Ο Σκυλοδέτης





Σκηνοθέτης δεν γίνεται όποιος κι όποιος· θέλει να ’σαι σατράπης από κούνια. Κι ο θείος μου ο Σαράντης Μωυσιάδης, Μωυσής επί το καλλιτεχνικότερο, ήταν κορυφαίος σκηνοθέτης. Ψηλός, μπροστά φαλακρός, μακρυμάλλης πίσω, δασιά γενειάδα και σμιχτά φρύδια αιώνια συννεφιασμένα, μάτια κατάμαυρα, αστραποβόλα· ποιος ν’ αναμετρηθεί στα ίσια μαζί τους. Μορφή βιβλική, ασορτί με το ψευδώνυμο που ’χε διαλέξει.
Μόλις είχα τελειώσει τη σχολή κινηματογράφου κι ο πατέρας κανόνισε να με βάλει δίπλα στον ετεροθαλή του αδερφό, να μάθω τη δουλειά. Στην αρχή, όλοι στο πλατό με στραβοκοίταγαν, όπως το βύσμα στο στρατό. Μετά τις πρώτες μπόρες, όμως, που αστραποβρόντηξαν αποξαρχής στο κεφάλι μου, οι άλλοι χαλάρωσαν. «Σιγά κι υπάρχει άνθρωπος που θα γλυτώσει απ’ την οργή του Σκυλοδέτη» είπανε, κι άρχισαν λίγο λίγο να με συμπονάνε.
Τούτο ήταν το παρατσούκλι που του ’χανε κολλήσει και του σούρνανε κάθε που γύριζε πλάτη. Σαν το πήρε πρώτη φορά τ’ αφτί μου, δε μου ’κανε ιδιαίτερη εντύπωση. Ταιριαστό για κάποιον που ο λόγος του ήταν βασιλική διαταγή και τα σκυλιά δεμένα, που ’λεγε η μάνα μου.
Σαν άκουσε ο Γερασιμίδης, ο οπερατέρ, την εξήγηση που ’χα πλάσει, έβαλε τα γέλια. «Καλό, καλό» είπε «είσαι ξύπνιο παλικάρι. Μα καμιά σχέση με την πραγματικότητα· άντε εβίβα». Συνηθίζαμε να τσιμπολογάμε κατιτίς όλοι μαζί, αργά το βράδυ μετά τα γυρίσματα, όταν ο Μωυσής κλεινότανε στο δωματιάκι τού μοντάζ και κανείς δεν τον ξανάβλεπε ως την άλλη μέρα.
«Ρε μάγκες, τούτος ’δω είν’ αθώος. Τι λέτε, να τον βάλουμε στο κόλπο;» πέταξε κάποιος. Ένα μπάχαλο από γέλια και φωνές ξεσηκώθηκε στην παρέα. Ο Γερασιμίδης ανέλαβε να με ξεναγήσει στο σκηνικό που άφησε σαρκαστικό το σημάδι του απάνω στον Μωυσή.

