Επιτάφιος - Εισιτήρια για την Κόλαση




Η ζωή μας κάνει κύκλους. Το ξέρω, δεν προσθέτω κάτι το πρωτότυπο στην παγκόσμια λογοτεχνία με τούτη τη δήλωση. Μα σε πείσμα του τρεχάτου δυτικού πολιτισμού, που βλέπει τον κόσμο σαν έναν πολυσύχναστο τετράπλατο αυτοκινητόδρομο ή μια βιομηχανική ταινία μεταφοράς που ταξιδεύει με ιλιγγιώδη ταχύτητα προς το λαμπρό και θαυμαστό μέλλον του Γενναίου Καινούριου Κόσμου, κόντρα στον αδηφάγο καταναλωτισμό που καταβροχθίζει τον πλανήτη στο διάβα του, αφήνοντας πίσω μια συνεχή γραμμή από περιττώματα, σαν κωμικοτραγικός Γιόρμουνγκαντ σε μια υστερική παρωδία σκανδιναβικού Ράγκναροκ, τα ψήγματα του παλιού κόσμου που ακόμα βαστούνε, συνεχίζουν επίμονα ν’ αναπαριστούν τον πανδαμάτορα Κρόνο σαν έναν αέναο κύκλο, που καταπίνει διαρκώς την ουρά του.
Η αλληλουχία των εποχών –όσο κι αν η αγέρωχη τεχνολογική μας ανάπτυξη την έχει βαρύτατα διαταράξει–, οι γιορτές, τα έθιμα και τα στερεοτυπικά δρώμενα, παραμένουν να επιδαψιλεύουν στους ανθρώπους μια ανακουφιστική αίσθηση συνέχειας, συνέπειας, σταθερότητας και –επιτέλους– ραχατλίδικης βραδύτητας, η βαθύτατη σαγήνη της ανατολίτικης κοσμοθέασης.
Έτσι, όπως η Ιστορία αναμασά τη φαρσοκωμωδία της, καθώς οι σημαδιακές χρονιάρες μέρες έρχονται και ξανάρχονται, αφήνοντας την ψευδαίσθηση ότι θα ‘σαι εδώ να τις ξαναδείς «και του χρόνου», ανασκαλεύουν τη μνήμη και συδαυλίζουν παράξενες θύμησες, που για καιρό νόμιζες πως τις είχες οριστικά απωθήσει.

Μεγάλη Παρασκευή 2016. Οι άθεοι τούτης της χώρας αποφάσισαν να προβούν σ’ εκδηλώσεις γαστριμαργικού ακτιβισμού, προκαλώντας κατάφωρα το χριστεπώνυμον πλήρωμα, που –μεταξύ μας τώρα– δεν θέλει και πολύ για να ζοχαδιαστεί και να πιάσει να κατεβάζει καντήλια στα κεφάλια των απίστων, με όλον τον σεβασμό στο πνεύμα των άγιων τούτων ημερών φυσικά. Κι η μηχανή του χρόνου που σοβεί μες στην κεφάλα μου, μ’ αρπάζει απ’ το μανίκι και με σέρνει σε ανελέητα μονοπάτια…


Α. Επιτάφιος

Μεγάλη Παρασκευή 1993. Υπηρετούσα στην Πολεμική Αεροπορία. Δεν είχα καλά καλά κλείσει δυο βδομάδες που ‘χα πατήσει το ποδάρι μου στο Καστέλι Πεδιάδος Ηρακλείου, σ’ ένα αεροδρόμιο που ‘χανε χτίσει οι ντόπιοι, υπό τον βούρδουλα των ναζήδων στην Κατοχή – πάντοτε οι Γερμανοί υπήρξανε φίλοι μας κι έφερναν την ανάπτυξη σε τούτονε τον τόπο. Νέος στον στρατό, σα να λέμε Έλληνας πρωθυπουργός στο γιούρογκρουπ, έσχατος των τελευταίων.
Πιστή στις πατροπαράδοτες αξίες, μετά τιμής και δόξης, η Πολεμική Αεροπορία διέθετε τιμητικό άγημα στην εκκλησιά, να περιστοιχίζει τον επιτάφιο στην πλέον κατανυκτική στιγμή της Ορθοδοξίας. Αγγαρεία πα’ να πει. Εξυπακούεται πως ήμουνα πρώτος στη λίστα της… εθελοντικής συμμετοχής στο θείον δράμα. Το δέχτηκα αγόγγυστα, καθότι ο γογγυσμός αποτελεί βαρύτατο αμάρτημα, άσε που δεν προσφέρει και καμία λύτρωση, όσον αφορά το στρατιωτικό γίγνεσθαι.
Σαν άλλος προφήτης των Μόντι Πάιθον, αποφάσισα κι εγώ να δω τη φωτεινή πλευρά της ζωής. Πάσχα στο χωριό, μάλιστα στη λεβεντογέννα Κρήτη, παράδοση, φολκλόρ, κοντολογίς μπερεκέτια, είπα μέσα μου. «Άλλοι πληρώνουν αδρά για να ζήσουν τέτοιες στιγμές, βρε αχάριστε, έχεις και μούτρα να διαμαρτύρεσαι;» με νουθέτησα. 



