Νεκροστάσια




Μια κοινωνία που καταρρέει, μοιάζει λένε με κάποιον που πέφτει από τον εκατοστό όροφο ενός ουρανοξύστη. Πέφτει πέντε ορόφους, κοιτά τριγύρω και λέει: "Εντάξει, δεν πάθαμε και τίποτα". Πέφτει άλλους πέντε και ξαναλέει: "Ε, μέχρις εδώ καλά". Όταν όμως το έδαφος φτάσει πολύ κοντά, αντιλαμβάνεται πως η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη. Και τελικά δεν έχει σημασία η πτώση, αλλά η σύγκρουση...

Κάπως έτσι ξεκινούσε και τελείωνε η ταινία "Το Μίσος"του Ματιέ Κασοβίτς (La Haine, 1995) που άφησε εποχή κι υπήρξε ιδιαίτερα προφητική. Το μίσος που γεννά η φτώχεια κι η καταπίεση, το μίσος που γεννούν το περιθώριο, το αστυνομικό κράτος, τα γκέτο των μεταναστών, το μίσος που γεννά πάνω απ' όλα το αδιέξοδο και το εκρηκτικό μείγμα που φτιάχνει όταν ζυμωθεί με την απελπισία. 

Μια κοινωνία που καταρρέει... Που πέφτει πάνω στα κεφάλια μας μ' έναν πνιχτό γδούπο κι έν' αγκομαχητό καθώς ξεψυχάει. Αυτό που ήταν πριν δυο στιγμές η μάνα μας, ο πατέρας μας, ο παππούς, η γιαγιά, ο φίλος μας, κάποιος στο πιο πίσω στενό, κάποιος στο απέναντι μπαλκόνι καθώς πίναμε άνεργοι τον καφέ μας, αυτό που είχαμε μάθει κάποτε ν' αναγνωρίζουμε ως άνθρωπο κι ως πολίτη, ιερό κι απαραβίαστο, τώρα ένα σακί τσακισμένα κόκαλα. Μονάχα μια μικρή σχισμή στο μέτωπο, για να δραπετεύσει μια σαραβαλιασμένη ψυχή και  να γλιστρήσει λίγο αίμα, σπονδή, που χρόνια ποθούσε να ξεχυθεί στους δρόμους, μα πάντοτε κάτι τελικά το κρατούσε κρύο, ώσπου έπαψε πια να ρέει στις φλέβες και προτίμησε να κυλάει στ' αυλάκια των πεζοδρομίων, ψάχνοντας ντροπιασμένο να βρει στα γρήγορα κάποιον υπόνομο να κρυφτεί.

Άνθρωποι γύρω μας πηδάνε στο κενό. Όποιον κι αν ρωτήσεις, γνωρίζει να σου πει τουλάχιστον μια περίπτωση φίλου, γνωστού ή συγγενή. Κάποτε οι μανάδες λέγανε: "Παιδί μου να πηγαίνεις απ' το πεζοδρόμιο, στο δρόμο θα σε πατήσει αυτοκίνητο". Εδώ θα λένε πια: "Όχι απ' το πεζοδρόμιο παιδί μου, πέφτουν άνθρωποι από κει πάνω". Δεν ξέρω αλήθεια, αν κοιτάζουν μια στιγμή κάτω πριν πηδήξουν, για να μην πάρουν κάποιον άλλον στο λαιμό τους, ή απλά πηδούν όσο πιο γρήγορα μπορούν και με κλειστά τα μάτια, πριν προλάβουν να το μετανιώσουν, ή κάποιος άλλος προκάμει να τους σταματήσει. 

Άνθρωποι που βλέπουν τη ζωή τους να ρημάζεται, τις επιλογές τους να μηδενίζονται, τα περιθώρια να γίνονται πιο λεπτά κι από τσιγαρόχαρτο. Χωρίς μέλλον και μ' ένα παρελθόν που πονά, γιατί άξαφνα αποδείχτηκε μάταιο, άχρηστο κι αλλότριο, σαν να το έζησε κάποιος άλλος, με κάθε μνήμη να γυρνά σα μαχαίρι στην πληγή. Ένα παρόν θλιβερό, γκρίζο, καταθλιπτικό, πνιγηρό, αδιέξοδο. Με τη σαρκοφάγα ενοχή για όλα τα δεινά αυτού του κόσμου εντέχνως φορτωμένη στην καμπούρα τους, κι αυτή όλο να λυγίζει βαριά από ντροπή, που την ενστερνίστηκε για δική της. 

Βλέπουν την κοινωνία να γκρεμίζεται αύτανδρη κι αποφασίζουν να τη μιμηθούν, κατ' εικόνα κι ομοίωση. Οι περισσότεροι απ' αυτούς, έζησαν όλη τους τη ζωή με το φόβο μην τους ακούσουν ή τους δουν οι γύρω, μην και τους σχολιάσουν, όμως επέλεξαν έναν θάνατο αυθάδικα ηχηρό, συνταρακτικό, συμβολικό σε κοινή θέα καταμεσήμερο, σαν μια σιωπηρή διαμαρτυρία που κάνει κυριολεκτικά πάταγο, εξασκώντας το έσχατο δικαίωμα που καμμία εξουσία δεν μπορεί να τους αφαιρέσει, μια λύση του δράματος που λυτρώνει τον καταραμένο ήρωα, ενώ στοιχειώνει για πάντα και καταδυναστεύει τους θεατές του.

Όταν το λογικό κατασιγάσει και κοπούν τα προαιώνια δεσμά των προκαθορισμών του, τότε μέσα του βαθιά βρίσκει την αξιοπρέπεια που οι συμβάσεις κι ο φόβος του 'χανε στερήσει. Γιατί η αξιοπρέπεια δεν είν' ανθρώπινο δικαίωμα αλλά ανθρώπινο γνώρισμα και ξέρει πώς να κάνει αισθητή την παρουσία της, όταν όλα τ' άλλα φαίνονται μικρά, από το ύψος του μοιραίου άλματος. 

Νεκροστάσια τα σπίτια μας, ψυγεία νεκροτομείων οι πόλεις μας, φιλοξενούν νεκρούς που ακόμα ανασαίνουν, τους κρατούν ψύχραιμους, άκαμπτους κι άσηπτους, μέχρι να 'ρθει η ώρα της ταφής τους, της ταφής μας. Μιζέρια, κατάθλιψη, κατατονία, παραίτηση, ενοχή, ντροπή, αδιέξοδο, το άχθος αρούρης που ετοιμάζεται σωρρευτικά να μετρηθεί με την αδυσώπητη επιτάχυνση της βαρύτητας, να διαγράψει την αφεύγατη τροχιά της σύγκρουσης

Αυτός που σαλτάρει με τα μούτρα στο κενό, αφήνει πίσω του συντρίμμια. Παιδιά, γονείς, φίλους. Εκεί που σκάει το βαρύ μολύβι της επίγνωσης, αφήνει κρατήρες όπου οι νοικοκυραίοι σκοντάφτουν, αφήνει αίμα που γλιστρά και κηλιδώνει τη λευκή αδιαφορία, αφήνει σοκ και δέος, γιατί  τώρα πια το ξέρουν όλοι καλά, ο επόμενος μπορεί να είναι κάποιος από μας. Ταράζει τη θαμπή μολυβένια επιφάνεια της μονόδρομης ωμής πραγματικότητας και το σκοτεινό εσωτερικό της νόημα μεταδίδεται σε ομόκεντρους κύκλους όλο και μακρύτερα στο συλλογικό υποσυνείδητο. 

Νιώθω μίσος, οργή, απόγνωση, πνιγμένη κραυγή παντού γύρω μου, να συσσωρεύεται σιωπηλά, σερνάμενη σαν φίδι, που τυλίγει τις σπείρες του όλο και πιο σφιχτά γύρω απ' τις ψυχές. Γροικώ γειτονιές ολάκερες τυλιγμένες στη σιωπή, γύρω απ' το πεδίο βολής της ανθρώπινης βόμβας, αισθάνομαι την ένταση κατά τόπους τόσο πηχτή, που μπορείς να την κόψεις με το μαχαίρι, όχι μ' αυτό που συνηθίζει η κυρία Αρβελέρ να αλείφει το βούτυρο στο παντεσπάνι της, αλλά μ' εκείνο το δίκοπο που ξεσκίζει τα σωθικά, επιτακτικό σαν την ανάγκη. 

Θε να ξεσπάσει τυφλό, βίαιο, βάναυσο, μοβόρικο, απάνθρωπα ανθρώπινο, τρομαχτικό σαν υπέρθερμος ατμός υπό πίεση, που τινάζει στον αέρα σκουριασμένες σωλήνες κι υψώνεται στα ουράνια σαν το τζίνι της Ιερής Εκδίκησης, σα χείμαρρος σε καμένη βουνοπλαγιά, σαν παλιρροϊκό μαύρο τείχος θάλασσας που υψώνεται να καταπιεί τον πολιτισμό του Μινώταυρου. Φοβού τους ταπεινούς, μα πιο πολύ φοβού τους πράους. Η σύγκρουση είναι πράγματι αναπόφευκτη...




Αφιερωμένο στη Βαρβάρα Αργυρίου (R.I.P.) και στον φίλο μου Πέτρο...





Σχόλια