Το άλλο πρωί δεν είχαμε γυρίσματα, κείνο τον καιρό τραβούσαμε τις νυχτερινές σκηνές. Με πήγε με τ’ αμάξι σε μια συνοικία στην Ανατολική Θεσσαλονίκη. Μια αλάνα τοιχογυρισμένη από τρεις πολυκατοικίες, μισοκρυμμένη απ’ τα βλέμματα των περαστικών. Σ’ έναν απ’ τους γκρίζους τοίχους, ένα χωνευτό παράθυρο κι από κάτω μια επιγραφή, χειρόγραφη μ’ άσπρη μπογιά. Το μέρος μού φαινόταν ακαθόριστα οικείο.
«Καλά, δεν έχεις δει το αριστούργημα του θείου σου, τη Σκυλίσια Μέρα; Θεωρείται η σημαντικότερη ταινία του» είπε ο Γερασιμίδης. Φυσικά την είχα δει, μα ήμουνα μικρός, δεν είχα καταλάβει Χριστό. «Εδώ ακριβώς τη γυρίσαμε, εγώ ήμουνα πίσω απ’ την κάμερα» συνέχισε.
Η έμπνευση του Μωυσή ήταν να γυρίσει μια ταινία που θ’ αλληλεπιδρούσε με το περιβάλλον, πρωτοποριακή στον καιρό της. Βρήκε το κατάλληλο μέρος, έστησε ένα χοντρό παλούκι με κρίκους κι έδεσε τρία σκυλιά με βαριές αλυσίδες, μ’ ελάχιστο νερό και καθόλου φαΐ. Άφησε τον Γερασιμίδη με την κάμερα, κρυμμένο πίσω απ’ τον τοίχο της πρασιάς στην οικοδομή δεξιά, με ρητή εντολή να τραβάει ολημερνά και να μην επέμβει ό,τι κι αν συμβεί. Κάπου κοντά στα σκυλιά, καμουφλάρισε και τα μικρόφωνα.
Τα ζωντανά πιάσανε να ουρλιάζουν, απ’ την πείνα, τη δίψα και το λιόκαμα. Μετά από λίγη ώρα, ένας γέρος ξεπρόβαλε απ’ το χωνευτό παράθυρο. Εξαγριωμένος, άρχισε να φωνάζει στα σκυλιά να σκάσουν. Σαν είδε και απόειδε, άρπαξε έναν κουβά νερό και τα μπουγέλωσε.
Μια γειτόνισσα απ’ απέναντι είδε τη σκηνή κι έγινε έξω φρενών. Τον στόλισε με διάφορα κοσμητικά και σήμανε συναγερμό στη φιλοζωική της οργάνωση. Οι κυρίες και οι κύριοι της φιλοζωικής κουβαλήθηκαν επιτόπου και κινήθηκαν εναντίον του με άγριες διαθέσεις. Του σπάσανε το παράθυρο με πέτρες, κείνος κατέβηκε να τους ζητήσει το λόγο. Του την πέσαν όλοι μαζί και τον ταράξανε στις γρήγορες. Ήρθε ασθενοφόρο να τονε μαζέψει.
Τα σκυλιά τα λύσανε, τα πήγαν στο κοντινότερο κτηνιατρείο και τα στείρωσαν. Μετά, βάλαν αγγελίες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τους βρήκαν οικογένειες να τα υιοθετήσουν. Δεν ήξεραν ότι μια δεύτερη κάμερα τους είχε πάρει καταπόδι και κατέγραφε τα πάντα.
Την επόμενη μέρα, ο γέρος πήρε εξιτήριο και γύρισε σπίτι με κάμποσα καρούμπαλα και ράμματα στην καράφλα του. Αγαναχτισμένος και συγχυσμένος, πήρε πινέλο και μπογιά κι έγραψε στον τοίχο «Απαγορεύεται το δέσιμο σκυλιών. Εκ της αστυνομίας».

Τα χαράματα, ο Μωυσής πέρασε στο δεύτερο μέρος του σχεδίου του. Έδεσε στο ίδιο σημείο, με τις ίδιες αλυσίδες, τρεις ηθοποιούς κουρελήδες και ταλαίπωρους. Κυλιόντουσαν στο χώμα, τάχα μισοπεθαμένοι απ’ την πείνα.
Η κυρά από απέναντι βγήκε το πρωί στο μπαλκόνι, κοίταξε, ανασήκωσε τους ώμους και ξαναμπήκε μέσα. «Βλέπεις, τους ανθρώπους δεν επιτρέπεται να τους ευνουχίσεις» έσεισε πικρόχολα το κεφάλι ο Γερασιμίδης.
Ο γέρος, μετά απ’ το προχτεσινό του πάθημα, ξεπρόβαλε το κεφάλι, τους έβρισε με ακατονόμαστες εκφράσεις και σφάλισε το καινούριο του τζάμι. Οι περαστικοί αποστρέφανε το βλέμμα, τάχυναν το βήμα και κοιτούσανε τις δουλειές τους. Κανείς δεν είδε το παραμικρό.
Μόνο ένας νεαρός σταμάτησε, έβγαλε το κινητό του και τράβηξε μερικές φωτογραφίες. Τις ανέβασε στο φέισμπουκ κι ύστερα από δυο ώρες εμφανίστηκε μια ομάδα ακτιβιστών από κάποια ΜΚΟ· δήλωσαν αλληλέγγυοι, κουβαλήσανε μαζί τους και διερμηνέα. Μα μόλις οι ηθοποιοί τούς μίλησαν ελληνικά, οι αλληλέγγυοι τα μάζεψαν αυτοστιγμεί κι εξαφανίστηκαν. «Δεν είναι δικιά μας αρμοδιότητα» κατέγραψαν τα μικρόφωνα.
Κατόπιν ήρθανε κάτι τύποι φουσκωτοί, με ξουρισμένα κεφάλια και μαύρα μπλουζάκια. Κρατούσανε λοστάρια και μαχαίρια κι αλυχτούσαν πως θα λίντσαραν τους λάθρο. Μόλις οι δεμένοι τούς μίλησαν ελληνικά, σάστισαν και ξύνανε την κούτρα τι να κάνουν. Ένας ηθοποιός τούς έδειξε κάποιο έγγραφο που ’χε στην τσέπη του, που δήλωνε με κάθε επισημότητα ότι αποτελούσαν κι οι τρεις ιδιοκτησία γνωστού επιχειρηματία και πρόεδρου ποδοσφαιρικής ομάδας. Οι φουσκωτοί το χάψανε μονομπούκι και πήραν δρόμο στα γρήγορα.
Προσέτρεξε φουριόζος κι ο παπάς της ενορίας. Τους ρώτησε πώς βρέθηκαν σε τούτη την κατάσταση. Απάντησαν πως ήταν ομοφυλόφιλοι και τους έδεσε ο πατέρας τους για να τους συνετίσει. «Ν’ αγιάσει το χεράκι του» σταυροκοπήθηκε ο παπάς κι έφυγε με μια καταφρονετική γκριμάτσα.
Οι ηθοποιοί έσκισαν τα ρούχα τους κι απόμειναν ολόγυμνοι. Μισή ώρα αργότερα, ήρθε η αστυνομία, μετά από καταγγελία της κυράς από απέναντι. Τους συλλάβανε για προσβολή της δημοσίας αιδούς. «Είδαμε και πάθαμε να τους βγάλουμε απ’ την ψειρού» λύθηκε στα γέλια ο Γερασιμίδης.

