Νυν απολύεις...







Το τασάκι ζέχνει τιγκαρισμένο μέχρι τα μπούνια. Δηλητηριώδεις αναθυμιάσεις γεμίζουν μέχρι σκασμού τη στενάχωρη γκαρσονιέρα. Το μάτι σου πέφτει στο καχεκτικό γεράνι, που πνέει τα λοίσθια. Αναρωτιέσαι αν έχει απομείνει αρκετό οξυγόνο για να συντηρηθεί ζωή. Ανοίγεις το παράθυρο να πάρεις ανάσα. Ο νοσηρός αέρας της πόλης κι ο βογγερός βρυχηθμός της ξάγρυπνης λεωφόρου μπουκάρουν και σ’ αρπάζουν απ’ τα μούτρα. Το ξανακλείνεις δίχως καθυστέρηση.

Ανάβεις τσιγάρο χωρίς να δώσεις σημασία στο ήδη αναμμένο, που λιβανίζει ορφανό. Πιέζεις την παγοκύστη στο πρησμένο σου σαγόνι. Αυτό που σ’ ενοχλεί όμως πιο πολύ είναι το πληγωμένο Εγώ σου και δεν υπάρχει πάγος ψυχικός να κατευνάσει το ενδότερο οίδημα, που σε πνίγει σαν αλλεργικός παροξυσμός.

Βλαστημάς μέσα απ’ τα δόντια και κείνα τρίζουν, θαρρείς και δεν μπορούνε να βαστήξουν τ’ ανάθεμα. Σηκώνεσαι κι αδειάζεις το τασάκι, μαζί με το τσιγάρο που ακόμα καίει.

Το καλάθι των σκουπιδιών λαμπαδιάζει σε λίγες στιγμές. Περιχύνεις το λιωμένο περιεχόμενο της παγοκύστης και σβήνεις τη φωτιά προτού θεριέψει. Η γκαρσονιέρα βρομάει σα χωματερή το Δεκαπενταύγουστο, μα λίγο σε κόφτει.

Ανοίγεις τον καταψύκτη για να φουλάρεις με πάγο το κρυόμπλαστρο και μαζί το ποτήρι, που μοιάζει να ξαναγεμίζει ουίσκι με δικιά του βούληση. Το πάτωμα γεμάτο άδεια μπουκάλια, μα οι θύμησες, αμέθυστες, σκαφιδιάζουν το λαθρακιασμένο κούτσουρο που κάποτε είχες για ψυχή.

 

***

 

Δεν έχει περάσει ούτε εξάμηνο από κείνο το βράδυ που τα σπάγατε παρέα με τον Άρη στο στριπτιτζάδικο, για να γιορτάσετε τη προαγωγή σου. Τόσα χρόνια αγώνες, κόντρα σ’ όλους και σε όλα, μέσα από τη μαύρη φτώχεια και του κόσμου τις αντιξοότητες, επιτέλους δικαιώνονταν.

Ήσασταν πάντοτε μαζί, ο Στάθης κι ο Άρης, ο Άρης κι ο Στάθης, οι δυο σα μια γροθιά. Από τότε που σε βάλανε στη μέση οι τραμπούκοι του σχολείου κι αυτός –ο Άρης ο κρεμανταλάς, που δύσκολα του ’παιρνες λέξη– ήρθε αυτόκλητος σωτήρας να τους σκορπίσει σαν κορύνες του μπόουλινγκ, γίνατε αχώριστοι κι αυτοκόλλητοι.

Μαζί στο λύκειο, μαζί στο πανεπιστήμιο, μαζί στο στρατό. Ύστερα μαζί και στη δουλειά. Κείνος προσλήφθηκε πρώτος, κατόπιν κίνησε γη κι ουρανό να πάρουν και σένα. Ο ψηλός κι ο κοντός, το αχτύπητο δίδυμο.

Βέβαια, τίποτα δε σου χαρίστηκε. Από την πρώτη στιγμή, φάνηκε η αξία σου και κέρδισες την ευαρέσκεια των αφεντικών, χάρη στο μυαλό σου, που στροφάριζε πιο γρήγορα απ’ τον ήχο, χάρη στις αστείρευτες δημιουργικές σου ιδέες. Κι ο Άρης πάντα εκεί, να συμμαζεύει τις άτακτες σκέψεις σε λειτουργικά μοντέλα, να συμπληρώνει τα κενά που αφήνει η καλπάζουσα έμπνευση, να οργανώνει και να προετοιμάζει τα πάντα στην εντέλεια.

Όταν, το λοιπόν, ο Μαγκλαβέρας –το στραβόξυλο ο προϊστάμενος που χρόνια σάς στεκόταν στο λαρύγγι– βγήκε στη σύνταξη, οι από πάνω διάλεξαν εσένα, τον νεότερο σε προϋπηρεσία, για ν’ αναλάβεις την ηγεσία του τμήματος και κανείς δεν αμφισβήτησε την επιλογή. Μόνο ο Λυμπέρης, ο πρεσβύτερος της ομάδας, άφησε να φανεί η απογοήτευση κι η πικρία που τον κατέλαβαν. Κράτησε πάντως τα προσχήματα, δεν μπορείς να πεις, σου ευχήθηκε κιόλας.

Ο Άρης πανηγύρισε λες κι ήταν δικιά του η προαγωγή. Κόντεψε να κάψει το μαγαζί κείνη τη νύχτα. Τελικά, κι αφού οι μπράβοι σάς πέταξαν έξω, με τ’ απαραίτητα γαλλικά και τις αβρές τους περιποιήσεις, καταφέρατε στηρίζοντας ο ένας το ράκος του άλλου, ώμο με ώμο, να φτάσετε τύφλα στο σπίτι σου· ας είν’ καλά ο νταβραντισμένος Πακιστανός ταξιτζής που σας πήγε σηκωτούς ως την πόρτα κι η γενναία χαρτούρα που του σκάσατε – άνθρωποι είναι κι αυτοί.

 

Μα η πόρνη η ζωή δεν το ’χει σε καλό ν’ αφήσει κάποιον για πολύ να χαρεί. Μόλις που ’χες προλάβει να ζεστάνεις λιγάκι την αφράτη διευθυντική πολυθρόνα, ήρθε η πρώτη μεγάλη δοκιμασία. Έτσι είναι. Η υψηλή θέση με τον παχυλό μισθό συνεπάγεται και βαρβάτη ευθύνη.

Όσην ώρα κείνη η κουφάλα ο Παρμενίδης –διευθύνων σύμβουλος και γιος του μπαμπά του– σου ανακοίνωνε το βαρύ φορτίο που ’χες να επωμιστείς, χαμογελούσε ο λεχρίτης, σχεδόν ηδονικά. Οι καιροί δύσκολοι, οι περικοπές απαραίτητες, οι αποφάσεις σκληρές αλλά αναγκαίες. Ένας απ’ τους τέσσερις που δούλευαν στο τμήμα σου έπρεπε να πάρει πόδι. Η επιλογή ολόδική σου.

Με το που ξεκουμπίστηκε ο Παρμενίδης κι ύστερα από το πρώτο μούδιασμα, ο νους σου άρχισε να δουλεύει με πρωτόγνωρη σβελτάδα. Ο Άρης ήταν ο μόνος απ’ τους τέσσερις που δεν είχε οικογένεια, σας άρεσε και τους δυο η εργένικη ζωή κι ακόμα δεν είχατε πατήσει τα τριάντα πέντε. Και τι μ’ αυτό; Ποια αρρωστημένη κοινωνική αντίληψη επέβαλε να ’ναι ο ανύπαντρος πάντοτε το εύκολο θύμα; Απαξιωμένες ευαισθησίες περασμένων εποχών, έμπλεες υποκρισίας. Η εποχή μας δεν αναγνωρίζει οποιαδήποτε αξία, πέρα απ’ το κέρδος και τη δύναμη.

Δεν είσαι από κείνους που επιτρέπουν σε ηθικούς καταναγκασμούς να τους χειραγωγήσουν και σίγουρα δεν είχες σκοπό ν’ αφήσεις την ίδια σου την καρέκλα να σ’ ανέβει στην καμπούρα. Ούτε στιγμή δεν σου πέρασε από το νου να διώξεις τον φίλο σου, το alter ego σου.

Δεν υπήρχε κανένα δίλημμα, όχι για σένα. Τι ωφελεί εξάλλου να ’χεις υψηλή θέση αν οι αποφάσεις είναι προειλημμένες, βάσει μάλιστα ανορθολογικών κελευσμάτων; Δικιά σου η επιλογή, δικό σου και το θέλημα.

Είχες αντιληφθεί σε ποια εταιρεία πρόσφερες τις υπηρεσίες σου και τι ακριβώς ήθελαν από σένα. «Η ανταγωνιστικότητα, κύριοι, πάνω απ’ όλα η ανταγωνιστικότητα και η παραγωγικότητα», έτσι δεν τσαμπουνούσαν οι Παρμενιδαίοι, πατέρας και γιος, σε κάθε ευκαιρία;

Αντικειμενικά λοιπόν, ο λιγότερο παραγωγικός ήταν ο Λυμπέρης, βαρύς και κουρασμένος μετά από είκοσι οχτώ χρόνια υπηρεσίας. Πόσο ανταγωνιστικός να ’ναι κάποιος στα πενήντα εφτά του.

Τι θα πει έχει τρία παιδιά, ας πρόσεχε. Τα παιδιά είναι ευθύνη των γονιών τους κι αν δε φανούν ικανοί να τα ζήσουνε διπλή η ντροπή τους. Δεν είμαστε εδώ φιλανθρωπικό ίδρυμα. Οπωσδήποτε, όλο και κάποια κυβέρνηση θα του δώσει διέξοδο να εξαγοράσει ένσημα για να βγει στην πρόωρη σύνταξη. Μια χαρά θα τη βολέψει με τη γερή αποζημίωση που θα τσιμπήσει· τέτοια έλεγες στον εαυτό σου.

Σε κείνον, φυσικά, όταν τον κάλεσες για να του το ανακοινώσεις, φρόντισες να είσαι, αν μη τι άλλο, ευγενικός. Πήρες περίλυπο ύφος και παρφουμάρισες τη φωνή με τόνο συμπονετικό, έως κι ανθρώπινο. Την έκπληξη διαδέχτηκε η απόγνωση κι όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου περάσαν από το πρόσωπο του Λυμπέρη. Σχεδόν τον λυπήθηκες· έτσι κι αλλιώς, πάντα τον έβρισκες αξιολύπητο.

«Νυν απολύεις τον δούλο σου, Δέσποτα» είπε αυτός μ’ ένα οξύχολο χαμόγελο κι εσύ ένιωσες –μην προσπαθείς να τ’ αρνηθείς– σπουδαίος, ισχυρός, ένα συναίσθημα αντάξιο, επιτέλους, της θέσης σου.

Από μέρες κυκλοφορούσαν οι φήμες πως θ’ απέλυες τον Άρη, όλοι περίμεναν πως θα ’κανες το μικροαστικώς ορθό. Εσύ όμως είχες τα κότσια να τους ξαφνιάσεις, να καταπατήσεις τα εσκαμμένα. Ούτε που σκέφτηκες πως το «απολύεις» στ’ αρχαία είχε κάπως διαφορετική σημασία. Σου έφτασε το «Δέσποτα».

Έκλεισε πίσω του τρεκλίζοντας την πόρτα κι εσύ έψαξες τον Άρη, να του αναγγείλεις τα καλά νέα. Κύριος όπως πάντα, δε σου ’χε πει κουβέντα για τους ψίθυρους που σέρνονταν, δε δοκίμασε να σ’ επηρεάσει ούτε να επωφεληθεί στο παραμικρό από τη φιλία σας. Είχε έρθει η ώρα να πάρει τα συχαρίκια του. Για κάμποση ώρα ήταν άφαντος.

Έπειτα άκουσες την αχολοή και, μέχρι να προλάβεις ν’ αναρωτηθείς τι έτρεχε, κείνος όρμησε μέσα αναστατωμένος· παραλίγο να γκρεμίσει την πόρτα με τη φόρα που ’χε. 

«Ρε μαλάκα, τον Λυμπέρη απέλυσες; Ο άνθρωπος φουντάρισε απ’ την ταράτσα». Κι είχε έναν τόνο κατηγόριας η φωνή του, που σε μπρίζωσε στα ίσια.

Σηκώθηκες ατάραχος και πήγες στο παράθυρο να κοιτάξεις. Δέκα ορόφους παρακάτω, το άψυχο κορμί του Λυμπέρη κειτόταν σα σκιτσαρισμένη μελανιά στα λευκά μάρμαρα της εισόδου, μέσα σε μια λιμνούλα ρευστής οδύνης. Κόσμος είχε αρχίσει να μαζεύεται.

Ήσουνα πολύ ψηλά για ν’ ακούσεις τις φωνές και τα κλάματα, η σκηνή πνιγόταν στη σιωπή σα βουβή ταινία. Θα ’παιρνες όρκο πως την έβλεπες ασπρόμαυρη. Ένιωσες την ανάσα του κολλητού σου πάνω απ’ το σβέρκο σου· κοφτή, καυτή, οργισμένη. Δεν άφησες χώρο στην ενοχή.

«Τούτη είναι η μοίρα των αδύναμων, να πέφτουν» βρήκες μονάχα να πεις, λες κι αμπελοφιλοσοφούσες στο ταβερνείο.

 

***

 

Στραγγίζεις το τελευταίο μπουκάλι. Στο βάθος ο ουρανός αρχίζει να ροδίζει. Ήσασταν πάντοτε σαν ένας, οι δυο μαζί σα μια γροθιά. Δεν έχεις κατορθώσει ακόμα να χωνέψεις, κι ίσως ποτέ δεν θα μπορέσεις, πώς και γιατί τούτη η γροθιά ήρθε και προσγειώθηκε αστραπόβροντη στο σαγόνι σου –κι έχει βαρύ χέρι ο κερατάς– ούτε το λόγο που ο Άρης βάρεσε ξοπίσω του την πόρτα κι εξαφανίστηκε από τη δουλειά κι από τη ζωή σου, την αιτία που δεν θέλει να σε ξαναδεί στα μάτια του.

«Γιατί, ρε Άρη, γιατί; Εγώ για σένα τα ’κανα όλα, ρε μπαγάσα…»

Σχόλια

  1. Μεγαλη μορφη ο Αρης.Τυχερος που ητανε ο κολλητος σου πριν σε μουτζωσει και φυγει.Αντε ξεκινα να τον πεισεις να κανεις ανταλλαγη την θεσουλα σου με την επιστροφη του.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου