, καμιά χαρά δεν του ’χε μείνει. Μονάχα τύψεις, ενοχές κι ένα αίσθημα ματαίωσης που τον κατέτρυχε λες κι ήταν ο Ιούδας. Όμως τουλάχιστον κείνος είχε τριάντα αργύρια να ξοδέψει.

Άραγε πόσους λογαριασμούς μπορούσες να πληρώσεις με τριάντα αργύρια κείνα τα χρόνια; Τυχεροί, δεν είχαν τηλέφωνα, δεν είχαν ρεύμα και το νερό ήτανε τσάμπα, όσο για ξύλα γεμάτος ο τόπος. Τότε γιατί κρεμάστηκε ο βλάκας; 

Είχε, λέει, τύψεις που πρόδωσε τον δάσκαλό του. Σιγά το πράμα. Ο Θάνος είχε προδώσει τα παιδιά του, την οικογένειά του, δεν μπόρεσε να τους στηρίξει, δεν κατάφερε να τους κρατήσει ενωμένους. Σκορπίσανε αποδώ κι αποκεί, ο ένας Αυστραλία, ο άλλος Γερμανία, η μικρή παντρεύτηκε στην Αγγλία έναν κοκκινοτρίχη φακιδιάρη ονόματι Άρτσιμπαλντ – για όνομα του Χριστού και της Παναγιάς! Ήτανε σίγουρος πως το ’κανε από ανάγκη κι απελπισιά, όπως από ανάγκη ξενιτεύτηκαν και τ’ αγόρια.

Δεν μπορούσε να συγχωρέσει τον εαυτό του που τ’ άφησε να φύγουν. Ούτε κι η Μαρία τον συγχώρεσε, κι ας ήτανε μαζί τριάντα χρόνια. Τον παράτησε μόλις έμεινε άνεργος, λες κι ήταν ο μοναδικός, τον πούλησε για μια μπουκιά τυρόπιτα.

Μα και πάλι είχε τύψεις, αυτός και μόνο έφταιγε που τον άφησε η Μαρία, ούτε να φάνε δεν είχαν. Τι κι αν ο κολλητός του ο Βαγγέλης προσπαθούσε να τον πείσει πως δεν ήταν δικό του το κρίμα. Μεγάλη καρδιά ο Βαγγέλης, να ’ναι καλά, όμως κι αυτός με τ’ αντικαταθλιπτικά στέκεται. 

Είχε οκτώ μήνες που δούλευε απλήρωτος, όταν έμαθε τα νέα. Η επιχείρηση έσκασε κανόνι, κανονικά και με το νόμο. Μεγάλη κατασκευαστική κρατικοδίαιτη εταιρεία, ο Θάνος δούλευε είκοσι χρόνια εκεί ως μηχανικός κι ονειρευότανε να γίνει αρχιμηχανικός, του το ’χαν τάξει πως του χρόνου θα ’παιρνε την προαγωγή.

Πολύ πριν απ’ του χρόνου, το κλείσανε το μαγαζί. Δεν έβγαιναν λέει, ένεκα η Κρίση. Ούτε δεδουλευμένα ούτε αποζημίωση ούτε τίποτα, ούτε καν επίδομα ανεργίας, γιατί τα τελευταία τέσσερα χρόνια δούλευε με μπλοκάκι.

Μετά είδε στη φυλλάδα τον γιο του αφεντικού και το περίφημο πάρτι του στη Μύκονο, το δαπανηρότερο, λένε, όλων των εποχών, και γύρισε το μάτι του ανάποδα.

Είχε φάει ό,τι είχε και δεν είχε, τόσους μήνες που δούλευε απλήρωτος κι άλλον ένα χρόνο άνεργος, είχε δανειστεί κι από πάνω. Τώρα όλα πήγαν αμόντε.

Όλη του η ζωή ένα τέλμα, μια ξεφτίλα, έζησε για ένα τίποτα κι αυτή η σκέψη δεν μπορούσε να του φύγει, όσα ούζα κι αν κατέβαζε στο καπηλειό του Θοδωρή, που κρατούσε τεφτέρι. Δεν πήγαινε άλλο, το ’χε πια πάρει απόφαση. 

Έγραψε το γράμμα, δώρισε μάλιστα το κορμί του στο νεκροτομείο, αφού δεν είχε μία για την κηδεία κι ούτως ή άλλως εκεί θα κατέληγε το πτώμα. Σκεφτόταν ότι οι φοιτητές της ιατρικής θα είχαν τη σπάνια ευκαιρία να μελετήσουν τον αντίκτυπο μιας πτώσης τριάντα μέτρων στο σκελετικό σύστημα του ανθρώπου.

Άραγε θα ’πεφτε με το στήθος ή με την πλάτη, μήπως με το κεφάλι; Τούτο ωστόσο θα το έκρινε η βαρύτητα κι έπειτα η επιστήμη· κι η ιδέα της επιστήμης ήταν το μόνο πράμα που, μ’ έναν παράδοξο μαζοχιστικό τρόπο, τον γέμιζε περηφάνια, ακόμα κι ελπίδα.

Το τσιγάρο έφτανε στο τέλος και δεν είχε άλλο ν’ ανάψει. Το βλέμμα του έπεσε στο τηλέφωνο, σα μελλοθάνατος που περιμένει χάρη την ύστατη στιγμή. Μα δεν υπήρχε δικαστήριο να τον αθωώσει. 

Ξάφνου το τηλέφωνο άρχισε να χτυπάει· πετάχτηκε ως εκεί απάνω μ’ ένα φτερούγισμα στο ηλιακό του πλέγμα. Εντάξει, δεν υπήρχε κανείς να τον αθωώσει. Αν ήταν όμως εκείνη; Αν τον έπαιρνε να του πει πως τον αγαπάει όπως παλιά; Αν ήταν ένα απ’ τα παιδιά, να του πει μια γλυκιά κουβέντα, ότι έρχεται να τον δει, ότι τους έλειψε; 

Σηκώθηκε βαρύθυμος και κατευθύνθηκε προς τη συσκευή, με μια αμυδρή ελπίδα να μπουμπουκιάζει μέσα του. «Ας είναι κι ο Βαγγέλης, να πιούμε μια ρακή κι αύριο πάλι βλέπουμε».

«Λέγετε;» απάντησε ανόρεχτα, σχεδόν ξεψυχισμένα.

«Παρακαλώ, ο κύριος Λεγάκης Αθανάσιος;» Μια γυναικεία φωνή, που ’μοιαζε να ’χει κάτι πολύ σημαντικό να του πει. Λες να είχαν πάθει κάτι τα παιδιά; Αναρίγησε στη σκέψη, που όμως ακόμα του ’δινε μια ελπίδα να πιαστεί, ένα λόγο να μη φουντάρει. Αν κάποιο παιδί είχε πρόβλημα, κείνος όφειλε να τρέξει, να του σταθεί, δε θα μπορούσε να φύγει.

«Μάλιστα, ο ίδιος» της απάντησε με την ψυχή στην κωλότσεπη, μόνο που ήταν πια πολύ αργά για να δείξει συναίσθημα, η φωνή του ακούστηκε επίπεδη και ξένη.

«Ονομάζομαι Αμπελά Σοφία και τηλεφωνώ από την Άρπα Μπανκ».

Το φελέκι μου μέσα, μόνο εσύ μας έλειπες. Ένιωσε ένα αμόνι να πλακώνει το στήθος του. Πάλι λεφτά ζητάνε τα όρνια. Ας έρθουνε στον Βελζεβούλη με διαταγές πληρωμής.

«Ναι, σας ακούω» έκανε μηχανικά, μετά από μερικά δευτερόλεπτα που το μυαλό του βυθίστηκε σε άχραντο σκοτάδι.

«Σας ενημερώνω ότι, για τη δική σας ασφάλεια, η συνομιλία καταγράφεται» συνέχισε απτόητη η καρακάξα. Είχε μια λιμασμένη προσμονή η φωνή της, σαν αρπακτικό που μυρίστηκε αίμα, σα λευκός καρχαρίας.

Δε μίλησε. Και τι να ’λεγε δηλαδή; Ότι δεν τον άφηναν ούτε να πεθάνει με την ησυχία του; Ότι δε βρέθηκε ένας άνθρωπος να του πιάσει το χέρι την κρίσιμη ώρα; Πως τα κοράκια θα διαμέλιζαν το σώμα του και θα πουλούσαν τα ιμάτιά του; Κοινοτοπίες…

Ευτυχώς το σπίτι ήταν στ’ όνομα των γιων του και δε θα μπορούσε να το πάρει η τράπεζα. Μετά σκέφτηκε πως θα το ’παιρνε το κωλοκράτος, αν δεν είχαν τα παιδιά να πληρώσουν τα χαράτσια. Εντάξει, έχουν δουλειά, κάτι θα κάνουν.

«Μπορείτε σας παρακαλώ να μου πείτε τον αριθμό ταυτότητας ή το ΑΦΜ σας, για να είμαστε σίγουροι ότι μιλάμε μαζί σας;»

Η αντιπαθητική φωνή της γκιόσας σαν να τον ξύπνησε απ’ την ονειροπόληση, άξαφνα και βίαια. Τι νόημα είχε αυτή η συζήτηση; Γιατί δεν τον άφηναν μονάχο, να κοιτάξει για τα στερνά τον εαυτό του καταπρόσωπο και να σταθεί, έστω μια φορά στη μίζερη ζωή του, στο ύψος των περιστάσεων; Γιατί καρφώνανε κι άλλα καρφιά στο σταυρό του; 

«Όχι δεν μπορώ!» πάτησε το κόκκινο κουμπί με λύσσα «έχω δουλειά, είμαι απασχολημένος, έχω να πεθάνω σήμερα, καταλαβαίνετε, ίσως μια άλλη φορά» συμπλήρωσε μιλώντας στον αέρα. «Έχω να πεθάνω σήμερα». 

Πήγε μέχρι το μπαλκόνι και κρεμάστηκε από τα κάγκελα του ρετιρέ. Όχι αποδώ, θα καταστρέψω το αμάξι του Φίλιππα, ακόμα πληρώνει τις δόσεις ο δόλιος, είναι κι άνεργος από πάνω.

Όχι αποκεί, παίζουν παιδιά στον ακάλυπτο, τι φταίνε τα παιδιά; 

Όχι, όχι, αυτή η πλευρά έχει δέντρα, μπορεί να μου ανακόψουν την πτώση κι απλώς να τραυματιστώ, είμαι κι ανασφάλιστος. 

Εδώ, εδώ είναι καλά, στη γωνία. 

Το μυαλό του δούλευε πυρετωδώς. Μια παράδοξη ζωτικότητα, σχεδόν ενθουσιασμός, τον είχε κυριέψει. Κοίταξε δεξιά κι αριστερά, βεβαιώθηκε πως δεν ερχόταν κανείς για τουλάχιστον εκατό μέτρα από κάθε πλευρά της διασταύρωσης, πήρε φόρα, έκανε το σταυρό του, έτρεξε τα λίγα μέτρα που τον χώριζαν από τη λύτρωση με χάρη γατόπαρδου, και μ’ ένα ρευστό άλμα βρέθηκε να κοιτάει το πεζοδρόμιο που χιμούσε κατά πάνω του σαν νταλίκα στο αντίθετο ρεύμα.

Ένιωσε για πρώτη φορά στη ζωή του λεύτερος. Λεύτερος! (Ελευθερία ή Θάνατος; Ελευθερία ίσον Θάνατος, Καραϊσκάκη μου). 