Η ταινία, με το αριστοτεχνικό μοντάζ του Μωυσή, κατάχτησε τον Χρυσό Φοίνικα στο φεστιβάλ των Καννών και την Αργυρή Άρκτο στο φεστιβάλ του Βερολίνου.
Η φιλόζωη γειτόνισσα είχε γιο δικηγόρο, που της άνοιξε τα μάτια. Τα βρήκανε με τον γέρο κι έκαναν αγωγή στον Μωυσή. Του ζήτησαν μερίδιο απ’ τα χρηματικά έπαθλα και του πήρανε σχεδόν τα μισά.
Η φιλοζωική οργάνωση του ’κανε μήνυση για την κακοποίηση των σκυλιών· του στοίχισε τ’ άλλα μισά σε πρόστιμο. Οι ακτιβιστές τον χαρακτήρισαν φασίστα κι ήρθαν να του κάψουνε το πλατό με μολότοφ.
Οι φουσκωτοί τον χαρακτήρισαν σιωνιστή και μασόνο κι ήρθανε στο πλατό να τα κάνουν γης Μαδιάμ, μα ατύχησαν γιατί το βρήκανε καμένο.
Η επιτυχία έχει πάντοτε βαρύ τίμημα. Ίσως όμως το βαρύτερο απ’ όλα να ’τανε το παρατσούκλι Σκυλοδέτης, που τον περγελάει μέχρι σήμερα. Όλοι συμφωνούν πως ο Μωυσής έγινε πιο στριφνός κι αυταρχικός απ’ όσο τον ήξεραν μέχρι τότε.

Ο γέρος ξανακατέβηκε με το πινέλο και τη μπογιά και διόρθωσε την επιγραφή ώστε να πιάνει όλες τις περιπτώσεις· «Απαγορεύεται το δέσιμο ζώων. Εκ της αστυνομίας».

Σχόλια

  1. Άντζελα Παπαζογλου31 Αυγούστου 2018 στις 12:23 μ.μ.

    Αριστουργηματικό!!!Έχω διαβάσει σχεδόν όλα τα κείμενα σου.Εισαι ταλαντούχος!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ευχαριστώ θερμά για τα καλά λόγια. Χαίρομαι που με διαβάζετε...

      Διαγραφή
  2. Εκπλήσομαι ευχάριστα με κάθε "μαργαριτάρι" διήγημά σου,Όττο ! Είσαι μια "αποκάλυψη" κ ανυπομονώ για το επόμενο κείμενό σου. Εύγε !!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Όττο, είσαι μια "αποκάλυψη"!!! Πραγματικά "μαργαριτάρια" τα διηγήματά σου!. Προσμένω να σε διαβάσω ξανά. Εύγε !!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ευχαριστώ θερμά. Χαίρομαι που έτσι επικοινωνώ με άγνωστους, ως τώρα, ανθρώπους. Να είσαστε καλά...

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου