Η Συκιά του Ιούδα





Στις πηγές του Αχέροντα στάθηκα να ξαποστάσω
Κι αρίφνητα με λούσανε υδάτινα πετράδια
Είπα ο δρόμος μου μακρύς κι απέραντες οι μέρες
Που άναυλος στην προσφυγιά ζητώ να δραπετέψω
Απ’ τους φαιδρούς φενακισμούς του βίου και τα ονόματα
Που δίνουμε στην άγνοια, στο μίσος και στο φόβο
Τους άπειρους καθρέφτες που κοιτιόμαστε
Τις χίμαιρες, τις γλώσσες, τις λαλιές, τους συμφυρμούς
Που γλείφουνε τα ποταπά και φτύνουν υμνωδίες
Που κάνουν ματαιόσπουδα τ’ ανάξια,
Τ’ ανούσια να δοξάζονται, τα κούφια να ρεκάζουν

Κούρνιασε μελανόπτερος στον ώμο μου
Ο γητευτής ο σκυθρωπός του ανονείρευτου ύπνου
Κι άκουσα το γέλιο του στα δέντρα να θροΐζει
Με συγκατάβαση μου χάιδεψε την πλάτη:
Μην πιεις το στείρο το νερό της αρνησιάς
Γιατί κι ο γέρος ουρανός  ο παντοπλάνητος
Απάνω του ανακλάστηκε, λησμόνησε τ’ αστέρια
Και από τότε τριγυρνούν και ράθυμα αλητεύουν
Κι ούτ’ ένα δεν ευδόκησε τη μοίρα των ανθρώπων
Ύστερα ο κόσμος θα ‘ν’ αδιάβατος και ξένος
Ο δρόμος σου στο πουθενά θ’ αναστομώνει
Θα ποδοσούρνει ολάδειανος στου μάταιου την άκρη

Κάτω απ’ του Ιούδα τη συκιά, έκατσα κι άναψα τσιγάρο
Φτεροκοπήσαν τα κοράκια απ’ τον καπνό αγκρισμένα
Κουβέντα έπιασα στον ίσκιο τον βαρύοσμο
Συμπάθα με ακριβέ μου που ξεστράτισα
Κι άφησα πίσω το σεφέρι τσακισμένο
Που προδοθήκαμε και λίγοι έχουμε μείνει
Και τα παιδιά μας πνίγονται σε θάλασσες απάθειας
Που τα ξεβράζουν στις ακτές της πλησμονής
Χάσκοντας ξέπνοα στης τυφλότητας τα βάθια
Σχώρνα με που πια δεν έχω ανάστημα να ορθώσω
Χαμήλωσέ μου το σκοινί απ’ τα ψηλά κλαριά σου

Μα ο ανέλπιδος μου κράτησε το χέρι
Μου ‘πε μη βάλεις το κεφάλι στην ευήκοη θηλιά
Προτού της ύπαρξης το αντίτιμο πληρώσεις
Ποτέ ο Χάρος βερεσέδια δε χαρίζει
Ούτε και σ’ αλαφραίνει απ’ τους όρκους τους βαριούς
Το σκότος θα σ’ απαρνηθεί, θα σε ξεράσει ο Άδης
Θεοστυγής θα περπατάς κι αρούρης άχθος θα γυρίζεις
Ένας θλιμμένος διακαμός που ξεθωριάζει
Μα δεν μπορεί ν’ αφανιστεί, να γαληνέψει
Γιατί δεν έχει λυτρωμό όποιος προδίνει
Όσα η ψυχή του λεύτερα διαλέγει να ταχθεί

Κάτω απ’ του Ιούδα τη συκιά έπιασα το τραγούδι
Και θρήνησα τους ζώντες και νεκρούς μου
Από τ’ αφορεσμένου πιάστηκα τον ώμο
Κι αντάμα ορχηθήκαμε χορό πολεμικό
Τσουγκρίσαμε ανάερα τα ποτήρια μας
Μεθύσαμ’ από έωλες υποσχέσεις και ρακή
Κι ονείρατα παιδιάστικα που θ’ άλλαζαν τον κόσμο
Ύστερα αυτός αδερφικά με σταυροφίλησε
Με κατευόδωσε γλυκά στου γυρισμού τη στράτα
Με μπόσικη ψυχή σιγοψιθύρισε «κουράγιο»
Κι έκανε τράκα γελαστός το τελευταίο μου τσιγάρο

Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου