Ένα Ροζ Μπλουζάκι







Πάντα ντρεπόμουν να φορέσω ροζ. Ένιωθα άβολα, χεβυμεταλλάς άνθρωπος, να ’χω απάνω μου κάτι που ’χει συνδεθεί με τη Μπάρμπι και το σεξουλιάρικο στυλάκι γενικότερα. Θύμα κι εγώ ενός βαθιά φαλλοκρατικού στερεότυπου, εμφυτευμένου μέσα μου σε τρυφερή ηλικία, δεν ήμουν σε θέση να του ασκήσω την παραμικρή κριτική. Έτσι, δεν φόρεσα ποτέ αυτό το χρώμα.
Ποτέ; Όχι ακριβώς... 

Είχα έναν φίλο τσιγγάνο, τον Μπετσού, που ’μενε στον Δενδροπόταμο. Με πήρε τηλέφωνο· έλα, Όττο, σε περιμένω στις εφτά στη γειτονιά. Καβάλησα το αμαξάκι μου και κίνησα ο καλός σου να πάω, μιας κι είχαμε κάμποσο καιρό να τα πούμε. Το καλοκαιράκι είχε σκάσει χαμόγελο, κάπου στα μέσα Ιουνίου. Φορούσα ένα μαύρο αμάνικο μπλουζάκι, να φαίνονται και τα μπράτσα, ρε παιδί μου, μην μας πάρουν τ’ αδέρφια και για τίποτα φλούφληδες.
Έφτασα, πάρκαρα σε χώρο όπου έλπιζα ότι θα ξανάβρισκα τ’ αμάξι το βράδυ και βγήκα να τον συναντήσω. Με περίμενε μαζί μ’ άλλους δυο, έξω από μια μπλε Μπέμπα, αραγμένη στο πεζοδρόμιο. Μόλις μ’ είδε, φώναξε, άντε ρε αδερφέ, εσένα περιμένουμε τόσην ώρα, κι ας είχα πάει τσιφ στο ραντεβού· του άρεζε να δίνει σε όλα έναν δραματικό τόνο.

 Προτού προλάβω ν’ αντιδράσω, μ’ έπιασε απ’ το μπράτσο και μ’ έσπρωξε μες στ’ αυτοκίνητο, στο πίσω κάθισμα. Έκατσε κείνος στη θέση του συνοδηγού, μπήκαν σβέλτα κι οι άλλοι δυο και ξεκινήσαμε.
Πού πάμε ρε παιδιά; προσπάθησα να φανώ άνετος. Θα δεις, ήταν η ανησυχαστική απάντηση του φίλου μου.
        Η Μπέμπα προχωρούσε αργά προς μια απ’ τις εξόδους της γειτονιάς, που αποτελεί γκέτο στην πόλη. Εκατό μέτρα προτού φτάσουμε στην άκρη, μια μαύρη Μερσεντέ πετάχτηκε με το έτσι θέλω μπροστά μας από έναν παράδρομο. Κινήθηκε αργά κι αυτή, μ’ εμάς από πίσω ν’ ακολουθάμε σαν κουστωδία.
Ωχ, μάγκες, τη γαμήσαμε, έκανε ο οδηγός με ύφος ατάραχο κι αποστασιοποιημένο, τούτοι δω είναι πρεζέμποροι· αλλά μη φοβάσαι, δικέ μου, θα το κανονίσουμε. 
Εγώ, που ουδόλως είχα καθησυχαστεί απ’ τις ανέξοδες διαβεβαιώσεις, έβλεπα με το νου μου τύπους με μαύρα σακάκια και καπέλα να βγαίνουν απ’ τη Μερσεντέ και να μας γαζώνουν με Τόμιγκαν, όπως στην Αμερική της ποτοαπαγόρευσης.
Μάλλον πρέπει να ’χα αρχίσει να κιτρινίζω, σε σημείο που μαζί με τη μαύρη μπλούζα φανέρωνα ξεκάθαρα την προτίμησή μου στον Άρη Θεσσαλονίκης. Ο διπλανός μου με κοίταξε, κάτι είπε στη γλώσσα τους και χαμογέλασε με νόημα. Πολύ σύντομα θα ’βλεπα πως ο πραγματικός κίνδυνος δεν ήτανε απ’ τα καλόπαιδα με τη Μερσεντέ. Τσοράαβ μι μπαχ[1], όποιος μας δει θα νομίζει πως είμαστε μαζί τους, έκανε ο Μπετσού.

