Η Βασίλισσα των Ράβδων



βιωματικό αφήγημα



Γνώρισα τη Βασίλισσα των Ράβδων, μέσα σ’ ένα όνειρο, ένα από τα πιο έντονα που είχα στη ζωή μου. Εκείνη τη μέρα είχα μόλις χάσει ένα παιδί, που το περίμενα με χαρά. Αποβλήθηκε κατά το πρώτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης. Μόλις είχαμε γυρίσει από διακοπές…

Φύγαμε από την κλινική σαν να μην έτρεχε τίποτε -ο γιατρός είχε κάνει εξαιρετική δουλειά- κι όλα φαίνονταν καλά στην επιφάνεια, ήδη σκεφτόμασταν την επόμενη μέρα. Κάπου στο βάθος όμως, μια γκρίζα σιωπηλή θλίψη άπλωνε κι έσφιγγε την καρδιά μου, βουβά, πνιχτά, υποχθόνια, σχεδόν ανεπαίσθητα. Ήθελα πολύ ένα ακόμη παιδί -πάντοτε το ‘θελα- κι αισθανόμουν πως αυτή ήταν η τελευταία μου ευκαιρία. Εκείνη είχε πιάσει πλέον τα σαράντα κι οι χρωμοσωμικές ανωμαλίες που χρησιμοποίησε το λογικό μου για να κατασιγάσει την απογοήτευση ή τις τύψεις, είχαν εξίσου λογικά υψηλή πιθανότητα να εμφανιστούν, σ’ αυτήν την ηλικία. Ξεκινούσε και το διδακτορικό της, ένιωθα πως δεν θα συνέβαινε ξανά ποτέ κι αυτό το ποτέ είναι πολύ πικρό στη γεύση, πέρα από το χαρακτήρα ύβρεως που εμπεριέχει, η οποία το κάνει τόσο θελκτικό ως σκέψη, σε πρώτη ζήτηση. Όμως εμένα ο ρόλος μου ήταν να συμπαρασταθώ στη γυναίκα, που είχε περάσει από μια χειρουργική επέμβαση κι είχε ν’ αντιμετωπίσει το ορμονικό hangover που προκαλεί η απότομη διακοπή της κύησης, να την κάνω να αισθανθεί καλά κι όχι να της φορτώσω και τη δική μου θλίψη. Κατάφερνα μέχρι και να αστειεύομαι, να την κάνω να γελάει, «εντάξει θα το ξεπεράσω κι εγώ, δεν είμαι δα και του θανατά», είπα στον εαυτό μου και σχεδόν τον έπεισα…

Έπεσα στο κρεβάτι με το μυαλό μου κενό και την καρδιά μου ουδέτερη. Η θλίψη και η ανακούφιση, η ανάταση των διακοπών και η απογοήτευση της απώλειας, η σκιά του ανεκπλήρωτου και η αίσθηση του αναπόφευκτου, η αυτοεκπλήρωση μέσω της τεκνοποίησης και η αυτοεπίτευξη της εκτέλεσης του κοινωνικά αποδεκτού αντρικού και συζυγικού ρόλου, συναντήθηκαν σαν ρεύματα ισοδύναμα κι εξουδετέρωσαν το ένα τ’ άλλο, παράγοντας κατά σύμπτωση αυτό που οι Μύστες ονομάζουν «Εσωτερική Σιωπή». Λένε πως αυτού του είδους η Σιωπή του Αρποκράτη, βοηθάει το Μάγο να συντονιστεί ευκολότερα με άλλες διαστάσεις, μέσω του ονειρέματος. Ίσως μια στιγμή τυχαίας Εσωτερικής Σιωπής, να οδήγησε και το δικό μου βήμα στον ονειρόκοσμο…

Βρισκόμουν μέσα σε μια συγκεκριμένη παλιά πολυκατοικία, ένα κτίριο γραφείων στην οδό Αριστοτέλους της Θεσσαλονίκης, που είχα παλιότερα επισκεφτεί για κάποιο λόγο, στη δική μας πραγματικότητα. Στεκόμουν λοιπόν μπροστά στο πανάρχαιο ασανσέρ, στο ισόγειο του κτηρίου, όταν είδα στη δεξιά του πλευρά μια ορθάνοιχτη σκοτεινή πόρτα, με σκαλιά που οδηγούσαν στο υπόγειο. Μια αλυσίδα με ανοιχτό λουκέτο, κρεμόταν από την σιδερένια πόρτα με το διχτυωτό από χοντρά σύρματα, σαν κάποιος να την είχε ξεκλειδώσει μόλις εκείνη τη στιγμή. Ένιωσα έντονη περιέργεια και χωρίς να το σκεφτώ μπήκα μέσα στο σκοτεινό παραλληλόγραμμο, ενώ το φως της εισόδου του κτηρίου, μου αχνοφώτιζε τα πρώτα σκαλοπάτια προς τα κάτω. Σύντομα έμεινα στο απόλυτο σκοτάδι, όμως ψηλαφιστά συνέχιζα να κατεβαίνω, μέχρι που στάθηκα στο βάθος του υπογείου. Βρέθηκα να στέκομαι πίσω απ’ το φρεάτιο του ασανσέρ, όταν ξαφνικά παρατήρησα στον τοίχο μπροστά μου, ελαφρώς πιο γκρίζα από το κατάμαυρο φόντο της, μια μικρή πόρτα που δεν έφτανε μέχρι το έδαφος, αλλά το κατώφλι της βρισκόταν περίπου μισό μέτρο πάνω από το τσιμεντένιο πάτωμα. Άπλωσα το χέρι, έπιασα το χερούλι και την άνοιξα…

Μέσα στο απόλυτο σκοτάδι του υπογείου, ξεχύθηκε άξαφνα μια πράσινη και γαλάζια λάμψη, που με χτύπησε κατάστηθα και θάμπωσε τα μάτια μου. Μόλις συνήλθα απ’ την έκπληξη και τα μάτια προσαρμόστηκαν, κοίταξα επιφυλακτικά μέσα απ’ το εκθαμβωτικό πλαίσιο και είδα έναν άλλο κόσμο ν’ ανοίγεται μπροστά μου. Ένα απέραντο πράσινο χλοερό λιβάδι ανοιγόταν όσο έφτανε η ματιά μου κι ένα ασυννέφιαστο γαλάζιο στερέωμα έλαμπε μ’ ένα υπέρλαμπρο φως, που έκανε τον πελοποννησιακό καλοκαιριάτικο ουρανό των διακοπών μου, να φαντάζει σαν ομιχλιασμένο δρομάκι του Λονδίνου. Ήλιος δεν φαινόταν πουθενά, αλλά το φως έμοιαζε να έρχεται από όλα τα σημεία του ορίζοντα, με την ίδια ένταση. Πρόσεξα πως δεν φαινόταν πουθενά η σκιά μου. Η αίσθηση του ορίζοντα ήταν κατά κάποιον τρόπο παραμορφωμένη, σάμπως στην πραγματικότητα να μην υπήρχε καν, λες κι η γη ήταν επίπεδη. Ο νους μου μαγνητίστηκε αναπόδραστα και πέρασα ολόκληρο το κορμί μου μέσα από τη μικρή τετράγωνη πόρτα, η οποία από την άλλη πλευρά ακουμπούσε ακριβώς στο έδαφος.

Μια απαλή αύρα χάιδευε το πρόσωπό μου κι έκανε το ψηλό χορτάρι να γέρνει προς τη μεριά μου. Άρχισα να περπατώ ίσια μπροστά από την πόρτα –ή μήπως έπρεπε να πω «πύλη»;- αφού δεν ήταν εύκολο να προσδιορίσω την έννοια της κατεύθυνσης με άλλο τρόπο. Σύντομα εμφανίστηκαν στο διάβα μου υπέροχα μεγάλα και μικρά λουλούδια, με χρώματα ρευστά, φωτεινά κι έντονα, που θα μπορούσαν να προκαλέσουν φωτοεπιληψία σε μικρά απονήρευτα Γιαπωνεζόπουλα, μια ευωχία από γλυκές οσμές που απλώνονταν γύρω μου παντού, το απαλό, γοητευτικό, υπνωτικό θρόισμα, η - σαν καλωσόρισμα- ήρεμη κίνηση των κεφαλιών τους, ζωντανεμένα από το απολαυστικό χαϊδολόγημα της αύρας, η βελούδινη και μεταξένια υφή στ’ ακροδάχτυλα, όλα μαζί αιχμαλώτιζαν τις αισθήσεις μου με τρόπο εκστατικό κι η σκέψη μου είχε και πάλι σιγήσει. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ήταν μια από τις ελάχιστες φορές, που μέσα σε όνειρο ένιωσα οσφρητικά ή γευστικά ερεθίσματα. Ήταν σαν να βρέθηκα ξαφνικά μέσα σε μια περίτεχνη και λεπτοφυή περιγραφή της Χώρας των Ξωτικών του Λόρδου Ντάνσανυ. Σαν να είχε περάσει κι αυτός πριν από καιρό, από την ίδια πύλη…

Συνέχισα να περπατάω, ώσπου στο βάθος άρχισα να βλέπω κάτι σαν ανθρώπινη κατασκευή να σχηματίζεται, η πρώτη ένδειξη ότι σ’ εκείνον τον τόπο βρισκόταν οποιοσδήποτε άλλος εκτός από μένα. Φαινόταν να είναι κοντά, όμως η προοπτική σ’ εκείνον τον τόπο ήταν παράξενη κι απατηλή, έτσι περπάτησα αρκετά ακόμη, μέχρι να δω από σχετικά κοντά τι ακριβώς ήταν. Μια ξύλινη εξέδρα, βαμμένη μ’ ένα απαλό κι αχνό, φιλντισένιο λευκό, που ερχόταν σε αντίθεση με τ’ απαστράπτοντα χρώματα του φόντου, τα οποία φαινόταν σαν να τ’ απορροφάει. Είχε ξύλινες κολώνες και ουρανό, απ’ όπου κρέμονταν αραχνοΰφαντα τούλια, ριγμένα με τέχνη και συνάμα με ανεμελιά και ήταν ολόκληρη στολισμένη με άνθη κερασιάς κι αγριολούλουδα με αχνές γήινες αποχρώσεις.

Στο κέντρο της εξέδρας βρισκόταν ένας απλός κι απέριττος ξύλινος θρόνος κι επάνω του είδα να κάθεται μια κοπέλα. Ήταν ξανθή με μαύρα μάτια, ντυμένη μ’ ένα απλό, απαλό και λεπτοϋφασμένο λευκό φόρεμα, με μια ελαφριά, υφασμάτινη, κόκκινη κάπα περασμένη στους ώμους της, δεμένη μπροστά στο λαιμό της. Δεν φορούσε κοσμήματα, ενώ στο ξανθό κεφάλι της ήταν περασμένο ένα στεφάνι από κόκκινες παπαρούνες. Ήταν πολύ όμορφη, με μια αγνή και τέλεια ομορφιά κι έδειχνε πολύ νέα, σχεδόν έφηβη, όμως στα μάτια της φαινόταν η αχλή πανάρχαιας σοφίας και στα χείλη είχε ένα ανεπαίσθητα ειρωνικό μειδίαμα, το οποίο τόνιζε ακόμη περισσότερο την αντίθεση της γνώσης που αυτό φανέρωνε, με το αθώο κοριτσίστικό της πρόσωπο. Στο αριστερό της χέρι κρατούσε ένα ραβδί, ενώ με το δεξί χάιδευε μια πανέμορφη λεοπάρδαλη με στιλπνό τρίχωμα, που καθόταν τεμπέλικα στα πόδια της κι απολάμβανε νωχελικά το χάδι της.

Πριν προλάβω να πλησιάσω περισσότερο ή ν’ αρθρώσω λέξη, η κοπέλα έσκυψε προς τη λεοπάρδαλη, η οποία σήκωσε το κεφάλι της σε ανταπόκριση της κίνησης κι όρθωσε τ’ αυτιά της για ν’ ακούσει εκείνο που η κυρά της ψιθύριζε. Κατόπιν, η κοπέλα γονάτισε μπροστά στο θρόνο και φίλησε το ζώο στο στόμα. Αμέσως ο αίλουρος τινάχτηκε από την εξέδρα κι άρχισε να τρέχει με μεγαλόπρεπη αέρινη χάρη προς το μέρος μου, ενώ η κυρά του είχε σηκωθεί κι εκείνη ορθή και παρακολουθούσε σιωπηλά. Το αίμα μου πάγωσε και δεν πρόλαβα να κινηθώ απ’ τη θέση μου, ενώ δεν μπορούσα την ίδια στιγμή να μη θαυμάσω μουδιασμένος την κομψή κίνηση της κούρσας του αγέρωχου ζώου. Εκείνο έφτασε κοντά μου, σηκώθηκε στα πισινά του πόδια και με τα μπροστινά με χτύπησε στο στήθος, ρίχνοντάς με ανάσκελα στο έδαφος. Ένιωσα το χορτάρι δροσερό κι απαλό ν’ αγγίζει -θα έλεγες με στοργή- το δέρμα των χεριών μου, ενώ ο αίλουρος κινήθηκε προς το μέρος μου, πλησίασε το μουσούδι του στο στόμα μου και μου έδωσε ένα φιλί στα χείλη, πατώντας τα μπροστινά του πόδια στο στήθος μου. Μέσα στην ανήμπορη έκπληξή μου, καθηλωμένος κι ακόμη τρομαγμένος, παρατήρησα ότι το στόμα του θηρίου ανέδιδε μια γλυκιά οσμή από λουλούδια και σκέφτηκα πως αυτή ήταν η ανάσα της κυράς του.

Η λεοπάρδαλη αποσύρθηκε κι εγώ κατάφερα να σταθώ και πάλι στα πόδια μου. Τότε είδα την κυρά να με κοιτάει στα μάτια κι άκουσα την απαλή και σαγηνευτικά θηλυκή φωνή της, καθάρια και κελαρυστή σαν νάμα, να μιλάει απευθείας μέσα στο κεφάλι μου, χωρίς να κινεί τα χείλη της. «Το παιδί που έχασες ήταν αγόρι και λυπάμαι πολύ», την άκουσα να λέει, «όμως εδώ έχουμε ένα πρόβλημα. Το αγόρι σε έχει επιλέξει για γονιό του (είπε «σε» κι όχι «σας», πράγμα που πρόσεξα εκείνη τη στιγμή) και αρνείται πεισματικά να επιστρέψει πίσω σε μας. Είπε ότι θα παραμείνει κοντά σου, μέχρι να του ξαναδοθεί η ευκαιρία να σε συναντήσει»…

Εκείνη τη στιγμή, τα πάντα σκοτείνιασαν και βρέθηκα μετέωρος στα σύνορα των δύο κόσμων, του ονειρικού και του πραγματικού, για λίγες ατελείωτες στιγμές, ή εάν θέλετε κλάσματα νευροσυναπτικού χρόνου με απροσδιόριστη διάρκεια. Άνοιξα τα μάτια μου, κοίταξα το δωμάτιο και τότε είδα μια ακαθόριστη αντρική σιλουέτα να κάθεται στο κρεβάτι, δίπλα στα πόδια μου. Αισθάνθηκα το βάρος του να βαθουλώνει το στρώμα κι έτσι να έλκει τα πόδια μου προς το μέρος του. Ένα απέραντο κι αβάσταχτο συναίσθημα με κατέκλυσε, τρόμου, αγωνίας και συνάμα αγάπης κι άπλωσα το χέρι για ν’ αγγίξω τη θολή του σκιά. Εκείνος τότε εξαφανίστηκε, όμως είδα για λίγο ακόμη το βαθούλωμα του κορμιού του στο στρώμα. Μετά ξαναείδα τη σκιά του να ξεθωριάζει και κάτι σαν τη φωτεινή κηλίδα που στιγμάτιζε για λίγο τις οθόνες των παλιών ασπρόμαυρων τηλεοράσεων όταν τις έκλεινες, πετάρισε για μερικές ακόμη στιγμές στο δωμάτιο, ώσπου χάθηκε κι αυτή πίσω από το σκοτεινό όγκο της ντουλάπας, ενώ το σώμα μου είχε ανασηκωθεί και καθόμουν στο κρεβάτι. Πετάχτηκα όρθιος, ταραγμένος και μάλλον σοκαρισμένος και κοίταξα μέσα από τις γρίλιες τον έξω κόσμο, όπου μόλις είχε αρχίσει να χαράζει λίγο γκρίζο φως στον ανατολικό ορίζοντα…

Ήταν το πιο όμορφο, φωτεινό, μεγαλόπρεπο και παράξενο όνειρο που είδα ποτέ μου, ένα απ’ τα πλέον τρομερά και ζωντανά, κι ήταν επίσης η μοναδική φορά που και με ανοιχτά τα μάτια είδα μια άκρη του ονειρόκοσμου να διεισδύει στη δική μας συναινετική πραγματικότητα. Θα μπορούσε κανείς να το αποδώσει σε τύψεις, σε ευσεβείς πόθους, ίσως και σε εσωτερικό αυτολιβάνισμα, να θέλω να πιστεύω ότι είμαι κι εγώ σε κάτι «ο εκλεκτός». Η αλήθεια είναι ότι αρχικά έτσι το εξέλαβα κι εγώ, αν και η συνοχή κι η συνέπειά του, ήταν μοναδικές και πρωτόγνωρες για αυτοψυχαναλυτικό όνειρο, από τα πολλά που έχω δει και που όλα είχαν πολύ διαφορετική χροιά από αυτό. Άλλωστε τα περισσότερα από εκείνα τα έχω πια ξεχάσει, όμως τούτο κοσμεί τη μνήμη μου, τόσο δυνατό, όσο και οι σημαντικότερες αναμνήσεις από την πραγματική ζωή.

Όπως και να ‘χει, εγώ εκείνη την εποχή δεν γνώριζα τίποτε για την Αρκάνα, δεν είχα ασχοληθεί ποτέ μαζί της, όσο για τον Άλιστερ Κράουλυ, είχα ακούσει μόνο ένα γνωστό heavy metal τραγούδι κι είχα διαβάσει γι’ αυτόν μονάχα περί της κακής του φήμης, όπως ο περισσότερος κόσμος. Έτσι, δεν είχα καμμία συναίσθηση ότι η κοπέλα με τη λεοπάρδαλη ήταν η απεικόνιση της Βασίλισσας των Ράβδων, ειδικά στην Αρκάνα του Κράουλυ! Δεν είχα ιδέα ποια ακριβώς μου είχε μιλήσει, απεναντίας πίστευα ότι ήταν κάποια κυρά των ξωτικών, ξεσηκωμένη μέσα από τα βιβλία fantasy που είχα κατά καιρούς ξεκοκαλίσει. Ίσως να μπορείτε να αντιληφθείτε την χάσκουσα απορία που με κατέλαβε περισσότερα από επτά χρόνια αργότερα, όταν φυλλομετρώντας την Αρκάνα του Κράουλυ, έπιασα στα χέρια μου την κάρτα της Βασίλισσας των Ράβδων. «Την ξέρω αυτήν, την έχω δει σε όνειρο, χρόνια πριν, μου έχει μιλήσει…», άρχισα να φωνάζω μπροστά στην έκπληκτη φεγγαροκόρη που αργότερα αγάπησα.

Πώς μπορούσα να γνωρίζω ένα τόσο συγκεκριμένο σύμβολο χωρίς να το έχω δει ποτέ; Από πού ήρθε αυτό το όραμα και τι ήθελε στ’ αλήθεια από εμένα; Τι σήμαινε εκείνο το φιλί που μου έστειλε με το στόμα του θηρίου; Ίσως ο πλουμιστός θίασος των Αρχετύπων της Αρκάνας, μέσα στον άφθαρτο κι άχρονο Χώρο των Ιδεών στον οποίο κατοικούν, να γνώριζαν πως κάποτε οι δρόμοι μας θα συναντιόνταν και με παρακολουθούσαν από το παρελθόν του δικού μας χρόνου, που δεν είναι ούτε μια στιγμή μέσα στο δικό τους Αιώνιο Τώρα. Ίσως η Βασίλισσα να ήρθε να με βρει, επειδή ο Πρίγκιπας των Ράβδων -η κάρτα που αντιστοιχεί, όπως διαπίστωσα αργότερα, στον δικό μου χαρακτήρα- είναι ο γιος της κι εκείνη ένιωσε πως έπρεπε να με συμβουλεύσει, τρυφερά σαν μητέρα, αν και με τον κάπως σαδιστικό τρόπο που αρμόζει σε μια Αρχόντισσα του Πυρός. Δεν γνωρίζω εάν η υπόσχεση που μου έδωσε η Βασίλισσα των Ράβδων κάποτε πραγματοποιηθεί, ή αν στο μεταξύ εγώ έκανα κάποια πράξη, παράλειψη ή επιλογή, που να έστρεψε τη ζωή μου προς κάποιο άλλο νήμα του χαοτικού υφαντόκοσμου των εναλλακτικών συμπάντων. Μέχρι στιγμής πάντως, έχω φροντίσει συνειδητά να το αποφύγω, όμως αυτό απ’ το οποίο τρέχεις να ξεφύγεις, βρίσκεται πάντοτε δυο βήματα μπροστά σου. Ποιος να ξέρει; Ίσως τελικά κάποτε αποκτήσω κι εγώ το δικό μου Ιερό Παιδί, στο γύρισμα του νέου Αιώνα, ίσως και ν’ αποδειχτώ ανάξιος για τόση χάρη…

Σχόλια