Ύστερα πια τίποτα δεν είχε σημασία.

 

***

 

Το κινητό του Λεγάκη άρχισε και πάλι να χτυπάει, οκτώ η ώρα το πρωί. Ξέχασε να το βγάλει από τον φορτιστή, έτσι η μπαταρία δεν άδειαζε ποτέ. Χτύπησε, χτύπησε, κουντούρτισε, λύσσαξε κι ύστερα σταμάτησε ξαφνικά, για ν’ αρχίσει να χτυπάει το σταθερό, πριν ακόμα σβήσει ο ήχος του κινητού. Αλύχτησε κι αυτό για ώρα κι ύστερα σώπασε. Σύντομα θα τα ’κοβαν και τα δυο και θα ησύχαζαν.

Η Σόφη Αμπελά έκλεισε γι’ άλλη μια φορά τη γραμμή. Ήταν έξω φρενών, άσχετα που η αυτοκυριαρχία και το εργασιακό της στάτους δεν της επέτρεπαν να το εκδηλώσει.

«Νομίζει πως είναι μάγκας, ε; Καλά…». Κοίταξε την ημερομηνία στον υπολογιστή. Σήμερα είχε μπει ο πέμπτος μήνας που ο Λεγάκης έκανε τον δύσκολο. Κοίταξε πίσω της κι είδε τον Αποστόλου να πίνει καπουτσίνο στο γραφείο του, με κείνο το αυτάρεσκο ύφος που της θύμιζε το γουρούνι του Αρκά.

Πόσο θα ’θελε να του σιδέρωνε τη μούρη με ατμοσίδερο, να ’χει αυτό το ύφος μόνιμα, ακόμα κι όταν σφίγγεται για να χέσει. Φαντασιώθηκε τα πρωτοσέλιδα, Λαυρέντης Αποστόλου, η σύγχρονη Σπυριδούλα, κι ένα αδιόρατο χαμόγελο ξέφυγε απ’ τα σφιγμένα της χείλη, σαν τζογαδόρος που οραματίζεται τζακ ποτ. 

Βεβαιώθηκε πως δεν την έβλεπε κανείς, άφησε το ποντίκι του υπολογιστή με τον κέρσορα πάνω στο νούμερο της κυρίας Λιανού –μια καλοκάγαθη γριούλα που πάντα πλήρωνε τα σπασμένα του Λεγάκη– έπιασε το κινητό της και σχημάτισε το νούμερο της αντιτρομοκρατικής...


Σχόλια

  1. Ο ΑΦ ειναι μηχανικος και στεναχωρηθκε απο την λογοτεχνικη καταληξη του κ. Λεγακη.

    Το μοτο μου ειναι οτι δεν υπαρχουν αδιεξοδα. Εστω και την υστατη στιγμη κατι θα σκεφθεις.

    Κοντρα στο θεμα αναρτω ενα παλιο ποιηματιδιο....

    Μην αψηφάς τους νόμους του Δαρβίνου
    Κακή παράσταση
    για πρώτη φορά
    ………………….
    Τόσα χρόνια τα κατάφερνα
    ασήμωνα και χρύσωνα
    (αυτοσχεδιάζοντας
    στο ίδιο έργο)
    παραλλάζοντας
    όσο χρειάζεται τα λόγια μου
    ώστε ν’ ακολουθεί
    τους νόμους του Δαρβίνου
    Κρυφά σταυρούς μου πρόσθετε
    ο μυστικός στρατός μου
    ώστε να καταστώ
    από ένας ηθοποιός
    μικρός κι ασήμαντος
    αστέρας της πολιτικής
    σε αθηναίους πρώτης γενιάς
    κι εσωτερικούς μετανάστες
    οπαδούς του γνωμικού
    «το μη άμεσα χρήσιμον άχρηστον»
    Πάντα με αναδείκνυαν
    πληρωμένοι γραφιάδες
    μ’ αργομισθίες και μυστικά κονδύλια
    τους εξαγόραζα
    και χάριζα
    στ’ αφεντικά τους –διαφημιστές μου
    δημόσια έργα κι οφειλές,
    προμήθειες μεγάλες
    Τα όπλα μου απλά
    η ατελής του ανθρώπου φύσις :
    ο φόβος του αγνώστου, η θρησκεία,
    η οδός της ήσσονος προσπαθείας
    (κοινώς το βόλεμα).
    η απληστία
    κι άλλα πολλά
    ……………………………………….
    Για να ξεσκίζω στα κρυφά
    τις σάρκες των θυμάτων μου
    μεγάλωσαν οι κυνόδοντες
    (ο νόμος του Δαρβίνου)
    δεν χαμογέλαγα όπως παλιά
    μη τρομάξουν τον λαό,
    κρυβόμουν για πολλά χρόνια.
    Όμως κομμάντος φωτογράφοι
    σε τσιμπούσι σαρκοβόρων
    πίσω από ψηλές μάντρες καστροβίλλας
    μ’ αποθανάτισαν να σπάω
    με τους τεράστιους κυνόδοντες
    το παϊδάκι αθώου αρνιού.
    Φωτογραφίες μου είδαν και λιοντάρια
    που ξεπερνούσαν την εφηβεία τους
    μαζί με τ’ άλλα ζώα , τον λαό
    ότι –τελικά- δεν ήμουν χορτοφάγος
    ελληνιστi vegetarian
    ……………………………………….
    Εκεί που εκφωνούσα
    τον τελευταίο λόγο μου
    άρχισε η γιαουρτο-βροχή
    η προσωπική μου φρουρά
    προσπάθησε μ’ ομπρέλες να με σώσει
    μα ‘σπάσαν οι μπαλένες
    οι πρώτοι – οι πιο κοντοί-
    γλίστρησαν και πέφτοντας
    θάφτηκαν κάτω απ’ την άσπρη λάβα
    με τους ύστατους πομφόλυγες.
    της τελευταίας ανάσας τους.
    Εγώ σαν πιο ψηλός
    άντεξα λίγο ακόμη
    μα η γιαουρτο-βροχή
    έγινε γιαουρτο-καταιγίδα
    και σαν καταλάγιασε
    με σύμπλεγμα του Λαόκοντα
    έμοιαζε το άσπρο επιτύμβιό μου.
    Οι μάνες των αρνιών
    με το γάλα τους εκδικήθηκαν .
    19.10.2009
    ΥΓ Το έγραψα αυθόρμητα, ίσως γιατί είμαι μεγάλος για …γιαουρτωματα. Αλλα τα αξίζουν.

    ΥΓ2 Μάλλον είχαν βάλει γύψο στα γιαούρτια.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Εκείνη την εποχή μόλις είχα βγει στην ανεργία και η εισπραχτική δεν άφηνε μέρα να περάσει χωρίς να μ' ενοχλήσει, να με νουθετήσει και να μ' εκβιάσει. Δεν ήθελα πολύ, από Ανετάκης να γίνω Λεγάκης.
    Όμως όταν έγραψα τούτο το διήγημα, μετά από ένα καλοκαίρι πραγματικά θεραπευτικό, ύστερα από έξι χρόνια που τσάκιζα τα κέρατά μου στη φάμπρικα κι ένα εργατικό ατύχημα που θα μπορούσε να μου κοστίσει και τη ζωή ή τουλάχιστον την αρτιμέλεια, ο νους μου είχε πάει λίγο παραέξω. Η ιδέα του σαδιστικού χαραχτήρα της Σόφης Αμπελά, στηρίχτηκε στη σκέψη του μικροαστού Άιχμαν που απλώς "εκτελεί διαταγές", "κάνει τη δουλειά του" κ.λπ. Η κοινοτοπία του κακού. Γιατί ο πλουτοκράτης υπηρετεί τα ταξικά του συμφέροντα, όμως δεν θα μπορούσε να τα επιβάλλει δίχως ένα στρατό από καθημερινά ανθρωπάκια, "δικούς μας" ανθρώπους, σαν κι εμάς. Μ' ενδιαφέρει πολύ το κόνσεπτ του μικροαστού που αποχτάει μια σταλίτσα δανεική εξουσία και νομίζει πως θα γαμήσει τον κόσμο όλο (παρόμοιο παράδειγμα ο Αστός Καθεστώς, που προηγείται χρονικά αυτού εδώ του διηγήματος). Η Σόφη Αμπελά βρίσκει τον Θάνο Λεγάκη στην άκρη του γκρεμού κι όλη χαρά τον σπρώχνει να πάει ένα βήμα μπρος, όπως δήλωσε κάποτε ο ανεκδιήγητος ΓΑΠ. Ο εχθρός εντός των πυλών...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Η εξαιρετική περιγραφή της μεταβολής/ανάδειξης των απωθημένων σαδομαζοχιστικων στοιχείων του χαρακτήρα της Σόφης Αμπελά, είναι -κατά την γνώμη μου- στο κάτωθι πιο δυνατό σημείο του διηγήματος :

    "...Η Σόφη ανακάθισε, έσιαξε τη φούστα της και προχώρησε στο επόμενο όνομα. Είχε τέσσερα χρόνια που δούλευε για την εισπρακτική εταιρεία και τούτη η δουλειά, αν και κακοπληρωμένη όπως όλες οι άλλες, είχε μπει κυριολεκτικά μες στο πετσί της.
    Τους πρώτους μήνες ένιωθε άβολα, ντρεπόταν κατά βάθος γι' αυτό που έκανε. Μετά από λίγο όμως, είχε αρχίσει να της αρέσει. Την έκανε να νιώθει υπεύθυνη, αυτό το είχε ανάγκη.
    Άργησε ωστόσο να παραδεχτεί στον εαυτό της τον πραγματικό λόγο αυτής της μεταστροφής. Η δουλειά τής έδινε κάποιας μορφής ανωτερότητα και πολλές κρυφές χαρές. Ύπουλα, σταδιακά μα σταθερά, η ντροπή μεταστοιχειώθηκε δίχως καλά-καλά να το καταλάβει σε απόλαυση, ένοχη αρχικά, γι' αυτό και τόσο εθιστική.
    Τούτο το επάγγελμα, όπως ο Αποστόλου δεν βαριότανε ποτέ να τους κατηχεί, στηριζόταν κυρίως στην ψυχολογική πίεση, απλά και ξεκάθαρα. Δεν είχανε καμιά δικαιοδοσία πάνω στους χρεώστες που καθυστερούσαν τις πληρωμές τους.
    Κλινικές έρευνες δεκαετιών, χρηματοδοτούμενες από τραπεζικά κεφάλαια, είχαν εντούτοις αναλύσει την ψυχολογία του οφειλέτη σε δυσθεώρητα βάθη. Στον κοινό άνθρωπο δεν αρέσει κατά βάθος να χρωστάει, είναι γαλουχημένος στην τιμιότητα, ακόμα κι αν στην πορεία φτάνει ν' αμφισβητεί την αξία της.
    «Κι εδώ ερχόμαστε εμείς, η φωνή της συνείδησης» όπως θα 'λεγε περήφανα ο Αποστόλου. Ο μέσος άνθρωπος ήταν ανέκαθεν πολύ επιρρεπής σε νουθεσίες, σε πιέσεις, σ' απειλές, σε πειθαναγκασμούς. Ο μέσος άνθρωπος...

    Κείνη δεν ανήκε πια στην άθλια πλέμπα των φουκαριάρηδων. Ήταν ανώτερη του απλού πολίτη, μια οντότητα αδιαπέραστη από τη μικρότητα, τη δειλία και την εσωτερική αδυναμία των πολλών· ένας λαμπερός οδηγητής, που κατεύθυνε τις μάζες προς την αναπόφευκτη κατάληξη, τη συμμόρφωση προς τας υποδείξεις.
    Η φωνή της ήταν το κάλεσμα του πεπρωμένου. Είχε μάθει να την κάνει ψυχρή, σκληρή αν και βελούδινη όπως ενός διευθυντή, θεατρική και υπόγεια σαρκαστική όπως ενός δημοσιογράφου, μοχθηρή κι απειλητική όπως ενός μαφιόζου, πύρινη και παλλόμενη όπως ενός ιεροκήρυκα.
    Ένιωθε, δίχως καμιά υπερβολή, σαν ιεραπόστολος που 'χε πάρει όρκο να φέρει το ποίμνιο στον ίσιο δρόμο του Θεού της Χρηματοπιστωτικής Αληθείας. Γιατί όχι; Τι πιο ιερό απ’ το χρήμα στην εποχή μας; Όλοι το λατρεύουνε, ακόμα κι αν δεν τολμούν να το παραδεχτούνε. Κείνη είχε προ πολλού εξαγνιστεί απ' το θανάσιμο αμάρτημα της υποκρισίας.
    Πέρασε ανεπιστρεπτί η εποχή που ένιωθε συμπόνια ή έστω οίκτο, για κείνα τα φοβισμένα ανθρωπάρια που ταλάνιζε απ' το πρωί ως το βράδυ, εκατοντάδες από δαύτους καθημερινά. Απεναντίας, κάθε φορά που ένιωθε απ' την άλλη άκρη της γραμμής το «υποκείμενο» να ιδρωκοπάει, κάθε που τους άκουγε να ξεροκαταπίνουν, να τραυλίζουν ή ν' αναστενάζουν, μια βαθειά ικανοποίηση την ηλέκτριζε, την εξιτάριζε, την ολοκλήρωνε πέρα από κάθε προσδοκία.
    Η αδυναμία τους ήταν η δική της δύναμη, η δυσαρθρία τους ερυθροπύρωνε τη ρομφαία του λόγου της, η ντροπή τους ήταν ο θρίαμβός της, η συμμόρφωσή τους η πραγμάτωσή της.
    Μόλις οι αφελείς άρχιζαν να παρακαλάνε για λίγο έλεος, λίγο χρόνο, λίγη κατανόηση, τότε μούσκευε ανάμεσα στα σκέλια. Ο άντρας της δεν καταλάβαινε στ' αλήθεια τι ήταν κείνο που την έκανε να του πετάει τα μάτια όξω, κάθε που γύριζε απ' τη δουλειά, πριν ακόμα μπει στο ντους, αλλά της έφτανε που καταλάβαινε αυτή· και κείνου δεν του κακόπεφτε καθόλου, οπότε είχε μάθει να μην κάνει περιττές ερωτήσεις....."

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Σε περίπτωση αναθεώρησης του ή συγγραφής ανάλογου διηγήματος με τέτοιους χαρακτήρες μπορεί να βρεις χρήσιμα στοιχεία στο λινκ στο τέλος.
    Μικρο απόσπασμα :
    " Ο Σαδισμός (Έριχ Φρόμ)

    [...]
    Προσπαθώντας νά βάλω τόν τρόπο συσχετισμού στη θέση τής θεωρίας τής λίμπιντο, έφτασα στην υπόθεση ότι τά διάφορα χαρακτηριστικά τού συνδρόμου είναι εκδηλώσεις ενός τρόπου σχέσης πού κρατάει μιά απόσταση, ελέγχει, απορρίπτει καί αποθησαυρίζει («άποθησαυριστικός χαρακτήρας») (E. Fromm, 1947). Αυτό βέβαια δέ σημαίνει πώς οι κλινικές παρατηρήσεις του Freud όσο αφορά τόν ειδικό ρόλο των περιττωμάτων και των κινήσεων του εντέρου δέν ήταν σωστές. Απεναντίας, παρατηρώντας ψυχαναλυτικά δεκάδες χρόνια διάφορα άτομα, είδα νά επιβεβαιώνονται απόλυτα οι παρατηρήσεις του Freud. H διαφορά βρίσκεται όμως στην απάντηση στό παρακάτω ερώτημα: η πρωκτοερωτική λίμπιντο είναι πηγή αποκλειστικής απασχόλησης μέ τά περιττώματα καί, έμμεσα, του συνδρόμου του πρωκτοερωτικού χαρακτήρα, ή μήπως τό σύνδρομο είναι έκφραση ενός ειδικού τρόπου σχέσης; Στη δεύτερη περίπτωση τό πρωκτοερωτικό ενδιαφέρον πρέπει νά νοηθεί σάν μιά άλλη, συμβολική έκφραση του πρωκτοερωτικού χαρακτήρα, κι όχι σάν αιτία του. Πραγματικά τά περιττώματα άποτελούν πολύ ταιριαστό σύμβολο:

    αντιπροσωπεύουν αυτό πού απορρίπτεται από τή λειτουργία τής ανθρώπινης ζωής καί πού παύει πιά νά εξυπηρετεί τή ζωή τοϋ άνθρωπου.
    Ό άποθησαυριστικός χαρακτήρας είναι ταχτικός μέ τά πράγματα, τίς σκέψεις καί τά αισθήματα, άλλά η ταχτικότητά του είναι στείρα καί άκαμπτη. Δέν ανέχεται τά κακοτοποθετημένα πράγματα καί θέλει πάντα νά τά βάζει σε τάξη- μ' αυτό τόν τρόπο ελέγχει τό χώρο· μέ τήν παράλογη ακρίβεια ελέγχει τό χρόνο· μέ τήν έμμονη καθαριότητα καταργεί τήν επαφή του μέ τόν κόσμο πού τόν θεωρεί βρώμικο καί εχθρικό. (Κάποιες φορές όμως, όταν δέν αναπτύσσεται αντιδραστικός σχηματισμός ή εξιδανίκευση δέν είναι σχολαστικά καθαρός άλλα τείνει μάλλον στή βρωμιά). Ό άποθησαυριστικός χαρακτήρας νιώθει τόν εαυτό του σάν πολιορκημένο κάστρο· πρέπει νά εμποδίσει τά πάντα νά βγουν καί νά διασώσει όλα αυτά πού υπάρχουν μέσα στό οχυρό του. Η ξεροκεφαλια καί η έμμονή του είναι μιά σχεδόν αυτόματη άμυνα απέναντι σέ κάθε ξένη εισβολή.
    Ό άποθησαυριστής τείνει νά νιώσει ότι κατέχει μόνο μιά καθορισμένη ιδιότητα δύναμης, ενέργειας ή πνευματικής ικανότητας, καί πώς αυτό τό απόθεμα ελαττώνεται ή εξαντλείται μέ τή χρήση καί δέ μπορεί νά αναπληρωθεί. Δέ μπορεί νά καταλάβει τήν αύτοαναπληρωτική λειτουργία κάθε ανθρώπινου πλάσματος ούτε καί τό ότι η ενεργητικότητα καί η χρήση τών δυνάμεων μας μεγαλώνουν τή φυσική μας δύναμη ένώ η αδράνεια τήν εξασθενίζει. γι' αυτόν ό θάνατος καί η καταστροφή είναι περισσότερο πραγματικά άπό τή ζωή καί τήν ανάπτυξη. Η πράξη τής δημιουργίας είναι ένα θαύμα πού ακούει ν' αναφέρουν οι άλλοι άλλα πού δέν τό πιστεύει.
    [...]"


    http://kerentzis.blogspot.gr/2014/11/blog-post_18.html

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου