Το Αίμα του Λεβιάθαν



Δημοσιεύθηκε στη συλλογή Αλλόκοσμοι,
από τις εκδόσεις Ρενιέρη.

…κι ο κλήρος πέφτει στον πιο νέο,
που ήταν αταξίδευτος…

     
Υπηρέτησα τη θητεία μου παρέα με κάποιον ναυτικό. Ένα κρύο χειμωνιάτικο βράδυ, λίγο πριν πέσουμε για ύπνο, μας αφηγήθηκε μιαν ιστορία…

     Ο Λευτέρης θα ’ταν δε θα ’ταν είκοσι δύο χρονώ, όταν μπάρκαρε πρώτη φορά σ’ εμπορικό. Απ’ τα μικράτα του αγαπούσε τη θάλασσα· ήταν η μοίρα του, έλεγε στους παιδικούς του φίλους, σαν οπτασιάζονταν το μέλλον, σούρουπο μεσοκαλόκαιρο, κάτω από ένα δένδρο στο χωριό τους, κάπου στα Γρεβενά. 
    Νεαρός δόκιμος, μόλις είχε βγει απ’ τη σχολή μηχανικών εμπορικού ναυτικού. Ξεκίνησε το παρθενικό του ταξίδι αρχές Νοέμβρη, μ’ ένα εμπορικό που κατευθυνόταν αδειανό στη Βραζιλία, για να φορτώσει καφέ.
      Ωραία που θα ’ναι η Βραζιλία, ονειρευόταν, καθώς η πατρώα στεριά άρχισε ν’ αλαργεύει. Μπρος στα φτερωμένα του μάτια στραφτάλιζαν ονειρικές ακτές, αχανείς σμαραγδένιες ζούγκλες και μελαψές γυναίκες με φιδίσια κορμιά, που λικνίζονταν σε λάγνους οργιαστικούς ρυθμούς εξωτικών τύμπανων.

      Στην αρχή, όλα ήταν όμορφα. Ο καπετάνιος κι οι άλλοι του πληρώματος του φέρονταν με καλοσύνη, ακόμη και με συμπάθεια θα ’λεγες, κι έτσι κύλησαν οι πρώτες δυο βδομάδες.
      Κάποιο απόγεμα, μόλις είχε τελειώσει τη βάρδια του, τον κάλεσαν στο σαλόνι των αξιωματικών. Σαν έφτασε κει, είδε το τραπέζι στρωμένο με πράσινη τσόχα, μ’ ένα ποτήρι κι ένα ζευγάρι ζάρια επάνω. Παραβρίσκονταν όλοι οι ναύτες που δεν είχαν βάρδια κείνη την ώρα. Συνήθιζαν, του ’πε ο πλοίαρχος, να παίζουν ένα παιχνίδι, για το καλό.
       Και τι θα ποντάρουμε καπετάνιο; ρώτησε το παλικάρι.
Τις ψυχές μας, του αποκρίθηκε κείνος τάχα στ’ αστεία, όλη μας τη ζωή σε μια ζαριά. Κι είχε η φωνή του έναν τόνο ερμητικού υπαινιγμού. Ο νέος απώθησε γρήγορα τούτη τη σκέψη και μάλωσε τον εαυτό του, γιατί είχε αρχίσει να τον πιάνει η παραδοσιακή δεισιδαιμονία των ναυτικών.
      Εκτός απ’ τον καπετάνιο και τον υποπλοίαρχο, όλοι οι άλλοι έριξαν στην αράδα από μια φορά τα ζάρια. Τελικά, ήρθε κι η σειρά του Λευτέρη. Έβαλε τα ζάρια στο ποτήρι, τα κούνησε ζωηρά και τ’ άφησε να κυλήσουν. Ήρθαν άσσοι, τα μάτια του φιδιού.
      Ο πλοίαρχος έμεινε για λίγα δευτερόλεπτα, αμίλητος, να κοιτάει επίμονα τα ζάρια στο τραπέζι, σάμπως να τον υπνώτιζε το κρύο βλέμμα του ερπετού. Μετά, βλεφάρισε τον ύπαρχο με κάποιον ακαθόριστα δυσοίωνο τρόπο και μάζεψε τα ζάρια. Τέρμα τα παιχνίδια, έκανε κάπως απότομα, γυρίστε στις δουλειές σας.
     Ο Λευτέρης παραξενεύτηκε από τη συμπεριφορά του καπετάνιου κείνο το βράδυ, μα δεν έδωσε εντέλει και πολλή σημασία. Οι παλιοί θαλασσινοί με τα χρόνια αποκτούν πολλές παραξενιές· είχε ήδη προλάβει κι αυτός ν’ ακούσει κάποιες ιστορίες.
     Μα η συμπεριφορά του πλοίαρχου και του ύπαρχου σάμπως ν’ άλλαξε απ’ την άλλη μέρα, όσο κι αν προσπάθησε να πείσει τον εαυτό του πως ήταν απλώς η ιδέα του. Έγιναν απόμακροι, του απευθύνονταν με τρόπο κοφτό και, λίγο ως πολύ, φαίνονταν να τον αποφεύγουν.
     Σα νέος που ήταν στο καράβι, σκέφτηκε πως δεν ήθελαν να του δώσουν πολύ αέρα και δεν το σύνδεσε με το περιστατικό με τα ζάρια. Όμως θα ’παιρνε όρκο πως τα μάτια τους αγγίζανε την πλάτη του, κάθε που δεν κοιτούσε· τα ’νιωθε να σέρνονται σαν παγερά πλοκάμια στο σβέρκο του, να σκαρφαλώνουν μουλωχτά τη ραχοκοκαλιά του, μα όταν γυρνούσε να δει, όλοι φαίνονταν επιδεικτικά απασχολημένοι με άλλα πράματα.

     Οι μέρες περνούσαν, δίχως τίποτε το ξεχωριστό να συμβαίνει. Το καράβι ήταν παλιό, έτριζε αναφρικιαστικά σαν το ’πιανε η θάλασσα κι υπήρχε πάντα πολλή δουλειά να γίνει στο στόκολο.
     Έτσι, έφτασε η Πρωτοχρονιά, δίχως καλά καλά να το καταλάβει. Κείνη τη νύχτα είχε χασοφεγγαριά κι η θάλασσα ήταν λάδι, μα είχε πέσει ομίχλη, που ’κανε το γέρικο σκαρί να μοιάζει σαν να ’πλεχε στα ουράνια, ανάμεσα στα βλοσυρά σύννεφα.
     Ολάκερο το πλήρωμα μαζεύτηκε στο σαλόνι για το πρωτοχρονιάτικο δείπνο. Έφαγαν βασιλικά, ήπιαν και κόκκινο κρασί, για το καλό του χρόνου. Ο πλοίαρχος ύψωσε το ποτήρι κι έκανε την πρόποση: Ό,τι ανήκει στη θάλασσα, να δοθεί στη θάλασσα. Άπαντες ύψωσαν τα ποτήρια σ’ αυτήν την παράξενη ευχή, που του Λευτέρη του ’φερε μι’ ανατριχίλα σύγκορμη, όπως κι η σκοτεινιά που αντίκρισε στη ματιά του καπετάνιου, την ώρα της γιορτής.
     Δεν είχε βάρδια κείνη τη νύχτα και πήγε στην καμπίνα του ζαλισμένος ελαφρά από το κρασί, κάνοντας σχέδια για τη χρονιά που μόλις είχε αρχίσει.
     Τα χαράματα το πλοίο χτύπησε σε ύφαλο κι άρχισε να μπάζει νερά. Όλοι οι ναύτες πρόλαβαν να επιβιβαστούν στις σκαμπαβίες, εκτός απ’ τον Λευτέρη, που ο υποπλοίαρχος είχε κλειδώσει στην καμπίνα του την ώρα που κοιμόταν…

     Το καράβι δεν βούλιαξε από συντυχιά, αλλά μετά από εντολή της πλοιοκτήτριας εταιρείας, γιατί ήτανε παλιό και κόστιζε πολλά η επισκευή του, ενώ  απ’ την άλλη ήτανε πολύ καλά ασφαλισμένο. Οι ασφαλιστικές πλήρωναν σχεδόν πάντα, όταν σ’ ένα ναυάγιο υπήρχανε θύματα. Άμα διασώζονταν όλοι, όμως, έφερναν προσκόμματα με βάσιμες υποψίες περί δόλιας ενέργειας.
     Οι πλοιοκτήτες, με τη συνενοχή των πλοιάρχων και κάποιων ανώτερων αξιωματικών, φρόντιζαν να θυσιάζουν έναν ναύτη για κάθε πλοίο που βούλιαζαν, για να κάνουν τα ναυάγια πειστικά.
     Προνόμιο του καπετάνιου ήταν να διαλέξει το θύμα αυτής της αποτρόπαιης τελετουργικής ανθρωποθυσίας, που ανάμεσα στους θαλασσινούς έμεινε με το στυγερό όνομα Το αίμα του Λεβιάθαν, του εφιαλτικού δαίμονα του βυθού.

    Είναι γνωστό ότι οι θαλασσινοί αρέσκονται να λένε ιστορίες. Ήταν άραγε αλήθεια, ήτανε ψέμα, δεν μπορώ να κρίνω. Όμως πολλοί καραβοκύρηδες πλούτισαν από τέτοια ναυάγια, πολλοί καπεταναίοι καζάντισαν πιότερα απ’ όσα δικαιολογούσε ο μισθός τους κι οι συμφωνίες που κλείνει ο Μαμμωνάς με τους πιστούς του θέλει πάντα να σφραγίζονται μ’ αίμα.
     Τούτη η ιστορία με τρόμαξε κι από τότε με στοιχειώνει, μολονότι δεν έχει τίποτε το μεταφυσικό ή ανεξήγητο, ίσως ακριβώς γι’ αυτό. Σκέφτομαι τον τρόμο και την απόγνωση, όταν τα νερά αρχίζουν ν’ ανεβαίνουν και βρίσκεις την πόρτα σου κλειδωμένη από τα έξω, κείνη τη φρικαλέα ατέλειωτη στιγμή της συνειδητοποίησης, πως είσαι ήδη νεκρός και κάποιοι άλλοι το ’ξεραν προτού εσύ το μάθεις.
    Μέσα στ’ αυτιά μου αντηχούν ανέλπιδα χτυπήματα σ’ αμπαρωμένη σιδερένια πόρτα, ξεψυχισμένα παρακαλετά στην Παναγιά και μια μονόσερτη πένθιμη οιμωγή που σιγά σιγά σβήνει, καθώς το ατσάλινο κήτος αργοβουλιάζει στην άσπλαχνη αγκαλιά της τρισκότεινης αβύσσου…




Σχόλια

  1. Μακαβρια ιστορια, εχει αυτη την υποκωφη αυρα του τρομακτικου μεχρι να αποκαλυφθει το τελος, θα μπορουσε να ειναι Ποε

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Έχω πράγματι διαβάσει Λοβκραφτ και Πόε, όπως κατάλαβε και ο φίλος μου ο Γελωτοποιός. Αυτό ήταν ας πούμε ένας φόρος τιμής προς τους δασκάλους.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου