Το Φτερωμένο Φλάουτο







Μια φορά κι έναν καιρό, σ’ ένα κάστρο απά στο πιο ψηλό βουνό, ζούσε ένας μουρτζούφλης μάγος που τον έλεγαν Ανσέλμο. Ήτανε σοφός και τετραπέρατος, ήξερε ξόρκια και γητειές όσα κανένας άλλος, ήταν όμως μοναχός και παντέρμος. Μοναδική του παρέα είχε ένα τσούρμο γάτες, που σουλατσάριζαν στο κάστρο.

Ο παππούς του ήτανε αρχιμουσικός του βασιλιά κι όνειρο του Ανσέλμο ήτανε να κατακτήσει κι αυτός μια μέρα την ίδια ζηλευτή θέση. Από μικρός σπούδαζε μουσική κι είχε πάρει πτυχία απ’ τα καλύτερα ωδεία της χώρας. Για να γίνει κανείς αρχιμουσικός έπρεπε να ‘χει δικιά του ορχήστρα, μα όλοι οι μουζικάντηδες του φαίνονταν άτεχνοι, ακατάλληλοι για να εκτελέσουν τις θεσπέσιες συνθέσεις του. Οι μουζικάντηδες πάλι, έβρισκαν τις μουσικές του ανοστανάλατες και τον χαρακτήρα του αφόρητο, έτσι κανείς δεν δεχότανε να τον έχει για μαέστρο.

Κάποια μέρα, κει που καθότανε βαρύς και μόνος, του κατέβηκε μια θαυμάσια ιδέα: να φτιάσει ένα ξόρκι και να ζωντανέψει τα μουσικά όργανα που ‘χε φυλαγμένα στο κελάρι του πύργου, να τα βάνει να παίζουν μουσική.

Πήρε τον βαρύ κρίκο με τα τεράστια κλειδιά και κίνησε για το κελάρι. Ξεκλείδωσε τη βαριά πόρτα, μπήκε στο μπουντρούμι και βρήκε θαμμένα στη σκόνη τα όργανα που ‘χε κληρονομήσει απ’ τον παππού του.

Δεν είχε μάθει να παίζει κανένα απ’ αυτά, καθώς ήτανε τεμπέλης και βαριότανε τη μελέτη και την εξάσκηση. Διάλεξε λοιπόν το βιολί, το τσέλο, το λαγούτο, το ταμπούρλο κι ήθελε ακόμα ένα όργανο για να συμπληρώσει τη μαγεμένη του ορχήστρα.

Καθώς έψαχνε, είδε το φλάουτο να στέκεται παραπονεμένο κι είπε να το πάρει κι αυτό μαζί του. Τα φορτώθηκε όλα μαζί στη ράχη κι έπιασε ν’ ανεβαίνει τα σκαλιά, μέχρι το εργαστήρι του στην κορφή του πύργου. Έφτασε απάνω ξεπνεμένος και καταϊδρωμένος. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή του που έκαμε τόσο κόπο για οποιονδήποτε λόγο.

Άνοιξε τα μαγικά του βιβλία και τις αρχαίες περγαμηνές κι άρχισε να ψάχνει για κάποιο ξόρκι που να κάμνει τα μουσικά όργανα να κουρδίζονται από μόνα τους και να παίζουν όποιον σκοπό τους παράγγελνε. Ύστερα έφτιαξε ένα ακόμα ξόρκι για να σταματούν να παίζουν με το πρόσταγμά του.
Άμα τα κατάφερε, έπιασε το τσέλο και το μάγεψε. Κείνο έβγαλε χέρια, έβγαλε πόδια, κουρδίστηκε, έπιασε το δοξάρι κι άρχισε να παίζει γλυκά κι όμορφα. Μόλις ο μάγος χτυπούσε παλαμάκια και πρόφερε τη λέξη «Κάρναξη», το τσέλο σώπαινε.

Ο Ανσέλμο έπειτα γήτεψε το βιολί, το λαγούτο και το ταμπούρλο κι όλα πήγαν πρίμα. Ήρθε η ώρα και για το φλάουτο, που περίμενε ανυπόμονα τη σειρά του. Μόλις πρόφερε το ξόρκι, κείνο έβγαλε φτερά αντί για χέρια και πετάριζε στο ψηλοτάβανο δωμάτιο. Έτσι όπως αναφτεράκιζε χαρούμενο, πέρναγε ο αγέρας απ’ τις τρύπες του κι έπαιζε νότες πανέμορφες κι υπέροχες μελωδίες.
Τα κελαηδοπούλια του δάσους τ’ άκουσαν κι ήρθαν να γνωρίσουν το καινούριο τους αδέρφι. Όρμησαν μέσα απ’ το ανοιχτό παράθυρο του πύργου, λαλώντας κι αυτά μαζί με το φτερωμένο φλάουτο. Τ’ άλλα όργανα παρασύρθηκαν κι ευθύς ακολούθησαν την κομπανία.

Ολάκερος ο πύργος γέμισε μουσικές και κελαηδήματα. Μα ο Ανσέλμο δεν τα σήκωνε κάτι τέτοια. Ακούς εκεί να παίζει ο καθένας ό,τι του κατεβάσει η κούτρα του! Τα όργανα τα ζωντάνεψε για να παίζουν τις δικές του συνθέσεις κι όχι για να διασκεδάζουν. Άσε που είχε αλλεργία στα πουλιά και τον έπιασε φαγούρα σ’ όλο του το κορμί. Χτύπησε παλαμάκια και γκάριξε: «Κάρναξη!». Τα όργανα μουγκάθηκαν και τα πουλιά ξαναγύρισαν τρομαγμένα στις φωλιές τους.


Ο καιρός περνούσε κι ο μάγος είχε βαλθεί να φτιάσει την πιο καλοδουλεμένη ορχήστρα που είχε ακούσει ποτέ η πλάση. Αυταρχικός και τζαναμπέτης καθώς ήταν, επέτρεπε να ηχούν μες στον πύργο μόνο τα έργα του παππού του κι όσα έγραφε ο ίδιος· οτιδήποτε άλλο το θεωρούσε ποταπό κι ανάξιο.
Όλη μέρα μελέτη και πρόβα κι άγιος ο Θεός. Τα μαγεμένα όργανα διάβαζαν και ξαναδιάβαζαν φιλότιμα τις περίπλοκες παρτιτούρες και πάσχιζαν να τα παίξουνε όσο καλύτερα γινόταν. Ο Ανσέλμο, με το παραμικρό λαθάκι, τα ‘βαζε να ξαναπαίξουν όλο το κομμάτι απ’ την αρχή.

Το φλάουτο είχε πια βαριεστήσει. Καθώς ήταν φτερωμένο, είχε κάτι κοινό με τα πουλιά: του άρεσε η ελευθερία κι ο αυτοσχεδιασμός και μαράζωνε με τους κανόνες, τις αντιστίξεις και κάθε λογής στενούς κορσέδες. Είχε τόσες καινούριες και πρωτότυπες μελωδίες στο νου του κι έχανε τον καιρό του παίζοντας τις μούχλες του ανυπόφορου μάγου· δε βάσταγε πια! «Αν δαύτος γίνει αρχιμουσικός, ολάκερο το βασίλειο θα γίνει μαυσωλείο και θα βρομάει φορμόλη» έλεγε από μέσα του με καταφρόνεση.

Μια μέρα ο Ανσέλμο αποφάσισε να παίξουν τα εκατόν ένα θρηνητικά άσματα, που ‘χε γράψει ο παππούς του όταν ο βασιλιάς Διγενής σκοτώθηκε στον πόλεμο. Ο μάγος φανταζότανε τον εαυτό του αρχιμουσικό του παλατιού, να παίζει με τη μαγεμένη του ορχήστρα στο ξόδι του τωρινού βασιλιά και το πόπολο να κλαίει με μαύρο δάκρυ στο άκουσμα της μουσικής του, μαζί με τους αυλικούς, τη βασίλισσα και τον πρίγκιπα.

Αυτά ονειροπολούσε ο Ανσέλμο κι έβαζε τη γητεμένη του ορχήστρα να παίζει και δώστου να βηματίζει πένθιμα γύρω γύρω στη μεγάλη αίθουσα του κάστρου. Δε θα ησύχαζε αν δεν ερμήνευαν και τους εκατόν έναν θρήνους στη σειρά, δίχως ούτε ένα σφάλμα.

Είχανε φτάσει στον τελευταίο θρήνο και για πρώτη φορά είχαν κατορθώσει να μην κάνουν μέχρι εκεί ούτε ένα τόσο δα στραβοπάτημα. Μα το ταμπούρλο καθυστέρησε κατά ένα εξηκοστό τέταρτο του ρυθμού, λίγο πριν το τέλος του κομματιού. «Κάρναξη!» έκραξε ο μάγος χτυπώντας μανιασμένος τις χερούκλες του.

«Είσαστε ανίκανοι! Πάμε πάλι απ’ το πρώτο κομμάτι» φώναξε κι έδωσε με το μαγικό του ραβδί το τέμπο. Το φλάουτο έγινε έξω φρενών. Προκειμένου να ξαναπαίξει αυτά τα ψόφια για άλλη μια φορά, προτιμούσε να γίνει σωλήνας αποχέτευσης. Εξαγριώθηκε, μπούχτισε και μπαΐλντισε. Δίχως να το καλοσκεφτεί, όρμηξε στον Ανσέλμο κι αρχίνησε, μ’ όση δύναμη είχε, να κοπανιέται απά στην κεφάλα του την ξερή για να βγάλει τ’ άχτι του. Κι ήτανε φτιαγμένο από μέταλλο γερό κι η καράφλα του μάγου γιόμωσε καρούμπαλα.

Ο Ανσέλμο έπιασε ένα σκαμνί για να χτυπήσει το φτερωμένο φλάουτο στον αέρα. Κείνο ψυλλιάστηκε τον κίνδυνο και πέταξε προς το μεγάλο παράθυρο. Ο μάγος σφεντόνισε το σκαμνί προς το μέρος του, μα αστόχησε ξυστά. Το ξύλινο βλήμα συνέχισε την πορεία του και θρυμμάτισε το τζάμι του παράθυρου, ανοίγοντας μια τεράστια τρύπα στο πανάκριβο βιτρό.
Το φλάουτο βρήκε την ευκαιρία να γλιτώσει μια και καλή απ’ τον μάγο. Πετάρισε στα γρήγορα και το ‘σκασε μέσα απ’ το σπασμένο τζάμι, μ’ όλη την ταχύτητα των φτερούγων του, πριν προλάβει ο Ανσέλμο να του ρίξει κάποιο ξόρκι. Πέταξε λεύτερο για το δάσος, ενώ ο κακορίζικος μάγος έβριζε και καταριόταν.


Γι’ αρκετό καιρό το φλάουτο απολάμβανε τη λευτεριά κι αυτοσχεδίαζε τις μουσικές του απάνω στα κλαριά των δέντρων, μαζί με τα κελαηδοπούλια. Μα και πάλι άρχισε να βαριέται. Γιατί ανθρώπινο χέρι το ‘χε φτιάσει και γύρευε ανθρώπινο αυτί να το απολάψει κι ανθρώπινο χειροκρότημα να το παινέψει. Αποφάσισε λοιπόν πως είχε έρθει πια η ώρα του να φύγει. Αποχαιρέτησε τ’ αδέρφια του κι έβαλε δρόμο εμπρός του.

Κοντά στο δάσος υπήρχε μια μικρή πόλη και το φτερωμένο φλάουτο σκέφτηκε να ξεκινήσει από κει την αναζήτησή του. Θα πήγαινε και θα παρακολουθούσε τους ανθρώπους για να μάθει τις συνήθειες, τα γούστα και τους τρόπους τους και μετά θα ξανοιγότανε παραπέρα.

Λίγο πριν την εμπασιά της πόλης, ήταν ένας νερόμυλος. Το φλάουτο θάμασε τη μεγάλη ρόδα που γυρνούσε με τη δύναμη του νερού, γλυκάθηκε απ’ το κελάρυσμα του ρυακιού που ‘πεφτε απάνω της σαν καταρράκτης κι έκατσε παράμερα ν’ αφουγκραστεί.

Δεν πέρασε πολλή ώρα κι άκουσε μια μελένια γυναικεία φωνή να τραγουδάει κάποιον άγνωστο σκοπό. Δίχως να χάσει καιρό, πέταξε προς το μέρος της. Μια πεντάμορφη κοπέλα, μαυρομαλλούσα, γαλανή και καμαροφρύδα, έπαιζε με την κιθάρα της και τραγουδούσε μονάχη.

Ήτανε η Ραμόνα, η παρακόρη της μυλωνούς. Η μάνα της είχε πεθάνει στη γέννα κι ο πατέρας της την είχε παρατήσει έξω απ’ την πόρτα του μύλου. Η μυλωνού τη λυπήθηκε και την περιμάζωξε, όμως από τοσηδά παιδούλα την έβαζε να κάμνει όλες τις αγγαρείες, για να ξεχρεώνει το φαΐ της. Η μικρή είχε βρει την παλιά κιθάρα στο πατάρι κι είχε μάθει από μόνη της να παίζει. Η δούλεψη ήτανε σκληρή κι η μοναδική της απαντοχή ήτανε να βγαίνει κάθε γιόμα στην πίσω αυλή του μύλου, να παίζει και να τραγουδά όσα σκάρωνε ο νους της μες στα όνειρα της νύχτας.  

Οι μπαλάντες της είχαν μελωδίες μαυλιστικές και λόγια ταξιδιάρικα, που σαν αγέρας θρόιζαν σε δάση σκιερά, γεμάτα με πανάρχαια κι άφραστα μυστικά, ρυτίδωναν λαγαρά κρουσταλλένια νερά όπου λούζονταν πανώριες νεράιδες και παράξενα ξωτικά, μουρμούριζαν απάνω από αγέρωχα βουνά κι απέραντα χλοερά λιβάδια, στροβίλιζαν κουρνιαχτό σε απόξερα ερημοτόπια.

Γοητευμένο το φλάουτο κάθισε απά σ’ ένα κλαρί και ξεχάστηκε ν’ ακούει. Δίχως να το καταλάβει, άρχισε δειλά να σιγομουρμουράει κάποιες μελωδίες, σαν απόκριση σε κείνες της κοπέλας. Αυτή τ’ άκουσε και σήκωσε το κεφάλι. Είδε το φτερωμένο φλάουτο απά στο δέντρο και χαμογέλασε. «Τι όμορφα που κελαηδάς καλό μου φλάουτο. Είμαι η Ραμόνα, θα ‘θελες να παίξουμε μαζί;» του γλυκομίλησε.

Άλλο που δεν ήθελε το φλάουτο. Ένιωσε ευτυχία και οίστρο να το τυλίγουν, για πρώτη του φορά. Κι όσο κείνο αυτοσχεδίαζε τόσο απ’ τα στήθια της κοπέλας ανάβρυζαν καινούριες μελωδίες και στίχοι.


«Ραμόνα… Ραμόνα είπα! Πάλι χαζολογάς μ’ αυτές τις αηδίες σου;» ακούστηκε μια στριγκιά φωνή μέσα απ’ τον μύλο. «Τσακίσου κι έλα εδώ, που ‘χουμε δουλειά για δέκα νοματαίους, μη σε πάρει ο γερο-διάολος και σε σκώσει» χρεμέτισε η μυλωνού, που όλοι τηνε ξέρανε στην πόλη για στρυφνή και άξεστη. Η κοπέλα πετάχτηκε σαν ελατήριο, έκρυψε την κιθάρα πίσω από ένα θάμνο κι έτρεξε αλαφιασμένη στην αφέντρα της.

Το φτερωμένο φλάουτο κάθισε στο κλαρί και συλλογίστηκε: «Τι κρίμα τέτοιο τάλαντο να πηγαίνει χαμένο, εδώ που δεν εκτιμάνε τη μουσική. Τι αδικία τέτοια χρυσά χεράκια να φουσκαλιάζουν απ’ τις αγγαρείες, αντί να χαϊδεύουν τις χορδές της κιθάρας…»


Έτσι πέρασε η νύχτα. Με το που ξημέρωσε και πλησίασε σιγά σιγά το γιόμα, του ‘ρθε μια ιδέα. Ευθύς φτερούγισε προς την πόλη διακριτικά, προσέχοντας μην το δούνε.

Τράβηξε κατά το σχολειό. Εκεί ο δάσκαλος, με τη βέργα στο χέρι, φώναζε στα παιδιά να βγάλουνε μια κόλλα χαρτί για να γράψουν διαγώνισμα. Το φλάουτο σιγοχτύπησε το τζάμι του παράθυρου. Κάποιος μαθητής άπλωσε μουλωχτά το χέρι κι άνοιξε το παράθυρο μια χαραμάδα.

Το φλάουτο μπούκαρε στην τάξη κι αχολογούσε μια σκανδαλιάρικη μελωδία φτεροκοπώντας ολοτρόγυρα στην αίθουσα. Ο δάσκαλος προσπάθησε να το χτυπήσει με τη βέργα, μα του κάκου. Τα παιδιά πετάχτηκαν ολόρθα και τσιροκοπούσαν. Κείνος έμπηξε τις φωνές: «Καθίστε κάτω γρήγορα, ειδάλλως θα τιμωρηθείτε αυστηρώς!» μα ποιος να τον ακούσει.

Το φλάουτο ξαναβγήκε απ’ το παράθυρο κι έκαμε κύκλους απάνω απ’ το προαύλιο του σχολείου, προσκαλώντας κατόπι του τα παιδιά. Κείνα ξεχύθηκαν όξω ξαναμμένα. Μόλις όλα τα σχολιαρόπαιδα βγήκανε στην αυλή, το φλάουτο πέταξε παιανίζοντας προς το κέντρο της πόλης. Τα παιδιά το ακολούθησαν, ενώ ξωπίσω τους ο δάσκαλος έτρεχε οργισμένος να τα προφτάσει.

Απ’ όπου περνούσε η αλλόκοτη πομπή, ο κόσμος σταματούσε τις δουλειές του για να δει το αξιοπερίεργο θέαμα. Ξεσηκώθηκαν όλοι και πήραν από πίσω το ξέφρενο μπουλούκι. Το φλάουτο φρόντισε να διασχίσει ολάκερη την πόλη κι ύστερα δρόμωσε κατά το μύλο.


Η Ραμόνα είχε βγει στο ύπαιθρο και τραγουδούσε. Σαν έφτασαν εκεί, το φλάουτο στάθηκε σιμά της και τη συνόδεψε μ’ όλη του την τέχνη. Ο κόσμος έπαψε το τρεχαλητό κι έμειναν άναυδοι ν’ ακούν το εξαίσιο τραγούδι. Η κοπέλα απορροφημένη δεν τους πήρε είδηση. Σαν τέλειωσε, όλοι ξέσπασαν σ’ ενθουσιώδη χειροκροτήματα. Μόλις τότε η Ραμόνα κατάλαβε ότι την άκουγαν και δεν ήξερε πού να κρυφτεί από ντροπή.

Ο κόσμος ζητούσε ν’ ακούσει κι άλλο και το φλάουτο ενθάρρυνε τη σεμνή κοπέλα να συνεχίσει. Μετά από μια στιγμή αμηχανίας, κείνη έπιασε και πάλι να τραγουδάει.

Η μυλωνού άκουσε το σαματά και βγήκε όξω αγριεμένη. Σαν είδε όλους να επευφημούν την παρακόρη της, δεν τόλμησε να την αποπάρει, από φόβο μην κακοκαρδίσει τους πελάτες.

Μόλις τέλειωσε το τραγούδι, άλλοι αγκάλιαζαν τη Ραμόνα, άλλοι δάκρυζαν κι άλλοι απαιτούσανε ν’ ακούσουν ακόμα ένα. Ο δήμαρχος βγήκε μπροστά κι έδωσε τα θερμά του συχαρίκια στη μυλωνού για την καλλίφωνη παρακόρη της.

Ο κάπελας της ζήτησε να επιτρέψει στη Ραμόνα να εμφανίζεται κάθε βράδυ στο πανδοχείο του και της έταξε γερό μπαχτσίσι για να πει το ναι. Η μυλωνού, φιλοχρήματη και ματαιόδοξη καθώς ήταν, δεν μπόρεσε ν’ αντισταθεί κι έδωσε τη συγκατάθεσή της.


Έτσι, η Ραμόνα, που μέχρι κείνη τη μέρα δεν την είχε ακούσει κανείς, έγινε διάσημη σ’ ολάκερη την πόλη κι όλοι μιλούσανε γι’ αυτήν, χάρη στο πολυμήχανο φλάουτο. Τα βράδια εμφανίζονταν στο χάνι, που γέμιζε ασφυχτικά από κόσμο. Σταμάτησε πια να δουλεύει στον μύλο.

Μιας κι η πόλη βρισκότανε πάνω στον μεγάλο εμπορικό δρόμο του βασιλείου, οι ταξιδιώτες κι οι πραματευτάδες που άκουγαν τη Ραμόνα και το φτερωμένο φλάουτο, διάδωσαν τη φήμη τους παντού. Άνθρωποι απ’ όλο το βασίλειο κι απ’ τις γύρω χώρες έκαναν ουρά κάθε βράδυ για ν’ απολάψουν τις ονειρεμένες μπαλάντες, που σαν κι αυτές δεν είχαν ματακούσει.


Κάποια μέρα ο δήμαρχος ανακοίνωσε ότι είχε δηλώσει συμμετοχή, για λογαριασμό της Ραμόνας και του φτερωμένου φλάουτου, στους μεγάλους μουσικούς αγώνες που διοργάνωνε κάθε τρία χρόνια η Ακαδημία των Τεχνών, υπό την αιγίδα του ίδιου του βασιλιά. Δεν ήτανε καθόλου εύκολο να γίνει κάποιος δεκτός εκεί κι ο δήμαρχος είχε βάλει λυτούς και δεμένους για να το πετύχει.

Η Ραμόνα ούτε που το ‘χε ονειρευτεί ότι θα ‘παιζε μια μέρα στην πρωτεύουσα κι όπως ήτανε ντροπαλή, στην αρχή αρνήθηκε. Το φλάουτο όμως της ζάλισε τ’ αυτιά, μέχρι που δέχτηκε.

Όλη η πόλη περίμενε πώς και πώς ν’ αρχίσουν οι αγώνες. Η Ραμόνα πήρε αγκαλιά το φλάουτο κι ανέβηκε στην άμαξα του δήμαρχου. Πίσω της οι συμπολίτες, άλλοι με άμαξες, άλλοι με κάρα, μερικοί με τα πόδια, οργάνωσαν ολάκερη εκστρατεία για να υποστηρίξουν τα καμάρια της πόλης τους.

Η πρωτεύουσα έσφυζε από κόσμο που ‘χε συναχτεί από κάθε γωνιά του βασιλείου κι απ’ το εξωτερικό. Στη μεγάλη πλατεία μπροστά απ’ το παλάτι είχανε στηθεί δυο μεγάλες εξέδρες. Οι ορχήστρες ανέβαιναν ανά δύο, διαγωνίζονταν μεταξύ τους, έπειτα η κριτική επιτροπή της Ακαδημίας βαθμολογούσε, τέλος ψήφιζε και το κοινό κι έτσι αποφασιζόταν ποιος θα προκρινότανε στον επόμενο γύρο. Για μια ολάκερη βδομάδα, η πρωτεύουσα ήτανε παραδομένη στη μουσική και στο γλέντι.


Απ’ το μεγάλο μουσικό γεγονός, δεν θα μπορούσε φυσικά να λείπει κι ο Ανσέλμο. Μετά απ’ τη φυγή του φτερωμένου φλάουτου, γήτεψε το όμποε που ‘βγαλε κι αυτό φτερά. Είχε όμως προνοήσει να το δέσει με χρυσή αλυσίδα στον ώμο του, για να μην το χάσει πάλι.

Επί τρία χρόνια προετοίμαζε ο Ανσέλμο την μαγεμένη ορχήστρα για τους αγώνες. Ήθελε να κερδίσει πάση θυσία. Σαν είδε το φτερωμένο φλάουτο να παίζει στον πρώτο προκριματικό γύρο, λύσσαξε από μέσα του. Του πέρασε απ’ το νου να φωνάξει «Κάρναξη!» και να το κάμει να βουβαθεί, όμως του φάνηκε πιο καλό να συντρίψει στα ίσια τον αποστάτη και τη φιλενάδα του μπροστά σ’ όλο το βασίλειο.

Το φλάουτο πάλι σαν είδε τον Ανσέλμο να διαγωνίζεται στον τρίτο προκριματικό, ανησύχησε μα δεν είχε λόγια να διηγηθεί την ιστορία στη Ραμόνα. Έτσι κι αλλιώς, ήτανε σίγουρος ότι ο Ανσέλμο με τις μπαρούφες του θ’ αποκλειότανε σύντομα και θα γλιτώνανε από δαύτον. Όμως δεν είχε υπολογίσει σωστά τα πράματα.

Ο λαός στ’ αλήθεια δεν εκτίμησε και πολύ τη μουσική του μάγου αλλά οι ακαδημαϊκοί της κριτικής επιτροπής έδειξαν εκστασιασμένοι. Κι η βαθμολογία της επιτροπής είχε αυξημένη βαρύτητα, οπότε το κοινό μειοψηφούσε. Θες οι απόλυτες και σχολαστικές συνθέσεις του, θες η μαγεμένη του ορχήστρα, θες το οικογενειακό του όνομα κι η τεράστια ιστορία του παππού του, ο Ανσέλμο νικούσε όλους τους αντιπάλους του και προκρινότανε διαρκώς.

Βέβαια κι η Ραμόνα δεν πήγαινε καθόλου άσχημα. Οι πρωτότυπες μπαλάντες κι η ασημόηχη φωνή της μάγευαν το κοινό, ενώ τα περίτεχνα σόλα που έπαιζε το φτερωμένο φλάουτο ενθουσίαζαν κάμποσα μέλη της επιτροπής, έτσι απ’ την αρχή το παράδοξο ντουέτο θεωρήθηκε ως φαβορί.

Την έβδομη μέρα κανένας δεν παραξενεύτηκε που στον τελικό θ’ αναμετριόντουσαν η Ραμόνα με τον Ανσέλμο. Οι συζητήσεις έδιναν κι έπαιρναν, τα στοιχήματα είχανε φτάσει στα ύψη, καθώς περίμεναν τον βασιλιά να δώσει το παράγγελμα για ν’ αρχίσει η μεγάλη αναμέτρηση. Η βασίλισσα έστριψε το νόμισμα κι έλαχε στον Ανσέλμο να ξεκινήσει πρώτος.

Ο μάγος υποκλίθηκε στους επίσημους, σήκωσε το μαγικό του ραβδί που το ‘χε για μπαγκέτα και τα μαγεμένα όργανα ξεκίνησαν να παίζουν την εβδόμη συμφωνία του παππού του, την πιο περίπλοκη και μεγαλειώδη σύνθεση που είχε γράψει ο διάσημος αρχιμουσικός και που κανείς δεν είχε καταφέρει μετά απ’ αυτόν να την ερμηνεύσει.

Τα φιλότιμα όργανα έδωσαν τον καλύτερό τους εαυτό και κατάφεραν ν’ αποδώσουν το δύσκολο μουσικό κομμάτι με εξαιρετική ακρίβεια και με κάθε λεπτομέρεια. Όταν τέλειωσαν, ο Ανσέλμο εισέπραξε ένα αρκετά θερμό χειροκρότημα απ’ το κοινό, ενώ σύσσωμη η κριτική επιτροπή έδειχνε διακριτικά την επιδοκιμασία της, χαμογελώντας με νόημα. Ο αγώνας φαινότανε να έχει κριθεί αλλά η Ραμόνα και το φτερωμένο φλάουτο δεν είχανε πει ακόμα την τελευταία τους κουβέντα.


Δίχως φόβο, αλλά με περίσσιο πάθος, αρχίσανε να παίζουν μια συναρπαστική επική μπαλάντα που ‘χανε γράψει μόλις το προηγούμενο βράδυ, για τα κατορθώματα του βασιλιά Διγενή, του μεγαλύτερου ήρωα της χώρας και προπάππου του τωρινού βασιλιά. Το κοινό δεν μπορούσε να κρύψει τον ενθουσιασμό του και τραγουδούσε το ρεφραίν μαζί με την υπέροχη Ραμόνα, που ‘μοιαζε να έχει ανυψωθεί στους αιθέρες. Οι ακαδημαϊκοί κοιτάζονταν μεταξύ τους σαστισμένοι και δεν μπορούσανε να κρύψουν την αμηχανία τους.

Καθώς το τραγούδι πλησίαζε στη μέση, ξάφνου ένα φουρφουρητό σκέπασε τη μεγάλη πλατεία. Ο τόπος γέμισε πολύχρωμα κελαηδοπούλια, που είχαν ακούσει το αδέρφι τους να παίζει και δεν κρατήθηκαν κι αυτά, όρμησαν να πάρουνε μέρος στην παράσταση. Τραγουδούσανε μαζί με το ντουέτο κι η υπερκόσμια μελωδία τους δεν άφησε κανέναν ασυγκίνητο.

Σαν έφτασαν στο σημείο που ο Διγενής πάλεψε με τον Χάροντα, ο βασιλιάς σηκώθηκε με δάκρυα στα μάτια κι άρχισε να χειροκροτεί μ’ όλη του τη δύναμη. Οι ακαδημαϊκοί, που δεν μπορούσανε να κάμουν αλλιώς, σηκώθηκαν και χειροκροτούσανε μαζί του.


Ο Ανσέλμο κατάλαβε ότι κινδυνεύει να χάσει τον αγώνα και μάνιασε. Σηκώθηκε απάνω κι ετοιμάστηκε να ρίξει στο ντουέτο την τρανή του κατάρα, να τους κάνει να μουγκαθούν και να ρεζιλευτούν μπροστά σ’ όλους. Όμως τα μαγεμένα όργανα κατάλαβαν τι πήγαινε να κάμει.

Με μιας, το ταμπούρλο κουτρουβάλησε απάνω στην εξέδρα κι έβαλε τρικλοποδιά στον μάγο που έπεσε φαρδύς πλατύς στο σανίδι. Ευθύς το βιολοντσέλο και το λαγούτο χίμηξαν και του λαχπάτησαν τ’ απλωμένα χέρια, για να μην μπορεί να βαρέσει παλαμάκια. Το όμποε έσπασε την καδένα του, όρμησε απάνω στον Ανσέλμο και με το μπροστινό του μέρος, που μοιάζει με καμπάνα, του βούλωσε το στόμα για να μην τον αφήσει να προφέρει τη φριχτή λέξη. Τότε τα πουλιά πέταξαν απάνω απ’ την εξέδρα του μάγου κι άρχισαν να τον κουτσουλάνε ομαδικά, μέχρι που τον σκέπασαν απ’ την κορφή ως τα νύχια.


Μόλις η Ραμόνα έπαιξε το φινάλε του τραγουδιού, στην πλατεία επικράτησε πανζουρλισμός. Οι άνθρωποι αγκαλιάζονταν, κλαίγανε και γελούσαν, χειροκροτούσαν, πανηγύριζαν, ο βασιλιάς, η βασίλισσα, οι ακαδημαϊκοί, όλοι κάμνανε σαν μικρά παιδιά. Η Ραμόνα σηκώθηκε κι υποκλίθηκε, ενώ άπαντες της ζητούσανε να παίξει το τραγούδι απ’ την αρχή.

Ο Ανσέλμο έκανε να σηκωθεί στα πόδια του, μα το βιολί του ‘ριξε μια γερή κλωτσιά στα πισινά κι αυτός ξανασωριάστηκε σαν τσουβάλι με πατάτες. Τα μαγεμένα όργανα παράτησαν τον μάγο σύξυλο κι έτρεξαν στην απέναντι εξέδρα, να ενωθούν με τον φίλο τους, το φτερωμένο φλάουτο. Η Ραμόνα ξεκίνησε πάλι την μπαλάντα του Διγενή, ενώ τα μαγεμένα όργανα ακολούθησαν το τραγούδι της, μαζί με τα περήφανα κελαηδοπούλια.


Ο μάγος ξεγλίστρησε δίχως να τον πάρει είδηση κανείς και γύρισε ντροπιασμένος στο κάστρο του. Εγκατέλειψε τα σχέδια να γίνει αρχιμουσικός και βάλθηκε να φτιάσει νέα ξόρκια, για να μάθει στις γάτες του να παίζουν θέατρο. Τα κατάφερε θαυμάσια, μα πάλι δεν του βγήκε σε καλό. Οι γάτες, με το που έμαθαν την υποκριτική τέχνη, το χορό και το τραγούδι, αποφάσισαν πως δεν έχουν πια ανάγκη τον Ανσέλμο. Τον κλείδωσαν στο πιο βαθύ μπουντρούμι του κάστρου κι ανέβασαν ένα μιούζικαλ που έγραψαν οι ίδιες. Η παράσταση είχε τόσο μεγάλη επιτυχία, που μέχρι τις μέρες μας οι θεατές συρρέουν στο κάστρο για να την παρακολουθήσουν.

Η Ραμόνα με τα μαγεμένα όργανα φτιάξανε μια ξακουστή μπάντα που ονομάστηκε «Ραμόνες» προς τιμήν της. Η μπαλάντα του Διγενή θεωρήθηκε ως ένα απ’ τα σπουδαιότερα επικά τραγούδια που ‘χουνε γραφτεί ποτέ. Ο βασιλιάς διόρισε τη Ραμόνα αρχιμουσικό και την πάντρεψε με τον γιο και διάδοχό του, που την είχε ερωτευτεί από κείνη τη μεγαλειώδη βραδιά του τελικού.

Κάποιοι λένε πως και σήμερα μπορείς, αν αυτιαστείς, ν’ ακούσεις το φτερωμένο φλάουτο ν’ αχολογά στο δάσος, παρέα με τα κελαηδοπούλια.


Κι ετρώγανε κι επίναν
κι εψοφούσαν απ’ την πείνα…

Σχόλια