        Πλησιάζαμε αργά σαν κηδεία προς την έξοδο της γειτονιάς και τίποτα δεν γινόταν. Άρχισα να ξαναβρίσκω την ανάσα μου, που ’χα κρατήσει ασυναίσθητα, για άγνωστο χρονικό διάστημα και μέχρι σκασμού, μα η ηλεκτρισμένη νηνεμία δεν έμελλε να κρατήσει ακόμα για πολύ.
Μόλις βγήκαμε απ’ τη γειτονιά, στο δρόμο που οδηγούσε προς τον Περιφερειακό, να σου το περιπολικό, καραούλι. Μου σηκώθηκε η μπούκλα κάγκελο, καθώς τα σαΐνια άφηναν τη Μερσεντέ των πρεζέμπορων να περάσει ανενόχλητη κι έκαναν σήμα σ’ εμάς να σταματήσουμε. Ο ιδρώτας κυλούσε απ’ τα μπατζάκια μου. Σα μέσα σ’ όνειρο, άκουσα τον Μπετσού· μη φοβάσαι, Όττο, είμαστε καθαροί. 
Το αυτοκίνητο σταμάτησε, οι μπάτσοι όρμησαν προς το μέρος μας όλο ζοριλίκια. Αλυχτούσανε σαν τα μαντρόσκυλα κοφτές διαταγές, να βγούμε γρήγορα απ’ τ’ αμάξι. Οι άλλοι υπάκουσαν. Εγώ είχα παγώσει στη θέση μου, αγέρωχος Μαρμαρωμένος Βασιλιάς, και κοιτούσα σα βλαμμένος δεξόζερβα. Κανένα ξυπνητήρι δεν χτυπούσε, όπως προσευχόμουνα, να με βγάλει απ’ τ’ ατσαλένια δάχτυλα του εφιάλτη που μ’ είχε γραπώσει. Ο μπάτσος ήρθε στο παράθυρο, απ’ τη μεριά μου, βρόντηξε το τζάμι κι ούρλιαξε κάτι του στυλ έβγα έξω κι εσύ, ρε. Το χέρι του ξεκούμπωσε τη θήκη κι έκανε να πιάσει τ’ όπλο του. 
Πετάχτηκα κακήν κακώς απ’ τ’ αμάξι. Μες στην παραζάλη μου, άκουγα τα παλικάρια του νόμου να ουρλιάζουν μην κουνηθείς, τα χέρια στο καπό κι άλλες αβρότητες, κι ένιωθα τις χερούκλες τους να με πασπατεύουν ολούθε, με μια θέρμη σχεδόν λαγνική. Είναι πρόδηλο πως ηδονίζονται με τούτη τη δουλειά, όσο κι αν εμένα μου φαίνεται κάπως αποτρόπαιη κι ανάρμοστη· περί ορέξεως…