Φόρεσα τη γαλαζοπράσινη στολή παραλλαγής της ένδοξης αεροπορίας μας, γυάλισα τ’ άρβυλα με παλιομοδίτικη αλοιφή Κάμελ, έστρωσα τον γαλανό μπερέ σε στυλ «στραβά το καπελάκι μου», πήρα κι ένα άσφαιρο όπλο που μου δώσανε και μαζί με άλλους τρεις ταλαίπωρους κινήσαμε νωρίς νωρίς για την εκκλησιά.
Ο επιτάφιος στολισμένος από τα χτες, βαρυφορτωμένος με καραβιές ολάκερες από λουλούδια, μια πανδαισία χρωμάτων, με άρωμα κηδείας. «Εντάξει, το ξόδι του Θεού τους γιορτάζουνε οι άνθρωποι, δικαιολογείται μια γερή δόση υπερβολής» εκλογίκευσα. «Πρόκειται για τα βακχικά Ανθεστήρια κατά βάθος» προσπάθησα να παραμυθιαστώ, καμώνοντας πως συμμετέχω κι εγώ ο ασεβής σ’ ένα αρχαίο δρώμενο. Η ανάγκη φιλοτιμία, ένα καλό δεκανίκι για κάθε στριμόκωλη περίσταση.
Οι άλλοι τρεις, πιότερο πεζοί απ’ του λόγου μου, διασκέδαζαν την ταλαιπωρία που μας περίμενε, χαλβαδιάζοντας τις «γκομενίτσες» που άρχισαν σιγά σιγά να καταφτάνουν, μυρωδάτες και δροσάτες, τουλάχιστον στη φαντασία των στερημένων φαντάρων.
Καθώς έπεφτε το σούρουπο, ολάκερο το χωριό άρχισε να συρρέει. Η εκκλησιά κατάμεστη από κόσμο. Γιορτοντυμένοι χωριανοί, χρυσοξόμπλιαστες κυράδες, κομψευόμενες κοπέλες και βαριεστημένα κοπέλια, ένα όργιο μικροαστικής εκζήτησης, μια κόλαση επαρχιώτικης κακογουστιάς που σχεδόν μου ’φερνε αναγούλα.  
Ο παπάς, θαρρείς ντίβα επιθεώρησης σε προεκλογική περίοδο, έδινε τα ρέστα του από τραγουδιστικής απόψεως – πότε άλλοτε θα γνώριζε τέτοιες πιένες; Η χορωδία θα μπορούσε να σκοτώσει με τα φάλτσα της εκ γενετής κουφό, μα όλοι είχανε ύφος αρχαίου χορού στην Επίδαυρο.
Κανείς δεν μας έδινε την παραμικρή σημασία, λες και δεν υπήρχαμε. Κρίμα οι έρμοι συνάδελφοι, που φαντασιώνονταν κορτάρισμα γιορτιάτικο· δεν είχανε καμιά τύχη. Είπα πως ήτανε η θρησκευτική κατάνυξη που έκανε όλον τον κόσμο να προσηλώνεται στο άγιο κιβούρι απερίσπαστος, όμως –φευ– μάλλον ήμουν υπερβολικά ρομαντικός.
Παρότι το καθήκον με καλούσε να παριστάνω τον ακοίμητο φρουρό του συμβολικού θείου πτώματος, ευθυτενής και με τη ματιά στυλωμένη στον τρούλο με την υπερβατική πατρική φιγούρα που επιτηρούσε βλοσυρά τ’ ανθρώπινα, άρχισα δειλά δειλά να περιεργάζομαι το αδιάφορο πλήθος που μ’ έζωνε ασφυκτικά.
Πλάγιες ματιές σπιθοβολούσαν ολοτρόγυρα, με ταχύτητα που θα έκανε τα σωματίδια του μεγάλου επιταχυντή του CERN να κρυφτούν από ντροπή στο σαλιγκαρίσιο καβούκι τους.
Και ιδού το μέγα θάμα: Όλα τα στόματα σφαλιστά κι όμως η εκκλησιά πνιγότανε στους ψίθυρους. Σχόλια, επικρίσεις, συγκρίσεις ενδυματολογικών κακουργημάτων που θα έκαναν Ιταλό μόδιστρο να ζωστεί μ’ εκρηκτικά και να κράξει Αλάχου Άκμπαρ, ποια φορούσε το ίδιο φόρεμα με πέρυσι, ποιανού το κουστούμι ήτανε φθαρμένο στα μπατζάκια, η φτώχια βλέπεις ήτανε ανέκαθεν ντροπής πράμα· ποια έβαλε κιλά, ποιανού μεγάλωσε η καμπούρα, ένα χωριό εγγαστρίμυθων κουσελιάρηδων, που μουρμούριζαν πιο γρήγορα κι απ’ τον ίσκιο τους.
Όμως δεν έφταναν αυτά. Κάθε κυρά που έμπαινε στην εκκλησιά, θεωρούσε καθήκον της να παραστήσει τη μυροφόρα. Πλησίαζαν, όσο τις επέτρεπε το στριμωγμένο πλήθος, και με ύφος οσίας Φανουρίας έβγαζαν απ’ τις τσάντες τους μπουκάλια με κάθε λογής πατσουλιά, ακριβά ως επί το πλείστον, μη μας πάρουνε στο χωριό και για τίποτις πιρπιτσόλια. Όλη η Γαλλική αρωματοποιία παρέλασε μπροστά απ’ τα ανύποπτα ρουθούνια μας, μέχρι που τα πνεμόνια μας τιγκάρισαν μ’ ένα κακόβουλο οσφρητικό συνονθύλευμα που σ’ έκανε ν’ αναπολείς με νοσταλγία την ευωδιά στρατιωτικού κοιτώνα, μετά από πορεία δεκαπέντε χιλιομέτρων.
Μα το πραγματικό μαρτύριο δεν είχε αρχίσει ακόμα…

Καθώς η λειτουργιά προχώραγε, παρατήρησα μια ένταση να διαχέεται στο χριστεπώνυμο πλήρωμα. Ήρθε η ώρα του προσκυνήματος του επιτάφιου κι άρχισαν τα πράματα να σκουραίνουν επικίνδυνα. Κείνη την ώρα κάθε πρόσχημα, κάθε κοινωνική σύμβαση, κάθε επίφαση σεβασμού και καλοσύνης κατέρρευσαν βάναυσα. Όχι μονάχα ήθελαν όλοι τους ανεξαιρέτως να προσκυνήσουν, αλλά άπαντες απαιτούσαν να προσκυνήσουν πρώτοι και καλύτεροι. Έγινε το σώσε.
Σπρωξίδι ανελέητο, πατείς με πατώ σε, ζέστα, ιδρώτας, απλυσιά, νέφη βαρέων μυρωδικών κι όλα αυτά με μια απίστευτη αγριότητα στο βλέμμα, κείνη του μαζανθρώπου που ποθεί να πάρει κεφάλι στην αγέλη, που διατηρεί την ψευδαίσθηση πως είναι ανώτερος απ’ τους ομοίους του, σαν εξαγριωμένο πλήθος καταναλωτών που εφορμά σε πολυκατάστημα κάποια άλλη μαύρη Παρασκευή, αμερικάνικη.
Εμείς δεν υπήρχαμε. Φαίνεται πως μας εκλάμβαναν ως ξυλόγλυπτα διακοσμητικά. Η αγκωνιά, η κλωτσιά και το ξενύχιασμα πήγανε σύννεφο. Μας τραβούσανε τη στολή, μας αρπάζανε τα όπλα που ’χαμε παρά πόδα· πόσο ευχήθηκα να είχα έναν γεμιστήρα σφαίρες κείνο το βράδυ. Κι από πάνω, όποτε κάποιος απ’ αυτούς συνειδητοποιούσε ότι αυτό το πράμα το δίποδο που τραβολογούσε και τσαλαπατούσε ήταν άνθρωπος, ή κάτι ζωντανό τέλος πάντων, σε κοιτούσε αδερφέ μου με μια παραλοϊσμένη εχθρότητα, λες και του ’χες κλέψει του παππού του τα κατσικομούλαρα. Τους εμποδίζαμε βλέπεις, να πάρουνε θέση.
Σέρνονταν γονυπετείς κάτω απ’ το θείο κιβούρι, με μια προσήλωση σχεδόν νεκροφιλική, τόσο ταπεινοί τώρα όσο θρασείς προηγούμενα. Μαθημένος ο ραγιάς στα τέσσερα, δεν έπρεπε να μου κάνει εντύπωση.


Έπειτα ξεκίνησε η λιτανεία. Πήραμε το κιβούρι στους ώμους σαν τεθλιμμένοι συγγενείς κι αρχίσαμε να το περιφέρουμε τριγύρα στο χωριό. Μα ο Γολγοθάς μας δεν έμελλε να ολοκληρωθεί σύντομα. Άμα ο παπάς περνούσε μπροστά από κάνα σπίτι σημαίνοντος στελέχους της κοινότητας, δίχως να σταθεί και να ψάλει ειδικά για την αφεντιά του λεγάμενου και για το σπίτι του, την οικογένειά του, τα χωράφια του και τον γάιδαρό του, μπορεί και να γινότανε καμιά βεντέτα στο χωριό. Όσα σπίτια τα προσπεράσαμε, κατάλαβα πως ανήκανε στην πλέμπα· κάθε κοινότητα έχει και τους φουκαράδες της. Ευτυχώς δεν ήτανε πολύ μεγάλο το χωριό.

Β. Εισιτήρια για την Κόλαση

Κατά τις δέκα μισή τελικά ξεμπερδέψαμε. Καταρρακωμένος, μελανιασμένος και ξενυχιασμένος, πήρα τα πόδια μου και κίνησα για τον στρατώνα. Έμενα μακριά απ’ τους υπόλοιπους, όχι στο κυρίως στρατόπεδο, αλλά μες στο εγκαταλειμμένο αεροδρόμιο, που παρ’ όλα αυτά έπρεπε να φυλάμε, για τον φόβο των Ιουδαίων. Το μόνο που μ’ ένοιαζε ήτανε να βγάλω τ’ άρβυλα και να κάνω ένα ζεστό ποδόλουτρο κι ύστερα να φάω και να την πέσω πια για ύπνο. Πού τέτοια τύχη…

Εκεί στο θάλαμο με περίμενε ο παλιός, ειδικότητα μετεωρολόγος, που έκανε βραδινή υπηρεσία. Ένας στρουμπουλός και μαλθακός τύπος που, παρότι ήμασταν συνομήλικοι, έπαιρνε πατρικό ύφος κάθε που μ’ έβλεπε. Τον είδα μπουρινιασμένο.
«Τι τρέχει Γιώργη;» τον ρώτησα μόλις μπήκα.
«Τι να τρέχει, ρε νέος, την αεροπορία μου μέσα, έχω λυσσάξει στην πείνα» μου ’κανε αγανακτισμένος.
«Γιατί, δεν φέρανε φαγητό απόψε;» απόρησα εγώ.
«Φέρανε, αλλά δεν τρώγεται το… τιμημένο» ξέσπασε κείνος «άντε και δεν μπορώ να βρίσω μέρα που ’ναι». Μου ’δειξε μετά βδελυγμίας τα σαν κουβάδες δοχεία που μέσα τους μας φέρνανε το φαΐ.
Βραστές πατάτες με το φλούδι και ξερό ψωμί. Υποχρεωτική νηστεία ρε, κοίτα να δεις. «Όχι ρε πούστη μου… μετά συγχωρήσεως» είπα εγώ.
«Το ’ξερα πως δεν θα το ’τρωγες κι εσύ» χαμογέλασε κείνος κι είχε η φωνή του μια νότα ελπίδας.
«Γιατί, θες παρέα στην πείνα;»
«Όχι, αλλά σκέφτηκα ότι θα ’θελες να φας κάνα σουβλάκι, κάνα γύρο, δε μου φαίνεσαι για τίποτα θρήσκος» μπήκε κατευθείαν στο θέμα εκείνος.
«Εσύ γιατί δεν πας; Αφού έχεις αυτοκίνητο και το χωριό είναι μακριά». Κείνος δίστασε λίγο.
«Ξέρεις, εγώ είμαι αποδώ και με ξέρουνε» άρχισε να τα μασάει.
«Και τι μ’ αυτό;»
«Ε να, δεν είναι σωστά πράματα να σε δούνε στο χωριό να τρως κρέατα μεγαλοπαρασκευιάτικο» προσπάθησε να μου εξηγήσει.
«Πλάκα με κάνεις».
«Όχι καθόλου. Δεν μπορώ να με σχολιάζουν όλοι, κατάλαβες;»
«Ενώ εγώ;»
«Εσύ ’σαι ξωμερίτης, άγνωστος μεταξύ αγνώστων, και να πούνε τίποτα δε σε νοιάζει».
«Δεν μπορώ, πονάνε τα πόδια μου, δεν ξες τι τράβηξα απόψε» έκανα ράθυμα.
«Πώς δεν ξέρω, πέρυσι ήμουνα κι εγώ στο άγημα. Λοιπόν, κοίτα, θα σου δώσω το αμάξι να το κάνεις βόλτα, άμα πας να φέρεις κάνα πιτόγυρο, σύμφωνοι;»
Ο Παπαδάκης να δώσει τ’ αμάξι του, πα’ να πει τα πράματα είναι πολύ σοβαρά, χιχίρισα από μέσα μου. «Εντάξει, αφού το θες τόσο πολύ, θα πάω». Η μούρη του έλαμψε άξαφνα κι οι μαγούλες του αρχίνησαν να τρέμουν από προσμονή.
«Κάτσε να σου δώσω λεφτά και κλειδιά». Σηκώθηκε με αναπάντεχη σβελτάδα και πήγε προς το ντουλάπι του. «Άντε και μην αργήσεις, ψοφάω της πείνας» μου ’πε γλυκά.
«Έννοια σου και θα στα φέρω ζεστά και θερμαινόμενα» γέλασα εγώ.

Σε πέντε λεπτά ήμουνα στο κέντρο του χωριού. Αγχώθηκα μήπως το σουβλατζίδικο ήτανε κλειστό, τέτοια μέρα. Άδικα ανησύχησα. «Αφού, διάλε τσ’ απολιμάρες σας, είστε όλοι τόσο θεοσεβούμενοι, τότε πού βρίσκει απόψε πελατεία το… άντρο της ακολασίας;» περγέλασα μέσα μου.
Μόλις με πήρανε μυρουδιά πως πήγαινα προς τα ’κει, δυο τρεις που παρεπιδημούσαν τριγύρα με κάρφωσαν μ’ ένα βλέμμα γεμάτο κακεντρεχή περιέργεια. «Ποιος να ’ναι αυτός ο αφορεσμένος; Ρεμάλι φαντάρος, ουστ κοπρόσκυλο» ήτανε σα να ’λεγαν κείνα τα βλέμματα. Δεν έδωσα σημασία, όμως η αλήθεια είναι ότι μέσα μου πειράχτηκα. Άνοιξα την πόρτα και μπήκα μέσα. Η κυρία της ψησταριάς μου χαμογέλασε συνωμοτικά, σα χασισέμπορας που βρήκε νέο πελάτη. «Παρακαλώ τι θα θέλατε;»
«Τέσσερα εισιτήρια για την Κόλαση» είπα εγώ πολύ σοβαρά.
«Συγνώμη;»
«Απ’ αυτά που πουλάς, τα καταραμένα, κυρία μου, όποιος τα φάει απόψε θα πάει στην Κόλαση, έτσι δεν είναι;» εξήγησα εγώ γελαστός. «Άντε, βάλε ’κει τέσσερα πιτόγυρα, να πάω στο διάολο να ησυχάσω». Η καταπόνηση είχε αρχίσει να μου βγαίνει ανάποδα. Κείνη γέλασε βεβιασμένα κι ετοίμασε το πακέτο. Το πήρα και μπήκα στο ξένο αμάξι, να γυρίσω στο θάλαμο να ξαποστάσω επιτέλους.
Ο Παπαδάκης με υποδέχτηκε σαν σωτήρα, μ’ ένα χαμόγελο που ’σερνε απ’ το ’να αυτί στ’ άλλο. Του είπα τα καθέκαστα, γελάσαμε, φάγαμε, νόμισα ότι η ιστορία τέλειωσε εκεί. Όμως κανένα καλό δεν μένει ατιμώρητο…

Δεν πέρασε πολύς καιρός, ίσως δυο βδομάδες ακόμα, και βρέθηκα του λόγου μου στην ψυχιατρική του ΓΝΑ (Γενικό Νοσοκομείο Αεροπορίας), σταλμένος απ’ το αγαπημένο μου στρατόπεδο, με την υποψία της παραφροσύνης.
Όπως έμαθα αργότερα, ολάκερο το στρατόπεδο βοούσε πως ήμουνα σατανιστής, γιατί άκουγα λέει μέταλ και διάβαζα ύποπτα αναγνώσματα επιστημονικής κι ηρωικής φαντασίας. Κάποιοι ορκίζονταν ότι με είχανε δει να κάνω αιματηρές τελετές κι επικλήσεις στον Σατανά. Ήμουνα λέει επικίνδυνος για την ασφάλειά τους.

Η γυναίκα μου είχε έναν γνωστό καθηγητή ψυχιατρικής. Πήγε και τον έπιασε, κείνος πήρε μερικά τηλέφωνα και κατάφεραν να μάθουν όλα όσα έγραφε το παραπεμπτικό μου. Όταν γνωρίζεις τους κατάλληλους ανθρώπους, όλα είναι εφικτά στην Ελλάδα, αυτό ήτανε το πρώτο που ’μαθα απ’ την περήφανη θητεία μου στην υπηρεσία της μαμάς πατρίδας. Μέσα σ’ όλα τ’ άλλα, έγραφε και τη φοβερή μου ρήση, που καταδείκνυε αναμφίβολα την ψυχανωμαλία μου: «Παρακαλώ, τέσσερα εισιτήρια για την Κόλαση». Γιατί ο κοιλιόδουλος Παπαδάκης, δεν αρκέστηκε να κρυφτεί από πίσω μου για ν’ αμαρτήσει, αλλά φρόντισε να με ρουφιανέψει από πάνω. Έτσι είναι η Ελλάδα, έλεγε ο παππούς μου. Μόνο λάδι, πορτοκάλια και ρουφιάνους παράγει.

Δεν ξαναπάτησα στον Επιτάφιο από τότε…

Σχόλια

  1. Τέλειο! Θα συμφωνήσω με τον Γιάννη για το άρωμα Καζαντζάκη!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Μεγάλη Παρασκευή 1983. Αθήνα.

    Ο άντρας της είχε πάει στην Κρήτη.....
    Με κάλεσε να ελέω, μπήκα με προσοχή στην πολυκατοικία και για πρώτη φορά το καναμε στο σπίτι τους.

    Με λευκή κεντητή κουλτουριαρικη νυχτικιά που έκανε αντίστιξη στα μελαχροινα της χαρακτηριστικα, αμαρτησαμε και μεις.

    Όμως μετά ντυθήκαμε και πηγαμε να φαμε φακή σούπα σε ένα μοδατο μαγαζί στο Κολωνάκι κοντά στο σπίτι τους.

    Οπότε αμαρτία-ευλάβεια 1-1

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Παντρεμένος έχω ρίξει κάτι..λαλαουτσους στην πρώτη μου γυναίκα.Μεγαλη Πέμπτη σίγουρα Παρασκευή μια χαρά ήταν Ακόμα ο θεός δεν με την.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου