Βραβείον Ποιήσεως





(Το διήγημα έχει δημοσιευτεί στο Λογοτεχνικό Περιοδικό Φράκταλ)


Αποβραδίς είχε πιάσει το ψιλόβροχο, κείνο το παγερό ράντισμα σάμπως χοντρή ομίχλη, η ολάπαλη μούχλα που αγκαλιάζει σα ρευστό σάλι τη γριά Σαλονίκη, το ενοχλητικό και συνάμα τόσο γοητευτικό αξάν του μικροκλιματικού της ταμπεραμέντου.

Μεσάνυχτα, έπιασε να φυσά ένα θλιβερό τσουχτερό βορειοδυτικό στοιχειό, σβουρίζοντας τ’ αγιάζι από παράθυρο σε παράθυρο, δίχως να ’χει το επιβάλλον να σαλαγήσει τα σύννεφα, που ’χανε σταθεί με τη μουρτζούφλικη ματιά τους στυλωμένη πάνω απ’ την πόλη, να επιτιμούν βλοσυρά το βαυκαλισμένο της ραχάτι, ανάμεσα στο ξεμούστωμα μιας ξέφρενης γιορτής που τέλειωσε και τη φιλήδονη προσμονή για μια ακόμα πιο ξέσαλη που ’ρχόταν.

Ξημέρωσε παραμονή Πρωτοχρονιάς.

 

Ξύπνησε αργά, με μια διάθεση ράθυμη, δυσκίνητη σαν νταλίκα σε καντούνι. Άνοιξε το στόρι να μπει στο δωμάτιο το φως της μέρας, μα τούτο δε βελτίωσε τα πράματα. Ρευστό τσιμέντο, περισσότερο έλουσε με γκρίζες φωτοσκιάσεις, παρά φώτισε το δωμάτιο.

Έσουρε το μολυβένιο του καύκαλο μέχρι την κουζίνα, έκανε να πιάσει το μπρίκι. Το μετάνιωσε κι έσβησε το μάτι. Απόθεσε στο τραπεζάκι το τηλεκοντρόλ που ’χε μηχανικά γραπώσει κι άφησε το χαζοκούτι να στέκει εμβρόντητο στον άφεγγο λήθαργό του.

Προκειμένου να ρουφάω το μαυροζούμι σαν το μοσχάρι μονάχος μου, παρέα με εικονικά ομιλούντα κεφάλια, κάλλιο να πάω να βρω κάποιον ν’ ανταλλάξω δυο κουβέντες –ας είν’ και για ποδόσφαιρο– να πιω έναν καφέ ανθρώπινο, σκέφτηκε.

 «Καλημέρα Μανώλη» είπε μεγαλόφωνα, μόνο και μόνο για ν’ ακούσει τη φωνή του, μα αυτό που βγήκε απ’ το λαρύγγι του ήταν πνιγμένο και βραχνό,  σα να ’ταν κάποιου άλλου η φωνή. «Ακόμα κι έτσι, καλοδεχούμενη» είπε καθαρίζοντας το λαιμό του απ’ τα φλέματα, αψευδείς μάρτυρες απονύχτερων καταχρήσεων.  Ακούστηκε κάπως σα να ’τανε κείνος.

Ο Μανώλης Αντραλάκης άνοιξε ανόρεχτα την πόρτα και κίνησε να βγει απ’ το λημέρι του, που τόνε πλάκωνε. Δεν είχε την παραμικρή ιδέα ότι ο διαβόητος ταραχοποιός της κοσμικής ειρωνείας του είχε στήσει το πιο παράξενο και λεπτοδουλεμένο χουνέρι που του ’χε ποτέ συντύχει, κι αν το γνώριζε, σίγουρα δε θα ’φτιαχνε καθόλου η ζοχαδιασμένη του διάθεση.

 

Καβάλησε τ’ αμάξι και κατευθύνθηκε προς το κέντρο,  ίσια για το καφενείο του Γιάννη, ενός παλιού γνωστού απ’ τη γειτονιά. Το μαγαζί βρισκόταν μερικά τετράγωνα μακριά απ’ τη δουλειά του Μανώλη, μια απ’ τις πολλές που άλλαξε στη ζωή του, κι έτσι το ’χε πάρει συνήθειο να στέκεται για λίγο, πριν ή μετά το μεροκάματο, για κάνα ρόφημα και λίγη κουβεντούλα επί παντός επιστητού.

Μπήκε, κάθισε σ’ ένα σκαμπό στην καλογυαλισμένη ξύλινη μπάρα, καλημέρισε τον Γιάννη και παράγγειλε τον καφέ του, βγάζοντας να ’χει πρόχειρο το πακέτο με τα τσιγάρα πάνω στον πάγκο. Κοίταξε τριγύρω τους ελάχιστους θαμώνες, που –όπως κι αυτός– δεν είχαν χρήμα ή διάθεση να εφορμήσουν στην αγορά ούτε κάποιο ρεβεγιόν να προετοιμάσουν. Στ’ απόμερα του μαγαζιού, είδε να κάθεται μονάχος ο Ιάσονας, ο δευτεροξάδερφός του, χαμένος στις σκέψεις του.

Ήταν απ’ τους τελευταίους Αντραλάκηδες σε τούτη την πόλη. Γύρω στα δεκαπέντε χρόνια μεγαλύτερος απ’ τον Μανώλη, που τον θυμότανε απ’ τα μικράτα του, όταν ο Ιάσονας δούλευε για ένα φεγγάρι στου πατέρα του και κείνος κάμποσες φορές τον είχε φέρει σπίτι για φαγητό.

Έκτοτε χαθήκανε, μέχρι που τόνε πέτυχε ξανά σε τούτο τον καφενέ, λίγους μήνες πρωτύτερα. Κατόπιν, έμαθε πως ο Ιάσονας είχε περάσει μικρός μηνιγγίτιδα, που του προκάλεσε κάμποσες νευρολογικές διαταραχές, «του άφησε κουσούρι» όπως το ’χε θέσει η μάνα του Μανώλη. 

Κάποιο μεσημέρι,  πριν από λίγες μόλις μέρες, είχανε με τον Γιάννη την κουβέντα του. «Πώς είναι ο Ιάσονας τώρα;» τον ρώτησε.

«Καλά είναι…» του ’πε ο καφετζής και συμπλήρωσε με αλεπουδίσιο χαμόγελο «…δεν παίρνει τώρα πια πολλά χάπια» τονίζοντας το “πολλά” με τρόπο εξόχως παραστατικό.  

Να, λοιπόν, με ποιον θα ’πινε ο Μανώλης τον καφέ του παρέα. Τον συμπαθούσε, έτσι κι αλλιώς, κι αν ο Ιάσονας ήταν κομματάκι ελαφρύς στο μυαλό, χρειαζότανε μια ανακούφιση απ’ τη βαρυθυμιά που τον είχε καλημερίσει κείνο το πρωινό, σα δεκάτονο σφυρί κατάστηθα. Χαμογέλασε στη σκέψη ότι κι ο ίδιος την είχε αναμφίβολα την πετριά του κι ήδη ένιωσε μιαν αλαφράδα να τον χαϊδεύει σαν καλόβολη αύρα.

Πήρε τα συμπράγκαλα και μεταφέρθηκε σιμά του, γεμίζοντας λιγάκι την άδεια γωνιά του καταστήματος με το μπόι του. Ο Ιάσονας ξαφνίστηκε λιγάκι, καθώς αποσπάστηκε απ’ τους στοχασμούς του, κι έδειξε χαρούμενος που τον είδε· μάλλον έψαχνε κι αυτός για συντροφιά.

Ανάψανε τσιγάρο κι έπιασαν το μασλάτι.

«Και για πες, ρε ξάδερφε, τι ’ναι κείνο που σ’ έχει παρασύρει σε τόσο βαθύγνωμες σκέψεις;» ρώτησε ο Μανώλης.

«Α, δεν το ξέρεις; Γράφω ποιήματα, είμαι ποιητής» απάντησε ο Ιάσονας όλος καμάρι. «Έχω εκδώσει και μια συλλογή, θες ν’ ακούσεις ένα απόσπασμα;»

Ωχ, έμπλεξα, δαγκώθηκε ο Μανώλης από μέσα του. Όμως σε μια δεύτερη σκέψη, είπε πως δεν μπορείς ν’ απορρίψεις καποιανού την ποίηση, μόνο και μόνο επειδή δε σου γεμίζει η φάτσα του το μάτι. Τόσοι και τόσοι μεγάλοι καλλιτέχνες ήταν νευρασθενείς, γιατί ν’ αδικήσει τον ξάδερφο;

«Ρίξ’ το, τι περιμένεις;» του απάντησε εύθυμα.  

Χαρούμενος που βρήκε πρόθυμο ακροατή, ο Ιάσονας πήρε ονειροπόλο ύφος, στύλωσε το βλέμμα του σε μια κολώνα απέναντι, κάπου αψηλά, κι άρχισε ν’ απαγγέλει με περίσσιο πάθος.

Η ποίηση είναι παράξενο πράμα, λεπτοφυής, φευγαλέα φύση, τόσο αραχνοΰφαντη, που μερικές φορές τη βλέπεις, ενώ κάποιες άλλες όχι, ανάλογα με την προοπτική της ματιάς σου.

Προσπάθησε ο Μανώλης να ’ναι όσο πιο ανοιχτόμυαλος μπορούσε, μα δεν ωφέλησε. Η ποίηση του Ιάσονα του φάνηκε στην καλύτερη περίπτωση παιδαριώδης, όπως τα στιχάκια που γράφανε πιτσιρικάδες στο σχολείο με την τσακαλοπαρέα. Τίποτα παραπάνω, δυστυχώς για τον ποιητή και για τον έρμο ακροατή του.

Ήταν όμως τέτοια η ζέση που ’βγαινε απ’ τα στήθη του Ιάσονα, υγρά τα μάτια και παλλόμενα τα χείλη του, που σ’ έκανε να νιώθεις ότι τούτο για τον ίδιο ήτανε πολύ σημαντικό, ίσως το μόνο που τον συγκινούσε βαθιά κι έδινε αξία στην άχαρη ζήση του.

Απάγγελνε δίχως στόμφο, με συναίσθημα, το ζούσε. Ίσως αυτός να ’ταν ο λόγος που δεν έπαιρνε πια “πολλά” χάπια. Δεν τον διέκοψε, το λοιπόν, ο Μανώλης και ρούφηξε τον καπουτσίνο του σιωπηλός, ακούγοντάς τον με προσποιητό ενδιαφέρον, ενώ έπινε το τσιγάρο του δήθεν βαθυστόχαστα.

Ίσως να το κατάλαβε, μπορεί και να κουράστηκε απ’ την κατάνυξη της απαγγελίας, πάντως μετά το τρίτο ποίημα ο Ιάσονας σταμάτησε ευτυχώς από μόνος του.  

«Τούτα τα τρία τα ’χω στείλει και σε κάποιον διαγωνισμό ποίησης, πώς σου φάνηκαν;» κατέβασε σεμνά το βλέμμα.

«Πολύ ωραία, γουστάρω» τον καλόπιασε ο Μανώλης.

«Θέλω πολύ να κερδίσω τούτο το βραβείο, μακάρι και τρισμακάρι, δε βλέπω να ’χω όμως πιθανότητες. Ξέρεις, αυτά χρειάζονται γνωριμίες» συνέχισε κείνος με ματιά ονειροπόλα.

«Φυσικά έχεις, ρε Ιάσονα, δεν είναι όλα σικέ σ’ αυτόν τον κόσμο. Απόψε, εξάλλου, είναι η νύχτα των ευχών, ό,τι ευχηθείς μπορείς να το αποχτήσεις» τον σιγοντάρισε ο Μανώλης, λίγο μπαμπέσικα ομολογουμένως, μα δεν ήθελε να τον κακοκαρδίσει μέρα που ήταν. Και τι θα κέρδιζε δηλαδή ο κόσμος, η τέχνη ή η αλήθεια, αν προγκούσε τον ουρανοβάτη κουζουλό, αν του χαλούσε τ’ όνειρο;

«Ποιος σου εξέδωσε τη συλλογή;» τον πρόφτασε πριν αρχίσει ν’ απαγγέλει το τέταρτο και ποιος ξέρει πόσα ακόμα.

«Μόνος μου έκανα την έκδοση κι ας μην είχα μία. Ένα χρόνο μάζευα, μάζευα, απόταζα, έσφιξα το ζωνάρι μέχρι την τελευταία τρύπα, ωσότου να κάμω μπαγιόκο». Το πρόσωπό του φεγγοβολούσε από ειλικρινή περηφάνια· χαλάλι η πείνα που τράβηξε, παράπονο κανένα. Τόση προσήλωση, τόσο συναίσθημα, τόση αυταπάρνηση, ακόμα και με τόσο λίγο ταλέντο, τον άγγιξαν στο βάθος τον Μανώλη.

Δεν έκρινε σκόπιμο να του πει πως έγραφε κι αυτός ποιήματα, από πολλά χρόνια. Ουδέποτε είχε δει τον εαυτό του ως ποιητή, παρά πιότερο σα στιχοπλόκο. Οι στίχοι του ήτανε φτιαγμένοι για να εκφράζουν το δικό του σώψυχο και ποσώς δε τον απασχολούσε να τους δημοσιεύσει, παρά μόνο τους είχε δείξει σε μερικούς φίλους, τους πιο έμπιστους.

Κάποτε πέσανε στα χέρια του πατέρα του, κείνος ενθουσιάστηκε, άρχισε να μοιράζει δεξιά κι αριστερά φωτοτυπίες κι έτσι φτάσανε σιγά σιγά να τους διαβάσουνε καμιά πενηνταριά ως εκατό νομάτοι, το μυστικό κοινό του Μανώλη, ο κύκλος των χαμένων αναγνωστών ενός αγέννητου ποιητή κι ενός καμαρωτού πατέρα, πόσο συγκινητικό μαθές.

Ό,τι ονοματίζεις αποκτά δική του ζωή και σε καταδυναστεύει. Ο Μανώλης ένιωθε πως αν τολμούσε να χρίσει εαυτόν ποιητή, θα στέρευε η φλέβα και θα ’τανε πια υπόχρεος να γράφει για να υπερασπιστεί τον τίτλο, δέσμιος του ίδιου του ορισμού του.  Έτσι κι αλλιώς, το ύφος του ποιητή, του λεπτεπίλεπτου, φθισικού κι υπερευαίσθητου καλλιτέχνη, δεν του πήγαινε διόλου μα την αλήθεια, έμοιαζε μάλλον κομματάκι ακατέργαστος άμα δεν τον ήξερες.

Άσε που στην προκειμένη δεν είχε καμιά όρεξη να βρεθεί κι αυτός ν’ απαγγέλει ποιήματα μες στον καφενέ, θωρώντας σα χάχας το κιονόκρανο  – Χριστός κι απόστολος! Αρκετά ρεζίλι είχε γίνει την προηγούμενη, που τα ’χε κοπανήσει κι έπιασε να χορεύει σόουλ λατινοαρκουδιάρικο, καταμεσής στο μπαράκι όπου συναγέλαζε το απελπισμένα εύθυμο τομάρι του, ανάμεσα σε άλλα, κάθε λογής αβάσταγα σαρκία.

Εκμεταλλεύτηκε τη χαρά και την ευφορία του ξάδερφου, για να τον πιάσει στον ύπνο και να τραβήξει τη συζήτηση σε μονοπάτια που ’ξερε ότι θα τους αποσπούσαν απ’ την επικίνδυνη ατραπό της εκ του προχείρου ποίησης.

Έντεχνα, η κουβέντα έφτασε στο σόι τους, του οποίου ήτανε οι τελευταίοι ευγενείς απόγονοι, στην κρητική τους καταγωγή και στην εμπλοκή του εκεί κλάδου της φύτρας τους σε μια βεντέτα που ακόμα κρατούσε κι όπου παραλίγο να μπλεχτεί από σπόντα κι ο Μανώλης, σαν ήτανε φαντάρος.

Το τέχνασμα πέτυχε κι ο ποιητικός οίστρος σκόρπισε, ανάμεσα στις οικογενειακές ιστορίες και στα στιγμιότυπα άλλων εποχών. Αναπόφευκτα, ήρθε στο προσκήνιο κι ο μπαρμπα-Μανιός,  παππούς του Μανώλη και μπάρμπας του Ιάσονα.

Κείνος πάλι δεν ήταν όποιος κι όποιος. Μια ξεχωριστή φυσιογνωμία, που ασκούσε γοητεία, παράξενη κι αφεύγατη, σ’ όσους τον γνώρισαν. Πολεμιστής, ταξιδευτής, αλέγκρος και μποέμης, ασίκης και κατακτητής, εραστής της περιπέτειας, μυημένος στην ανατολίτικη σοφία και στους σούφικους τεκέδες, μέγας παραμυθάς κι αφηγητής πλανευτικός, που θαρρείς ρουφούσε και γευόταν ηδονικά την αναπόσπαστη προσοχή του ακροατή του, προικισμένος με υπεράνθρωπη σωματική δύναμη, ένας άνθρωπος των θαυμάτων, σάμπως από μια ράτσα υψηλή και μυθική.

Κι αν κείνη η ράτσα στ’ αληθινά υπήρχε, όλοι οι συγγενείς του ένιωθαν πως κάτι απ’ τα ιδιαίτερά του χαρίσματα είχε περάσει και σε λόγου τους, φαντασιώνονταν ότι είχανε μέσα τους κι αυτοί κάτι θαυμαστό, πως κουβαλούσανε το σπέρμα μιας ύπαρξης που θα μπορούσε εν δυνάμει να υπερβεί τις ανούσιες, βαρετές κι ασήμαντες ζωές τους.

Σε κάθε μάζωξη του σογιού, όλοι είχανε να διηγηθούν από μια παράδοξη κι εκπληκτική του ιστορία, μια περιπέτεια, ένα σοφό απόφθεγμα· ο μύθος του παρέμεινε ζωντανός, πέρα απ’ τον φυσικό του θάνατο σε υπεραιωνόβια ηλικία.

 

Πάνω στην κουβέντα, άξαφνα ο Ιάσονας πήρε πάλι κείνο το ύφος το φευγάτο, όπως όταν τον πρωτοείδε ο Μανώλης να κλώθει τα ποιήματά του. Έπιασε τον συναισθηματικά φορτισμένο τόνο που ‘χε όταν απάγγελνε και του ‘πε κοιτώντας τον κατάματα: «Μανώλη, ο μπάρμπα Μανιός ήταν ο πάππος σου, έχεις τ’ όνομά του. Μακάρι να πάρεις και τη χάρη». 

«Δεν θέλω να γίνω δηκτικός χρονιάρες μέρες, αλλά τι χάρη να πάρω ρε Ιάσονα, που μετά βίας τόνε γνώρισα τούτο τον άνθρωπο;» έκανε αυτός, όσο μπορούσε πιο καλόκαρδα.

Ο Ιάσονας τον κοίταξε σα να του ’χε κόψει τον ειρμό και, χωρίς ν’ αλλάξει ύφος ή τόνο, συνέχισε: «Ο μπαρμπα-Μανιός είχε πολλές γυναίκες, έκαμε πολλά παιδιά, περιπλανήθηκε, γλέντησε, ήτανε μπεχλιβάνης, ήτανε δερβίσης, ήτανε και φιλόσοφος·  ο πάππος σου ήταν ο Ζορμπάς, τι άλλο θέλεις;»

«Τι μου λες, δηλαδή, έχω πάρει τα γονίδια;» έκανε γελώντας ο Μανώλης. «Ε τότε κάτσε να σηκώσω το τραπέζι με τα δυο δάχτυλα…»

Έπιασε το μαρμάρινο τραπέζι με τον αντίχειρα και τον δείχτη, και καμώθηκε πως κοκκινίζει, πασχίζοντας τάχα να το κουνήσει. «Βλέπεις; Σιγά ρε τα γονίδια» ξεφύσησε.

«Γονίδια δε γνωρίζω. Αυτό που ξέρω είναι ότι ο μπάρμπας πολύ σ’ εκτιμούσε του λόγου σου» του αντιγύρισε ο Ιάσονας με το κανονικό του πια ύφος. «Μου ’χε μιλήσει κάμποσες φορές για σένα».

Τούτο αιφνιδίασε τον Μανώλη. Ποτέ δεν το ’λπιζε πως ο γέρος θα είχε καλή άποψη για δαύτον, αφού ελάχιστα τον γνώριζε, τουλάχιστον ως ενήλικα. Η σκέψη του προδόθηκε απ’ τη θωριά του κι ο Ιάσονας χαμογέλασε κάπως παιδιάστικα.  

«Περνούσα και τον έβλεπα τα τελευταία χρόνια της ζωής του, πίναμε καφεδάκι. Κάνα χρόνο πριν πεθάνει, σ’ ανέφερε τρεις τέσσερις φορές».

«Και τι είπε, δηλαδή;»

«Ότι σου ’χει υπόληψη κι ότι χαίρεται που πήρες τ’ όνομά του, ήταν για κείνον σοβαρό θέμα τούτο, μην το γελάς. Έλεγε πως ήταν σίγουρος ότι έχεις… ξέρεις, κείνη τη σπίθα, που φτιάχνει τον… μάγο».

«Δηλαδή, πα’ να πει πως ο παππούς μου ήταν μάγος κι εγώ μαγόπουλο;» χαχάνισε ο Μανώλης.

«Ο πάππος σου ήταν ο Ζορμπάς, δεν χρειάζεται να πω τίποτ’ άλλο!» έκανε ο Ιάσονας κι αποτραβήχτηκε στις σκέψεις του.

Μα ο Μανώλης, που βρισκόταν αρπαγμένος απ’ τη δίνη της προσωπικής του κρίσης, έψαχνε από κάπου να πιαστεί, να πιστέψει, να τυλιχτεί με μιαν ακρούλα αυτοεκτίμησης. Τα λόγια του Ιάσονα άγγιξαν κάποια παράξενη χορδή μέσα του, που τόξεψε τη διάθεσή του σα φλεγόμενο βέλος μεσούρανα.

Ο παππούς του ήταν, το λοιπόν, ένας Μύθος, ένας Μάγος, ένας Ζορμπάς. Και τον θεωρούσε αντάξιό του, ήτανε περήφανος για κείνον.  Μπροστά στη δυσκολότερη επιλογή της ζωής του, πάνω στην ώρα που το ’χε πιότερο ανάγκη, ο μπαρμπα-Μανιός, μέσα απ’ τα χείλη του Ιάσονα, του ψιθύρισε στ’ αφτί, με κείνο το αινιγματικό του χαμόγελο, όπως όταν σου ’λεγε κάτι που ήξερε πως δε θα το καταλάβαινες: «Έχεις μέσα σου λιγάκι απ’ τον Ζορμπά, κατιτίς απ’ τον Μάγο».

 

Ποτέ πιο πριν δεν είχε εικάσει τη μούρη του με παρόμοιο τρόπο, ίσως τούτη να ’ταν όμως η κατάλληλη στιγμή. Αυτή δεν είναι, εξάλλου, η τέχνη ενός μάγου, ο ίδιος ή το μήνυμά του να καταφτάνει πάντοτε ακριβώς στη σωστή του ώρα;  

Έσφιξε το χέρι του Ιάσονα, του ευχήθηκε για το νέο έτος τα καλύτερα και σηκώθηκε κεφάτος να πληρώσει. «Κερνάω εγώ, θα τα ξαναπούμε, φαντάζομαι». Πήρε το πέτσινο πανωφόρι του και κίνησε για το ταμείο. Κείνος τον χαιρέτησε μ’ ένα νεύμα του χεριού και βυθίστηκε ξανά στον κόσμο του. Δεν ξαναειδώθηκαν από τότε.

 

***

 

Ο Μανώλης βγήκε απ’ τον καφενέ και θα ’λεγε κανείς πως αίφνης ανακαλύφτηκε η αντιβαρύτητα. Κείνο το δυσβάσταχτο πρωινιάτικο άχθος έδωσε τη θέση του σ’ ένα αίσθημα που έπλεε ψυχεδελικά στα ουράνια, σαν μεθυσμένο Ζέπελιν.

Το λοιπόν, δε βγήκα διόλου χαμένος που ’κατσα ν’ ακούσω την ποίηση του Ιάσονα, σκέφτηκε. Τα πρώτα του, εντάξει, δε μου ’λεγαν τίποτα, αλλά αυτά ήταν μονάχα το ζέσταμα.

Το καλύτερο ποίημα του ο Ιάσονας το ’γραψε, όταν δεν προσπαθούσε πια να σκαρώσει ένα ποίημα, μόλις το μυαλό του αποσπάστηκε απ’ το μόχθο: «Ο πάππος σου ήταν ο Ζορμπάς, τι άλλο θέλεις;»

Κατάφερε να τον κάνει να ταυτιστεί, τον οδήγησε στη μέθεξη, πάνω απ’ όλα στην κάθαρση. Τι περισσότερο, δηλαδή, θα μπορούσε να κάνει ένας ποιητής κι ένας του στίχος;  Ίσως να υπάρχουν ποιήματα γραμμένα μοναχά για έναν άνθρωπο, έναν μοναδικό ακροατή ή αναγνώστη. Όμως και πάλι η Τέχνη επιτελεί τον σκοπό της. Έπραξα σοφά που δε βιάστηκα να τον χλευάσω, κατέληξε ο Μανώλης.

 Αφού, λοιπόν, τούτο δω το ποίημα του Ιάσονα ήταν γραμμένο για κείνον ειδικά και μιας κι είχε αναντίρρητα βρει τον στόχο του, άξιζε δικαιωματικά κι ένα ιδιόχειρο βραβείο.

«Αγαπητέ κύριε Ιάσονα Αντραλάκη, με χαρά σας απονέμω τον Βραβείον Ποιήσεως του Μεγάλου Χάους» μονολόγησε ο Μανώλης με κωμικό στόμφο, μόλις μπήκε στ’ αμάξι.

Για πρώτη φορά τολμούσε να διανοηθεί αυτό που πραγματικά ήθελε, να γκρεμίσει τη ζωή του συθέμελα, να τ’ αφήσει όλα ξωπίσω και ν’ αρχίσει πάλι απ’ το μηδέν, όπως θα ’κανε ένας Ζορμπάς. Τούτο τον συδαύλιζε μ’ ένα αίσθημα δύναμης, χαράς κι εμπιστοσύνης, κόντρα σ’ όλες τις πιθανότητες, στα πρέπει και σα μη που τον δυνάστευαν. Μάγος είναι αυτός που ξέρει να πυροδοτεί την αλλαγή. Έπιασε να καταστρώνει σχέδια για το βράδυ· θα του ’δινε να καταλάβει…

 

***

 

Ο ήχος κλήσης του κινητού ολόλυξε μες στην πηχτή σιωπή του μισοφώτιστου δωματίου, αποσπώντας βίαια τον Μανώλη απ’ τη διαδικτυακή περιπλάνηση που τον είχε απορροφήσει. Άπλωσε να το πιάσει κι έριξε μια ματιά στην οθόνη· ήταν ο πατέρας του.

«Έλα Μανωλιό, Ευθύμης εδώ» έκανε χαρούμενα «τι μου γλυκοπικρογίνεσαι;»

«Καλά, μπαμπά μου, τίποτε το συγκλονιστικό, εσύ;»  

«Με πήρε τηλέφωνο ο φίλος μου ο κύριος Οδυσσέας –ξέρεις, ο ποιητής– και με ρωτούσε αν φχαριστήθηκες με το βραβείο ποίησης που κέρδισες» είπε, δίχως να προσπαθήσει να κρύψει έναν τόνο περηφάνιας, που χρωμάτιζε τη φωνή του.

«Ποιο βραβείο ποίησης, τι λες; Ποιος κύριος Οδυσσέας;» έκανε ο Μανώλης με ειλικρινή απορία.

«Ο Οδυσσέας, ο πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Ποιητών Βόρειας Ελλάδας “ο Ιαπετός”. Του είχα δείξει κάποια στιγμή τα ποιήματά σου κι είχε εντυπωσιαστεί, δε θυμάσαι; Διοργάνωσε τον διαγωνισμό ποίησης όπου έλαβες μέρος. Ο Οδυσσέας μου είπε πως παρέλαβε τον φάκελο και σου απένειμε το βραβείο χωρίς δεύτερη σκέψη, το άξιζες αβλεπεί, όπως τόνισε χαρακτηριστικά».

«Σοβαρά; Και τι άλλο σου ’πε;» ρώτησε ο Μανώλης με φωνή προβοκατόρικη.

«Πόσο καλά ήταν τα ποιήματά σου, όαση στην έρημο τ’ αποκάλεσε, κι ύστερα γκρίνιαζε για τη χαμηλή ποιότητα των περισσότερων απ’ τ’ άλλα, κι όλο επαναλάμβανε “πού χάθηκε η έμπνευση στη νέα γενιά;”  και τα τοιαύτα. Όχι να το παινευτώ, αλλά σίγουρα έπαιξε ρόλο και η γνωριμία μας, όλα σ’ αυτόν τον κόσμο θέλουν και λίγο μέσον».

«Ωραία και καλοσούσουμα όλ’ αυτά, αλλά εγώ δεν έχω στείλει κανένα ποίημα σε κανένα διαγωνισμό ούτε, φυσικά, έλαβα κάποιο βραβείο, σε διαβεβαιώ».

«Και τότε τι στα κομμάτια έγινε, ρε Μανώλη; Πού πήγε το βραβείο;» είπε ο Ευθύμης σαστισμένος και κάπως απογοητευμένος.

«Πού θες να ξέρω εγώ, ρε πατέρα, σάματις με κόφτει κιόλας; Κάποιο λάθος θα έκανε ο κυρ Οδυσσέας».

Τον χαιρέτησε και κλείσανε. Έμεινε για λίγο να κοιτάζει μπερδεμένος το κενό, μα γρήγορα η εικόνα σχηματίστηκε ξεκάθαρη στα μάτια του. Δεν χρειαζόταν να είναι ο Ηρακλής Πουαρό για να καταλάβει ποιος ήταν κείνος που ’χε στείλει ποιήματα στον διαγωνισμό και σε ποιον συνεπώνυμο είχε πάει το βραβείο.

Άρχισε να γελάει μονάχος του, σαν παραλοϊσμένος, μ’ ένα γέλιο νευρικό κι ελαφρώς πικρόχολο. Ένα βραβείο ποίησης που δε ζήτησε, σ’ ένα διαγωνισμό όπου δε συμμετείχε, μια διάκριση που δεν του άξιζε –αφού την κέρδισε με μέσον–,  που από σπόντα κατέληξε να δοθεί αβλεπεί σε κάποιον άλλο, που το ποθούσε πιότερο από καθετί.

Το σύμπαν είναι παρανοϊκό, σωστά το λέει ο αποσυνάγωγος φιλόσοφος. Είχε πολύ καιρό να διασκεδάσει έτσι αβίαστα με κάτι, πόσο μάλλον με μια τόσο περίτεχνη και καλοστημένη κοσμική φάρσα. Σιγά σιγά, τα τραντάγματα των καγχασμών κοπάσανε και κατόρθωσε να ξαναβρεί την ανάσα και την αυτοκυριαρχία του.

Ύστερα, θυμήθηκε το “Βραβείον Ποιήσεως του Μεγάλου Χάους” που είχε απονείμει –στ’ αστεία, μα μέσα απ’ την καρδιά του– στον Ιάσονα την παραμονή της Πρωτοχρονιάς κι οι σκέψεις του τράβηξαν άλλο μονοπάτι.

Του ’ρθε στο νου η περίφημη φράση του αστρονόμου Τζέιμς Τζινς, που αντιλήφθηκε το σύμπαν ως μια απέραντη σκέψη, παρά σαν μια μεγάλη μηχανή. Μια συντυχιά τόσο καλά συναρμοσμένη, αιθαλοπιπερωμένη με ψιλοκομμένη ειρωνεία, δεν μπορεί παρά να εγείρει ερωτήματα, για τη νοήμονα φύση του σύμπαντος, όσο και για τις ρίζες της σύμπτωσης.

Στοχάστηκε το συμβολικό περιεχόμενο αυτής της γιουνγκικής συγχρονικότητας ως εκδήλωση Κοσμικής Δικαιοσύνης, το αρχέτυπο της Θεάς Μάατ των Αρχαίων Αιγυπτίων, που σοζυγιάζεται σα γύπας στα ουράνια κι εμπρός της γονατίζουνε θεοί και Φαραώ, η αφανής Αρμονία του Ηράκλειτου, που ξάφνου εδέησε ν’ αναφανεί στον εκδηλωμένο κόσμο. Μια κάποια πικρία, που τον είχε ύπουλα καταλάβει πίσω απ’ το τρανταχτό γέλιο, άξαφνα εξανεμίστηκε, μες στις νεφέλες της επίγνωσης.

Τούτο το βραβείο, δεν το ’χε ανάγκη, δεν είχε για κείνον καμιά σημασία ή αξία, ούτε και θα αισθανότανε περήφανος για την κατάχτησή του. Με τις αβλεπεί δάφνες θα είχε μονάχα αρτύσει το στιφάδο, το κάνανε και καλύτεροι απ’ αυτόν.

Για τον Ιάσονα πάλι, ήταν ίσως το πιο μυριάκριβο δώρο που θα μπορούσε να ποθήσει, που θα τολμούσε να ευχηθεί. Το φάρμακο, το καύχημα, το έχος και το βιος του. Στο εξής, δικαιολογημένα και τεκμηριωμένα, θα θεωρούταν πια ως ποιητής και μάλιστα καταξιωμένος, με περγαμηνές.

Όλα σε τούτο τον ντουνιά έχουν για κομπάσο το χαρτί, το πτυχίο, τη διάκριση· άμα τα ’χεις αυτά, κανείς δεν ψάχνει αν διαθέτεις την αξιοσύνη, φτάνει να κουβαλάς το ψώνιο.

Ο Ιάσονας τόλμησε να ζητήσει ένα Βραβείο Ποίησης κι αυτό του προσφέρθηκε στο πιάτο, αιτείτε και δοθήσεται.

Όμως κι ο Μανώλης, απ’ την πλευρά του, έλαβε το προσήκον αντίτιμο και μάλιστα τοις μετρητοίς, κείνη την Παραμονή Πρωτοχρονιάς που ’χε ξεκινήσει σαν Μεγάλη Παρασκευή κι είχε τελειώσει σαν Πατρινός Καρνάβαλος.

Ο μύθος θέλει τη θεά Μάατ να σταθμίζει τις ψυχές στη φλωροζυγαριά της, με αντίβαρο ένα φτερό. Αν η ψυχή είναι βαρύτερη, τότε εκπίπτει στη λήθη.

Το αίσθημα ελαφρότητας κι ανάτασης που καζάντισε ο Μανώλης χάρη στο αυθόρμητο ποίημα του Ιάσονα, ίσως και να τον είχε γλιτώσει απ’ το χαμό, έπειτα από έναν παρατεταμένο εσωτερικό θάνατο, όπου όλα μοιάζανε μουντά κι είχαν γκρίζα γεύση κι οσμή.

Ο καθένας τους πήρε εντέλει ό,τι είχε πιότερο ανάγκη, κείνο που ποθούσε και χρειαζόταν πάνω απ’ όλα. Η ανθρώπινη δικαιοσύνη μοιάζει με μπακάλη, που αυτάρεσκα ζυγίζει ένα κιλό ζάχαρη. Η Αρμονία αποτελεί αναπλήρωση περίπλοκων συμπαντικών ρυθμών.

 

***

 

Λίγες μέρες αργότερα, ο Μανώλης πέρασε και πάλι απ’ τον καφενέ του Γιάννη, για μια ζεστή σοκολάτα και λίγο κουβεντολόι.

«Κάτσε, σου ’χω πράμα που σαλεύει» έκανε αυτός με την πρεμούρα του κουρέα του Μίδα, που ήξερε πως ο βασιλιάς είχε αυτιά γαϊδάρου.

«Τι έγινε δηλαδή;» είπε ο Μανώλης επιφυλακτικά, απολαμβάνοντας μια ρουφηξιά.

«Ο Ιάσονας, ρε, κέρδισε βραβείο ποίησης, μου το ’δειξε κιόλας, το πιστεύεις;»

«Και γιατί να μην το πιστέψω, δηλαδή, στο πηγάδι κατούρησε αυτός;» έκανε τον ανήξερο ο Μανώλης.

«Μα καλά, έχεις ακούσει, έχεις διαβάσει κανένα ποίημα του, ρε Μανώλη;» επέμεινε ο κουτσομπόλης καφετζής μ’ έναν τόνο χαβαλέ αγανάκτησης.

«Πώς δεν έχω ακούσει».

«Και ποια είναι η γνώμη σου, δηλαδή;»

«Τι να σου πω, μωρέ Γιάννη, ειλικρινά δε μ’ ενθουσίασαν, όμως τι ξέρουμε εγώ κι εσύ από ποίηση, καημένε; Εδώ μου λες ότι τον έκριναν ανθρώποι ειδικοί και του έδωσαν ολόκληρο βραβείο». Η επίκληση στην αυθεντία, είχε απόλυτη επιτυχία. Ποιος τολμά ν’ αμφισβητήσει τους ειδικούς.

«Ναι, δε λέω, δίκιο έχεις κατά βάθος» είπε με φωνή που φανέρωνε όχι πια ειρωνεία, αλλά έναν κάποιο σεβασμό. «Άλλωστε, δε λένε πως οι καλλιτέχνες είναι όλοι τους και λίγο… ζαβοί;» κατέληξε μ’ έναν τόνο αποδοχής κι εκλογίκευσης.

Ο Μανώλης ήπιε την τελευταία γουλιά, πλήρωσε και γύρισε να φύγει.

«Αν θέλετε τώρα, ξανακοροϊδέψτε τον δόλιο τον Ιάσονα, κουφάλες» είπε μέσα του με σκωπτικά σαρδόνια φωνή και κατηφόρισε γελώντας προς τη δουλειά, για τελευταία φορά. Δεν πρόλαβε να υποβάλει την παραίτησή του, όπως είχε αποφασίσει, μεθυσμένος, την Πρωτοχρονιά. Ακόμα καλύτερα, τον απέλυσε το αφεντικό κι έτσι κονόμησε και την αποζημίωση. Δεν ξαναπάτησε ποτέ σε κείνο το καφενείο.

Σχόλια