Ο Μπετσού, παιδί της πιάτσας κι αλάνι, εξασκημένος σε τέτοιες καταστάσεις, είχε πιάσει κουβέντα στον μπάτσο που τον έψαχνε κι ήδη τον παραμύθιαζε, μπούρου μπούρου. Εγώ απεναντίας δεν είχα στόμα να μιλήσω, πράγμα που φαντάζομαι ότι θα διασκέδαζε, μ’ έναν σίγουρα χαιρέκακο τρόπο, πολλούς παθόντες απ’ την ακατάβλητη πολυλογία μου. 
Μου πήραν την ταυτότητα και πήγαν στο περιπολικό να την τσεκάρουν. Λευκό ποινικό μητρώο, αμέμπτου ηθικής. Τι ζητάς εσύ εδώ, ρε, ρώτησε το σαΐνι που με κρατούσε. Είμαστε κουμπάροι, πάμε σε γάμο, πετάχτηκε ο Μπετσού. Ναι, ναι, σε γάμο (γαμώ την κοινωνία μου), κουμπάρος μου είναι, ψέλλισα εγώ, που επιτέλους κατόρθωσα να ξανάβρω τη λαλιά μου. 
Άνοιξαν το πορτμπαγκάζ. Βρήκανε μέσα δυο κόκκινα σακ βουαγιάζ, ολοκαίνουρια, που κουβαλούσε ο κουμπάρος. Αμέσως ξαναγρίεψαν. Τι τις θέτε αυτές τις τσάντες, πουλάκια μου, σε παραλαβή εμπορεύματος πηγαίνετε; έλυσε το πρόβλημα της διακίνησης πρέζας στη Βόρεια Ελλάδα ο επιθεωρητής Κλουζώ. Αστραπιαία μου πέρασε απ’ το μυαλό πως μετά απ’ αυτήν την κρίση εξυπνάδας μάλλον θα λιποθυμούσε, μα είχα φρικάρει πολύ για να γελάσω. 
Άντε να τους εξηγήσει τώρα ο Μπετσού πως τα σακ βουαγιάζ τα ’χε πάρει γιατί την επαύριο έφευγε με τη γυναίκα του για την Πόλη. Όσο για μένα, μπρος στα μάτια μου στριμώχνονταν αφηνιασμένες σκηνές απ’ το Εξπρές του Μεσονυκτίου.
Τελικά τα κατάφερε και τους έψησε σιγά σιγά· αλίμονο, τούτη είν’ η δουλειά του. Βαθμιαία τα πράματα άρχισαν να χαλαρώνουν. Στο τέλος, βρεθήκαμε να ψιλοκουβεντιάζουμε με τα μπατσόπουλα, μέχρι που ακόμα κι εγώ ξεψάρωσα κι άρχισα ν’ αγορεύω. Η Μερσεντέ με τους εμπόρους, ίσως και με το εμπόρευμα, είχε στο μεταξύ βρεθεί σε απόσταση ασφαλείας.
Με τα πολλά, μου επέστρεψαν την ταυτότητα και μας άφησαν να φύγουμε. Μπήκαμε στ’ αμάξι και ξαναπήραμε το δρόμο, που δεν ήξερα ακόμα κατά πού τραβούσε. Εντάξει, μια χαρά τα πήγες, Όττο, για πρώτη φορά δηλαδή, μου ’πε ο κουμπάρος, καθώς σχολιάζανε τις λεπτομέρειες και τα παραλειπόμενα της ιστορίας, σα να ’τανε κάτι που ’χαν δει στο χαζοκούτι, που ’χε συμβεί σε κάποιους άλλους. Για κείνους, τέτοιες σκηνές αποτελούσαν καθημερινότητα και δεν ίδρωνε τ’ αφτί τους.

Μόλις βγήκαμε στον Περιφερειακό, ο Μπετσού άξαφνα  έβγαλε από κάπου ένα τσιγαρόχαρτο μαζί με μια τεράστια φούντα, σαν ταχυδακτυλουργός, κι άρχισε να το στρίβει. Ο δρόμος γύρω γεμάτος αυτοκίνητα, η κυκλοφορία πυκνή. 
Τούτη τη φορά, και με τη βοήθεια του μαύρου μου αμάνικου, μετατράπηκα σε Παοκτζή, αφού άσπρισα κυριολεκτικά.
Είχες τέτοιο πράμα πάνω σου, ρε μαλάκα, και μου ’πες πως είμαστε καθαροί, έκανα, έτοιμος να πάθω εγκεφαλικό. Τι να σου ’λεγα, ρε Όττο, θα λιποθυμούσες άμα το ’ξερες. Κατά βάθος δεν είχε κι άδικο. 
Το τσιγάρο ετοιμάστηκε. Ο Μπετσού το ’δωσε φωτιά και κείνο άρχισε να περιφέρεται μες στ’ αμάξι, σάμπως με δική του βούληση. Όλοι ρουφούσανε λαίμαργα, με πρώτο και καλύτερο τον οδηγό. Κόσμος ολόγυρα, μας κοιτούσαν με μάτια γουρλωμένα μέσα απ’ τ’ αυτοκίνητα και το ντουμάνι ξεχείλιζε απ’ τα παράθυρα της Μπέμπας, σα να ’χαν πιάσει στ’ αλήθεια φωτιά τα κάρβουνα που απάνω τους καθόμουν. Άρχισα να πιστεύω πως είχα παγιδευτεί στην πλοκή κάποιας ταινίας, κάτι ανάμεσα σ’ αστυνομικό θρίλερ και βαλκανική φαρσοκωμωδία.
Πήγα να ζουφώσω στο πίσω κάθισμα, μα του κάκου· ήμουν ο πιο ψηλός απ’ την παρέα και δεν μπορούσα με καμία Παναγία να κρυφτώ, εξόν πίσω απ’ το δάχτυλό μου.
Μας κοιτάγανε όλοι· ήθελα ν’ ανοίξει η γης και να με καταπιεί. Μπρος στα θολωμένα  απ’ τον καπνό μάτια μου πετάριζε η Μαρινέλα, με μαύρη μαντήλα στο κεφάλι, να τραγουδάει άνοιξε πέτρα να κλειστώ, ήλιος να μη με βλέπει, ήθελα να πεθάνω να ησυχάσω.
Εντέλει αποφάσισα πως εάν δεν μπορείς να τ’ αποφύγεις, χαλάρωσε για να το απολαύσεις κι ήπια κι εγώ δυο τρεις τζούρες, να πάνε κάτω τα φαρμάκια. Εδώ που τα λέμε, άμα μας έπιαναν ποιος θα με πίστευε ότι δεν είχα πιει. Τι μισόν τι όλον, είπε ο Σόλων, αποφάνθηκα, και τράβηξα ακόμα μια γερή.

Το πιόμα με ηρέμησε κάπως απ’ την υπερένταση κι άρχισα να νιώθω φυσιολογικά, όταν συνειδητοποίησα πως κατευθυνόμασταν προς το Καζίνο. Δεν είχα ξαναβρεθεί εκεί ποτέ μου, ούτε και σκόπευα να πατήσω. Ο τζόγος είναι ένας εθισμός που δεν μου πάει καθόλου. Φτάσαμε στο πάρκινγκ και βγήκαμε απ’ τ’ αμάξι.
Μπα, Όττο, δεν περνάς το φέις κοντρόλ με τούτο το μπλουζάκι, έκανε ο Μπετσού. Ε, να φύγουμε τότε, τι να κάνουμε, είπα συγκαταβατικά, με μια αχτίδα ελπίδας ότι μπορεί τελικά να γλύτωνα την περαιτέρω κατάπτωση. 
        Μα φρούδες οι ελπίδες. Ο δικός μου, μολονότι ουδόλως γνώριζε τι θα πει φρούδες, παρά μόνο τις φλούδες, είχε κι άλλον άσσο στο μανίκι του. Έτσι θα σ’ αφήσει ο αδερφός, ρε Όττο;
Χαμογέλασε αυτάρεσκα κι άνοιξε το πορτμπαγκάζ. Μέσα σ’ έναν απ’ τους κόκκινους σάκους κρυβόταν μια ολοκαίνουρια κοντομάνικη μπλούζα Λακόστ... σε χρώμα ροζ. Όση αξιοπρέπεια μου απέμενε ύστερα απ’ όλα τούτα, ήταν γραφτό να τσαλακωθεί. Ο κουμπάρος τα ’χε σχεδιάσει όλα, all the way down, που λέμε και στο χωριό μου.
Βρέθηκα να φωτογραφίζομαι στο φουαγιέ του Καζίνου, προφίλ ανφάς, με το ροζ μπλουζάκι, αφού εντέλει ήταν μοιραίο κείνο το βράδυ κάποιος να με φακελώσει. Δεν ξέρω αν θα προτιμούσα να με φωτογράφιζε η ασφάλεια με το μαύρο μου αμάνικο ή το Καζίνο με το ροζ Λακόστ. Τι απ’ τα δυο θα ’τανε για μένα μεγαλύτερη ξεφτίλα, διασυρμός και ξεπεσμός.
Μα το Μέγα Χάος έτσι τα ’χε αποφασίσει και κανείς δεν μπορεί να πάει κόντρα στη ροή του ούτε να μάθει τι θα ήταν καλύτερα ή χειρότερα να ’χε συμβεί, αν όχι αυτό που τελικά συνέβη.

Ήταν η πρώτη φορά που μ’ έπιαναν οι μπάτσοι, μάλιστα ως ύποπτο για εμπόριο πρέζας, η πρώτη φορά που ήπια μαύρο εν κινήσει, στο φως της μέρας και σε κοινή θέα, η πρώτη φορά που πήγα στο Καζίνο κι η πρώτη φορά που φόρεσα ροζ μπλουζάκι στη ζωή μου. Δεν ξανάβαλα τίποτα μ’ αυτό το χρώμα ποτέ πια, ίσως για να ξορκίσω μαζί κι όλα τ’ άλλα τα κακά. Μια φορά αρκεί για πάντα.



[1] Τσοράαβ μι μπαχ: Γαμώ την τύχη μου.

Σχόλια

  1. Balkan soft noir με 3 ρομα και μπαλαμο!!!


    Ως ραϊχικος του υπαρκτού σουρεαλισμού :-), έγραψα την περίοδο των "αγανακτισμενων" το παρόν και στο αφιερώνω :

    Επιμένω : «Μόνον ένα μεγάλο όργιο στην πλατεία συντάγματος με μπάτσους και αγανακτισμένους, μετά απο μια γύναια πίπα της ειρήνης, μπαφους και άλλες ευφορίες-ηρεμιστικές ουσίες, όπως είχα γράψει παλαιοτέρα * είναι δυνατόν να βελτιώσει κατά τι την κατάσταση.»

    * ΤΙ ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ ;
    ΧΑΜΟΣΣΣΣ!
    Και αφού η συζήτηση περιστρέφεται περί το Σύνταγμα, μου ήλθε πριν ένα μηνα η ιδέα να βρω αρκετά χρήματα ώστε να διοχετεύσω ηρεμιστικό και διεγερτικό στα διυλιστήρια της ΕΥΔΑΠ και στις φιάλες με εμφιαλωμένα νερό του κέντρου ώστε οι ημι-διαταραγμένοι (η όχι) «αγανακτισμένοι», μπαχαλοι και ημι-μπαχαλοι και οι δυνάμεις των ΜΑΤ, μονάδων Δ, Ζ, μυστικοί, χρυσαυγιτες, …, να ηρεμήσουν και να επιδοθούν σε ένα πελώριο… λυτρωτικό σεξουαλικό όργιο στην πλατεια, με συμμέτοχη και των υψηλών επισκεπτών και επισκεπτριών των γύρω ξενοδοχείων….ενώ οι κύριοι χορηγοί της γιορτής (Έλληνες και Αλβανοί χονδρέμποροι ) θα προσφέρουν μεγάλες ποσότητες απο κανναβιν όποτε αντί καπνών δακρυγόνων και κροτίδων κρότου/λάμψης θα διαχέονται οσμές καπνού μαριχουάνας με την πίπα της ειρήνης να περνά από στόμα σε στόμα στον Εθνικό κήπο , το Ζάππειο και σε κάθε άλλο γειτονικό πάρκο όπου αστυνομικοί και μπαχαλοι θα ανακαλύπτουν ότι είναι από το ίδιο η το διπλανό χωρίο,…. , αντί θραύσης κεφάλων με ρόπαλα, οι άνδρες με τα σάρκινα ρόπαλα τους θα πυρπολούνται απο τον ερωτικον οιστρον (και οπως λέει ο ποιητής «…φλεγόμενοι, όλοι στητοί ως Hρακλείς ροπαλοφόροι…*»)…και πριν τελειώσει η πρώτη μέρα της γιορτής οι γιάπηδες και μετα-γιαπηδες του κέντρου θα πετάξουν τα σακάκια τους και τις γραβάτες τους και να ενωθούν με το πλήθος σε μια γιορτή που θα κρατήσει μια εβδομάδα….

    Αφιερωμένο στην αριστερά με χιούμορ και αυτοσαρκασμό, γιατί η μανιοκατάθλιψη και η τυφλή επιθετικότητα στους δρόμους και στα blogs δεν μας πηγαίνει, είναι banalite!!!

    * Εις την Οδόν των Φιλελλήνων Εμπειρίκος Aνδρέας

    http://www.snhell.gr/anthology/content.asp?id=94&author_id=10

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Πολύ καλή πρόταση, αγαπητέ. Είχα έναν συμφοιτητή κατά τη δεκαετία του '80 που οραματιζότανε μια μεγάλη παρτούζα στο Ολυμπιακό Στάδιο. Βλέπω η ιδέα εξελίχτηκε απ' τα τότε... :D

      Διαγραφή
  2. "Βλέπω η ιδέα εξελίχτηκε απ' τα τότε... :D"

    Ζητείται εύπορος κινηματογραφικος παραγωγός για την χρηματοδοτηση συγγραφής του σχετικού σεναρίου :-)

    Για Ελληνα δύσκολο το βλέπω...

    Αλλα τι γράφω ο αφώτιστος! Θα έχει sex και πολιτική (με την ευρεία έννοια), άρα μπορεί να έχει επιτυχία. Βεβαίως, το 1/3 των συνομηλίκων μου (Πανσπουδαστικη/ΚΝΕ) μαλλον δεν θα το δει, αν και θα θέλει....Προσπαθω να το εξηγησω στο επομενο σχολιο....

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου