Μια Πολεμική Σαπουνόπερα






Της καρδιάς μου βασιλιά
μην περνάς τη χαρακιά


Κείνο το βράδυ, ο δρόμος μάς έφερε στην Κοζάνη. Κονέψαμε σ’ ένα φιλικό σπίτι. Όλα πηγαίναν πρίμα. Τα εμπορεύματα πουλιόντουσαν σα φρέσκα ψωμάκια, βαρύ χαρτί γέμιζε το παντελόνι, τα χιλιόμετρα κυλούσανε με γέλιο και τραγούδι.

Το φιλόξενο σπιτικό, μια παραδοσιακή χωριάτικη κατοικία, χτισμένη γύρω από μια αυλή με πλινθόχτιστο τοίχο. Ο στάβλος, οι αποθήκες, το κοτέτσι, το μαγεριό κι ο απόπατος χωριστά από τα δωμάτια. Με μια ελαφριά μυρωδιά κοπριάς, άχυρου κι ασβέστη, καθαρό και νοικοκυρεμένο, πανέμορφο σε σύγκριση με το στενάχωρο ανήλιαγο διαμέρισμα της πόλης με τα πνιγερά ντουβάρια.

Απ’ το μαγεριό αναδινότανε μια θεσπέσια μυρουδιά, που ’κανε τα σάλια να τρέχουν και την κοιλιά να γουργουρίζει. Σπιτίσιος κόκορας σούπα, με φρεσκοψημένο χωριάτικο ψωμί. Πρώτη φορά δοκίμασα κοκόρι κι ήτανε το πιο νόστιμο που ’φαγα ποτέ.

Όλα ήταν ειδυλλιακά, όπως στ’ αμερικάνικα έργα, λίγο προτού ξεσπάσει κόλαση απάνω στ’ ανύποπτα κεφάλια των ηρώων.

 

Το πρωινό ξύπνημα σκόρπισε σαν κομφετί τη χαλαρή κι ευχάριστη διάθεση που συνόδεψε τον βραδινό ύπνο. Ήταν 20 Ιουλίου 1974. Οι μεγάλοι έμοιαζαν συγκλονισμένοι και τα ραδιόφωνα έπαιζαν μονάχα εμβατήρια, που όλοι τα ’χανε γι’ άσκημα μαντάτα. Η ταραχή διάχυτη, κάθε χαρά είχε εξατμιστεί όπως η ευωδιά της χτεσινοβραδινής σούπας.

Η τρομαχτική λέξη πετάριζε στα χείλη ολονών, Πόλεμος, παρέα με την άγνωστη και βλοσυρή Επιστράτευση. Γρήγορα έπιασα το νόημα. Ο πατέρας θα πήγαινε στον πόλεμο κι ίσως δε θα γύρναγε ποτέ ή μπορεί να ’ρχόταν πίσω μ’ ένα πόδι λιγότερο, όπως ο παππούς μου απ’ αλβανικό μέτωπο, το ’41.

Οι πολεμικές ταινίες ποτέ δε μ’ άρεζαν, ούτε και σήμερα μ’ αρέσουν, μα είχα ήδη προλάβει να δω αρκετές, που γυρίζονταν με το τουλούμι στα χρόνια της εθνοσωτήριου. Δεν μπορούσα να ξεκολλήσω το μυαλό μου απ’ τις μαύρες σκέψεις, για όσα έμελλαν να γίνουν. Η ζωή μου μπατάρισε απότομα, βάναυσα, απ’ τη μια στιγμή στην άλλη. Οι καλές ταινίες έχουν πάντα ανατροπές κι είν’ αυτό ευχάριστο, φτάνει να ’σαι μονάχα θεατής.

Καβαλήσαμε απρόθυμοι το φορτηγάκι με την ακόμα μισοπουλημένη πραμάτεια και πήραμε πετροκαρδισμένοι το δρόμο της επιστροφής. Μα δε θύμιζε σε τίποτα τις ανέμελες διαδρομές που αγαπούσα. Οι στενές δημοσιές ήταν κατάμεστες από κάθε είδους οχήματα, που σχημάτιζαν αργοκίνητα θρηνητικά καραβάνια.

Η γενιά που η πατρίς καλούσε στα όπλα είχε μεγαλώσει στη σκιά της Κατοχής και του Εμφύλιου, οι μνήμες ακόμα νωπές, οι εξιστορήσεις των γονιών τους ολοζώντανες κι οι ψυχές βούλιαζαν στον τρόμο. Τον έβλεπες να πετάει σα μακάβριο όρνεο απάνω απ’ το κοπάδι των άψυχων κι αγέλαστων προβάτων, που τα σαλαγούσε το κάλεσμα του Πεπρωμένου.

Το ραδιόφωνο συνέχιζε να παίζει εμβατήρια κι αραιά και πού κάποια ανακοινωθέντα, με κείνη την ξύλινη ανατριχιαστική φωνή, πατριωτικά, δήθεν εμψυχωτικά, σίγουρα καταθλιπτικά, για το αδούλωτο πνεύμα των Ελλήνων κι άλλες ματαιόσπουδες φανφάρες.

Η μάνα ράκος, δεν την είχα δει χειρότερα. Ο πατέρας πάσκιζε να την καθησυχάσει. Της υποσχόταν ότι θα γυρίσει σώος κι αβλαβής, πως αν το πράμα χόντραινε θα φρόντιζε να ξαναχτυπήσει σε κάποιον παλιό τραυματισμό στο γόνατο, να βγει ανίκανος· ότι δεν πίστευε ούτε στιγμή τα ψέματα περί πατρίδας και θρησκείας, που εκτόξευαν με στόμφο άνθρωποι πατριδοκάπηλοι κι αθεόφοβοι.

Ένιωθα ένα παγερό μούδιασμα, σα να προσπαθούσα ν’ αποστασιοποιηθώ, να καμωθώ πως όλα τούτα συνέβαιναν κάπου αλλού, ίσως σε κάποια απ’ τις φριχτές ελληνικές ταινίες, όπου οι πατεράδες αποχαιρετούσαν τα παιδιά τους και στο επόμενο πλάνο μια μαυροφόρα θρηνούσε, μ’ ένα χαρτί στο χέρι. Ξεχάστηκα να χαζεύω έξω απ’ το παράθυρο το καραβάνι των απελπισμένων και τις τραγικά ανέκφραστες μαγκωμένες φυσιογνωμίες.

Στη γέφυρα του Αξιού το πράμα έφτασε σ’ ένα κρεσέντο, θαρρείς σκηνοθετημένο. Ο μοναδικός δρόμος περνούσε από μια σιδερένια στρατιωτική γέφυρα, κατασκευασμένη απ’ τους Άγγλους το ’45. Τ’ απομεινάρια της υπάρχουν ακόμα, στην άκρη του δρόμου προς Γιαννιτσά. Είχε μια και μόνη λωρίδα κυκλοφορίας για τις δυο κατευθύνσεις και φυσικά το θλιμμένο καραβάνι μποτιλιαρίστηκε για τα καλά. Κάναμε ώρες, σερνάμενες και τυραννικές, για να περάσουμε· κανείς δεν είχε διάθεση να τη διασχίσει.

Η διάσχιση ενός ποταμού, με γέφυρα ή με βαρκάρη, συμβολίζει απ’ την αρχαιότητα τη μετάβαση στο βασίλειο των νεκρών κι ο χαοτικός σκηνοθέτης δεν αντιστάθηκε στον πειρασμό να μοντάρει λίγα σχετικά πλάνα στην πολεμική του υπερπαραγωγή.


Αφήσαμε το εμπόρευμα στην αποθήκη και γυρίσαμε σπίτι. Η γειτονιά έρημη, ήταν ακόμα μέρα. Ο πατέρας παρκάρισε το φορτηγάκι έξω απ’ το σπίτι, άφησε τα κλειδιά του αυτοκινήτου και μερικά λεφτά στο τραπεζάκι του χολ, μάζεψε μια μικρή βαλίτσα, μας φίλησε κι έφυγε. Τον κοιτούσα απ' το μπαλκόνι, μ’ ένα αίσθημα απόγνωσης κι ανημπόριας, ν’ απομακρύνεται με βήμα σταθερό, να μικραίνει και να χάνεται πίσω από την επόμενη γωνία. Κρατήθηκα μην κλάψω, επιστράτεψα κι εγώ όσα αποθέματα αισιοδοξίας μου ’χαν απομείνει· τα παιδιά διαθέτουν μπόλικα.

Την πρώτη βραδιά της επιστράτευσης δεν τη θυμάμαι καθόλου. Μάλλον θα ’χα σοβαρούς λόγους για να την απωθήσω στον κάδο ανακύκλωσης του αδέσποτου μυαλού μου.

Τ’ άλλο πρωί, πήραμε λεωφορείο για τη Δυτική Θεσσαλονίκη. Πήγαμε ν’ αποχαιρετίσουμε τον πατέρα, που απ’ το τοπικό στρατολογικό κέντρο θα τον φόρτωναν σε τρένο για τον Έβρο.

Στο μεταγωγών, ένα απέραντο στρατόπεδο με γραμμές τρένου, είχε γίνει λαϊκό προσκύνημα. Γυναίκες έκλαιγαν στις αγκαλιές των ανδρών, των γιων και των αδερφών τους, άλλες προσπαθούσανε να τους δώσουν κουράγιο· άνδρες μ’ αγριεμένα βλέμματα, βαριά από ζοφερές σκέψεις, επιταγμένα οχήματα, στρατιώτες που προσπαθούσαν να κανονίσουν τα δρομολόγια και να επιβιβάσουν τους επίστρατους, που ήταν ακόμα με τα πολιτικά. Δεν είδα τον πατέρα με στολή.

Μες στο πλήθος βρήκαμε κι έναν θειο της μάνας μου, που ’παιρνε κι αυτός τον ίδιο δρόμο. Διάχυτη συγκίνηση, παραζάλη, ένα πολύβουο πανδαιμόνιο, ένα παρανοϊκό τσίρκο με κλόουν που γελούσαν κλαίγοντας κι έκλαιγαν γελώντας.

Τις επόμενες μέρες, η μάνα έμοιαζε θηρίο στο κλουβί. Στον πόλεμο, έλεγε, οι κάτοικοι της πόλης δεινοπαθούνε πιο πολύ κι ήθελε να με πάρει να πάμε στην Ολυμπιάδα, το χωριό της γιαγιάς μου.

Κι οι μπακάληδες της γειτονιάς, έλεγε κι έψεγε, με την παράδοση του κατοχικού μαυραγορίτη ακόμα νωπή και τ’ αντανακλαστικά κοφτερά, είχαν αρχίσει να κρύβουν αγαθά, να δημιουργούν δηλαδή τεχνητή έλλειψη, για ν’ αυγατίσουν το κεμέρι την ώρα της ανάγκης των άλλων. Κι οι πολίτες σαν τα γαλιά, σχολίαζε με τις φιλενάδες της στο τηλέφωνο, είχαν ορμήσει ν’ αρπάξουν απ’ τα μπακάλικα ό,τι μπορούσανε να κουβαλήσουν.

Μα πώς να πάμε στο χωριό, που κείνη δεν ήξερε να οδηγεί κι οι συγκοινωνίες είχαν διαλύσει απ’ την επιστράτευση. Κοιτούσε τα κλειδιά του Χόντα, άπραγα στο τραπεζάκι του χολ, και οίκτιρε τον εαυτό της, που δεν είχε φροντίσει να μάθει οδήγηση, κι ας μην ήταν καθόλου συνηθισμένο για μια γυναίκα της εποχής. Υποσχέθηκε στον εαυτό της πως, σαν θα περνούσαν όλ’ αυτά, θα πήγαινε να μάθει. Προηγουμένως δεν είχε καν φανταστεί τον εαυτό της στη θέση του οδηγού. Τήρησε την υπόσχεση, όπως το ’χε συνήθειο.

Ξεμείναμε έρμαια των καταστάσεων και περιμέναμε μοιρολατρικά ό,τι έμελλε να συμβεί. Από τότε τής έμεινε να ψωνίζει σε ποσότητες κατοχικές, να διατηρεί πάντοτε αποθέματα. Πέντε χρόνια αφότου έφυγε, ακόμη χρησιμοποιούσα το δικό της κορνφλάουρ.

Άκουγα να λεν πως ο πατέρας πήγε στο Μέτωπο, άλλες φορές ότι τον είχανε στον Έβρο. Κι εντάξει το Μέτωπο, αλλά το Νεύρο; Απόρησα κι εγώ, για ποιο λόγο ονομάζουν το πεδίο του πολέμου με ονόματα που παίρνουν απ’ τ’ ανθρώπινο σώμα. Φανταζόμουν πως οι Τούρκοι θα ’χανε στρατοπεδέψει στο Πόδι κι ότι η μάχη θα δινόταν κάπου ανάμεσα στην Καρδιά και στο Στομάχι και ρώτησα τη μάνα μου σοβαρά σοβαρά. Το παιδικό παράκουσμα τη διασκέδασε, μου άρεσε και μένα που την έκανα και γέλασε.

Μα το ίδιο βράδυ, βρήκαν πάλι τρόπο να μας κόψουν το χαμόγελο. Άξαφνα μες στη νύχτα, κατά τις δέκα, αρχίσαν να χτυπούν όλα τα θυροτηλέφωνα στη γειτονιά. Η μάνα απάντησε κι έμεινε με το στόμα ορθάνοιχτο. Μια γκεσταμπίτικη φωνή, μου ’πε, γάβγισε ξερά «Συσκότιση», κι άλλη άγνωστη λέξη. Έπρεπε, λέει, να σβήσουμε αμέσως όλα τα φώτα.

Άσπρισε απ’ το φόβο της καθώς μου τα ’λεγε. Δεν πολυκατάλαβα. Μου εξήγησε πως μπορεί να γίνει αεροπορικός βομβαρδισμός, έτσι της τα ’χαν διηγηθεί οι γέροι της, απ’ την Κατοχή. Κοψοχολιασμένη, έσβησε τα πάντα, εκτός από ένα μικρό πορτατίφ στο υπνοδωμάτιο, που το ’χε σκεπάσει με μια πράσινη μαντήλα για τα μαλλιά.

Μείναμε για ώρες σωριασμένοι στο πάτωμα, δίπλα στο κρεβάτι, μες στις πρασινωπές σκιές. Με κρατούσε στην αγκαλιά της κι έκλαιγε, και προσευχότανε, κι ας μην ήταν θρήσκα. Ήταν οι πιο σκοτεινές και δραματικές ώρες της ζωής μου. Και για το τίποτα. Δεν έγινε το παραμικρό, εντέλει, κι η συσκότιση σταμάτησε, με άδεια της γκεσταμπίτικης φωνής από το θυροτηλέφωνο.

Αργότερα διαδόθηκε, δεν ξέρω αν είναι αλήθεια, πως απ’ τους δρόμους της πόλης περνούσαν φέρετρα στρατιωτών που ’χαν σκοτωθεί στην Κύπρο και τα ’φεραν με πλοίο στο λιμάνι. Το καθεστώς έστησε όλη τούτη την παράτα για να περάσουν απαρατήρητα, με την παλιά καλή μέθοδο της στρουθοκαμήλου.


[συνεχίζεται...]

Σχόλια