Ο Νάρθηκας







Όμως πάντοτε οι εφιάλτες έχουν την προσφιλή συνήθεια να επιστρέφουν, ξανά και ξανά. Το Χάος τα έφερε έτσι, ώστε να ξαναζήσω μια Χούντα, προηγμένη κι ευρωπαϊκών προδιαγραφών τούτη τη φορά, state of the art, που λέμε και στο χωριό μου. Πέρασαν πάνω από σαράντα χρόνια απ’ την επιβολή της προηγούμενης κι από τότε οι τεχνολογίες έχουν προχωρήσει σημαντικά, οι μέθοδοι έχουν εξελιχθεί, τα συστήματα έχουν συσσωρεύσει εμπειρία. Εκείνη η στυγνή κι ωμή Χούντα, με τις χοντροκομμένες μεθόδους της, φαντάζει σχεδόν γραφική και grotesque, μπροστά στο hi-tech έκτρωμα που ζούμε τούτα τα χρόνια. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο, που καθώς αφήνω τις σκέψεις να ξεχυθούν ελεύθερα, για να τις αδράξω και να τις παγιδεύσω στο ηλεκτρονικό χαρτί, ήδη έχουν παρεισφρήσει κάμποσες ξενόγλωσσες εκφράσεις σε δυο αράδες κειμένου, ενώ σχεδόν καμμία όσον αφορούσε την παλιά μπανάλ Χούντα. Είναι φανερό ότι μεταξύ των δύο καθεστώτων υπάρχουν σημαντικές διακριτές διαφορές. Δεν αναφέρομαι τόσο στο θεατρινίστικο κι υποκριτικό κυνοβουλευτικό επίχρισμα, με το οποίο έχει σοβαντιστεί και φτιασιδωθεί  η σημερινή Δικτατορία, αφού αυτό θα μπορούσε άνετα  να συγκριθεί με την περίοδο Μαρκεζίνη. Βέβαια, τούτη τη φορά η νέα τεχνολογία έχει εξοπλίσει τον θίασο και με αριστερή αξιωματική αντιπολίτευση (που αργότερα έγινε κυβέρνηση κι αυτή, γιατί πάνω απ' όλα η μοιρασιά), νόμιμο και νομιμόφρον κομμουνιστικό κόμμα και φαιδρά δεξιά αντιμνημονιακά αποκόμματα -διπλούς αερόσακους και προφυλακτήρες από ανθρακόνημα- για ν’ αντέχει καλύτερα τις συγκρούσεις και τους κάθε λογής κραδασμούς, όμως και πάλι οι ομοιότητες είναι περισσότερες απ’ τις διαφορές.

Τα δύο κυριότερα σημεία που κατά τη δική μου αντίληψη διαφοροποιούν μεταξύ τους τις δύο Δικτατορίες, είναι το δικαίωμα λόγου και το δικαίωμα στην περιουσία.  Κατά τις δεκαετίες που πέρασαν, η εξουσία έμαθε κάτι πολύ σημαντικό για την επικράτησή της. Ο αρχαίος μύθος, για τον βασιλιά Μίδα που είχε αυτιά γαϊδάρου,  περιέχει μια απόκρυφη γνώση, που μόλις σήμερα έγινε κατανοητή από τους Δυτικούς: Η πληροφορία έχει τη φυσική τάση ν’ αποκαλύπτεται, όσο κι αν προσπαθείς να την κρύψεις, να την κουκουλώσεις ή να την καταπιέσεις κι έχει δικές της οδούς διάδοσης, χαοτικές, απρόβλεπτες κι ανεξέλεγκτες. Άλλωστε, ακόμη κι ένας ψίθυρος ακούγεται σαν καμπάνα, μέσα σ’ ένα περιβάλλον στο οποίο έχει επιβληθεί βαριά σιωπή. Έτσι, ο καλύτερος τρόπος να αποκρύψεις την αλήθεια, δεν είναι να επιχειρήσεις να την παραχώσεις σ’ ένα βαθύ μπουντρούμι, αλλά να την αφήσεις εκτεθημένη σε κοινή θέα, καλυμμένη από θόρυβο, τόνους κοπριάς ψευδούς ή άσχετης πληροφορίας

Αυτό είναι απείρως αποτελεσματικότερο, πολύ περισσότερο αφού δεν χρειάζεται να δημιουργείς ήρωες, Λαμπράκηδες, Πέτρουλες και Παναγούληδες, σύμβολα που ταυτίζονται με τον Προαιώνιο Μύθο του Θυσιασμένου Θεού κι άρα έχουν βαθύτατη απήχηση στο συλλογικό υποσυνείδητο, με τρόπο σχεδόν θρησκευτικό και άρα επικίνδυνο, όπως κάθε μη ελεγχόμενο θρησκευτικό συναίσθημα. Μόνο σε περίπτωση που κάποια φωνή αποκτήσει αρκετή ένταση, ώστε να ξεπεράσει το κατώφλι του φράγματος λευκού θορύβου που έχεις δημιουργήσει και να γίνει ενοχλητική, τότε χρειάζεται να λάβεις δραστικά μέτρα. Αυτό συμβαίνει πολύ σπάνια, αφού καθώς η εξουσία κατέχει τη δικαιωματική διαχείριση των ΜΜΕ και μεγάλη δύναμη πυρός σε κάθε δίαυλο διάδοσης πληροφορίας, μέχρι να φτάσει μια φωνή ν’ ακουστεί πάνω απ’ την τύρβη και τον θόρυβο, τις περισσότερες φορές βρίσκεται ήδη κάτω απ’ τον έλεγχό της, συνειδητά ή ακούσια.

Το λοιπόν, η υπερμοντέρνα hi-tech Χούντα του 21ου αιώνα δεν κάνει το λάθος της παρωχημένης Χούντας του 20ου, να προσπαθεί να καταπιέσει άμεσα το δικαίωμα της έκφρασης. Έτσι, όλοι μας γράφουμε τη γνώμη μας στο facebook, στα blog μας, δεξιά κι αριστερά, μιλάμε ελεύθερα με τον περιπτερά της γειτονιάς μας, χωρίς να φοβόμαστε πως θα μας καρφώσει, λέμε ό,τι μας καπνίσει και κανείς δεν μας πειράζει. Το αποτέλεσμα εξόχως θετικό για την εξουσία: Ενώ σε άλλες εποχές, ακόμη κι ένα σύνθημα στον τοίχο -που κάποιος παράτολμος νεαρός κατάφερε να γράψει τη νύχτα, κάτω απ’ τη μύτη της αστυνομίας- μπορούσε να αφυπνίσει συνειδήσεις, να διαδοθεί όπως η φωτιά στο ξερό λιβάδι και να προκαλέσει ασύμμετρη βλάβη στο σύστημα, η παρούσα αμετροεπής ψευδοελευθερία, αφενός αποσείει ακόμη περισσότερο την αίσθηση καταπίεσης απ’ τις μάζες, αφετέρου εκτονώνει τους αντιφρονούντες μέσα σε πομφολυγώδη αερολογία, χαρίζοντάς τους την ψευδαίσθηση της αντίστασης και τον καθησυχασμό των συνειδήσεών τους. Πίσω όμως και πέρα απ’ αυτά, όσο σκληρό και πνιγηρό κι αν είναι  να μην σου επιτρέπουν να μιλήσεις, δεν συγκρίνεται ούτε κατά διάνοια με την εφιαλτική απελπισία του να φωνάζεις, όμως κανένας να μην μπορεί να σε ακούσει. Η σιωπή γεννά περίσκεψη κι η περίσκεψη επικίνδυνες ιδέες, ενώ η φωνή βοώντος  εν τη ερήμω (αλήθεια, έχει ο βόας φωνή;;) γεννά αίσθημα ματαιότητας  και παραίτησης κι αυτά με τη σειρά τους οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στη συνθηκολόγηση.  Μεγαλοφυές, Μαρκήσιε, υποκλίνομαι ταπεινά …

Στον αντίποδα έγκειται και η δεύτερη σημαντική διαφορά. Έχοντας πλέον μεγαλύτερη δύναμη στα χέρια της, η σύγχρονη Χούντα έχει τη δυνατότητα να προχωρήσει πολύ πιο μακριά απ’ όσο θα τολμούσε να φτάσει η παλιά. Το σημερινό καθεστώς έχει επιδοθεί σε μια απηνή επίθεση ενάντια στο δικαίωμα της ιδιοκτησίας για τους πολλούς, ως μια νοσηρά ειρωνική διαστρέβλωση της πάγιας θέσης του αναρχικού κινήματος, που διατυπώθηκε αρχικά απ’ τον Προυντόν:  «Η ιδιοκτησία είναι κλοπή».  Η Χούντα του «καημένου» Γ. Παπαδόπουλου, δεν είχε καν διανοηθεί να φτάσει τόσο μακριά το πλιάτσικο, να φορολογήσει δυσβάσταχτα, να κατάσχει μισθούς και σπίτια, να φυλακίσει όσους χρωστούνε πενταροδεκάρες, να ζητήσει ηθική βλάβη για αδυναμία καταβολής οφειλών ή έστω ν’ απειλήσει ότι θα κάνει κάτι απ’ αυτά. Αντίθετα, αναγκάστηκε να προχωρήσει σε παροχές, να χαρίσει δάνεια ή ν’ ανοίξει δρόμους σε απομακρυσμένες περιοχές, προκειμένου να σταθεί στα πόδια της επί τόσα χρόνια.

 Η στενή παρακολούθηση της μπανάλ Χούντας σήμερα έχει μετατεθεί, απ’ το επίπεδο των ιδεών και των λόγων στο επίπεδο των τραπεζικών λογαριασμών και των καταναλωτικών συνηθειών. Ο παλιός χαφιές με το γραφικό δερμάτινο ή την καμπαρντίνα, τα γυαλιά και το καπέλο, σήμερα φοράει κοστούμι και γραβάτα και δεν κρατάει ανάποδα την εφημερίδα, γιατί γνωρίζει πολύ καλά να διαβάζει τις κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών και ν’ αναλύει το σύνολο των εσόδων κι εξόδων κάθε πολίτη. Η σύγχρονη Χούντα μπορεί να είναι πιο ασφυκτική από την παλιά, όμως με ανάλαφρο στυλ, αβρότητα κι ελευθερία στην αμπελοφιλοσοφία, την οποία –όπως είπε και ο μέγας Ακάλυπτος- ουδέποτε διανοήθηκε, ούτε και θα διανοηθεί κάποιος να φορολογήσει.  Ο Γύψος έχει αντικατασταθεί μ’ έναν σφιχτό ελαστικό Νάρθηκα, που αφήνει μεν στον «ασθενή» κάποια περιθώρια κινήσεων, στα πλαίσια όμως που επιτρέπει και προκαθορίζει ο αιώνιος χειρούργος του κλασικού δικτατορικού παραδείγματος.

Αυτό που δεν αλλάζει ανάμεσα στα δύο καθεστώτα είναι ο φόβος. Μπορεί να μην φοβόμαστε τους παπάδες -αφού η Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών έπεσε στα χέρια της Ευρώπης Γερμανών Αθέων και το μόνο που κατάφερε έντρομη η θρησκευτική ηγεσία, ήταν η προσωρινή διατήρηση των προνομίων της με αντάλλαγμα την αιδήμονα σιωπή της- μπορεί να μην φοβόμαστε πια τους ευνουχισμένους απ’ τον τεσσαρακονταετή κομματισμό καραβανάδες, όμως ο φόβος του μπάτσου είναι πάντα εδώ. Το ίδιο αλαζονικό θράσος, το ίδιο ύφος αγέρωχης εξουσίας, η ίδια κλινική αμορφωσιά -χυδαία επενδυμένη πλέον με ξιπασιά πανεπιστημιακού πτυχίου- η ίδια βία, η ίδια σκληρότητα, ο ίδιος φόβος μήπως από μια κουβέντα, από κάποιο λοξό κοίταγμα,  από κάποια κακή στιγμή, βρεθείς αγκαλιά με μια ζαρντινιέρα και τη μούρη μπλε μαρέν αράπα, ή μπλέξεις σ’ έναν καφκικό εφιάλτη στους λαβυρινθώδεις διαδρόμους μιας μονόφθαλμης υποταγμένης «δικαιοσύνης», φορτωμένος με σαράντα κακουργήματα κι άλλα τόσα πλημμελήματα, έτσι για να μάθεις καλούς τρόπους.

Τα παιδιά που μεγαλώνουν μέσα σ’ αυτήν την περίοδο, δεν θα έχουν ακριβώς τη μνήμη της δικτατορίας, όμως σίγουρα θα θυμούνται το φόβο. Το φόβο που αντανακλά στα μάτια κι υποβόσκει στη φωνή του γονιού, το φόβο της ανεργίας, το φόβο της κατάσχεσης, το φόβο της εφορίας, το φόβο μη μείνεις άστεγος, το φόβο του μυθικού εγκληματία μετανάστη, το φόβο του χρυσαυγίτη, το φόβο του αντιφασίστα (αν διανοηθεί κανείς κατά λάθος να προφέρει κάποια μαγική λέξη που αποτελεί  ταμπού και casus belli για κάποιον απ’ τους δύο), πάνω απ’ όλα το φόβο του μπάτσου και του δικαστή·  θα θυμούνται τη θλίψη, το άγχος, την απόγνωση, την πίεση, αυτήν την ανελέητη μέγγενη που μου σφίγγει σήμερα το στομάχι, που μου παίρνει την ανάσα, που μου κόβει το χαμόγελο, εμένα -κι όλων σαν κι εμένα-  που ήμουν μικρό παιδί σε μια Χούντα κι είμαι πια γονιός μέσα σε μιαν άλλη.

Όταν όλα αυτά θα περάσουν –γιατί όλα κάποτε περνούν, σαν τρένο πάνω από σώμα δεμένο στις ράγες- τα παιδιά που γεννήθηκαν γύρω στο δεύτερο μισό της πρώτης δεκαετίας του αιώνα, θα λένε μεταξύ τους: «Τη Χούντα δεν την καλοθυμάμαι, θυμάμαι όμως πολύ καλά τον σφιχτό ελαστικό Νάρθηκα»…

Σχόλια

  1. Εγώ έγραφα κάτι διαφορετικό για την ελευθερία του λόγου, αλλά μάλλον εσύ έχεις δίκιο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Μπα."Ο θάνατος βρήκε τον εαυτό του αυτοκτονώντας" έλεγε ο Θάμνος παλιά (σε τρελλάδικο είναι ακόμα,αν ζει δηλαδή),συνεπώς καλύτερα να σκοτώσουμε αυτόν το μπάτσο,πρώτα μέσα μας και μετά να περιφέρουμε το κουφάρι του.

    Τσιτάτο:Κανένας δεν μπορεί να σε καβαλήσει άμα δεν σκύψεις,ούτε αυτοί είναι ψηλοί,άμα εμείς είμαστε γονατιστοί.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Αυτό που μας κάνει να σκύβουμε, δεν είναι τόσο ο ίδιος ο μπάτσος που έχουμε μέσα μας, αλλά ο φόβος του μπατσου που εντέχνως έχει εμφυτευτεί στην ψυχή μας εδώ και πολλά χρόνια, όπως άλλωστε γράφω και στο πρώτο μέρος του κειμένου (Ο Γύψος). Το θέμα είναι ότι ούτως ή άλλως έχουμε ήδη σκύψει, οι περισσότεροι γεννηθήκαμε σκυφτοί κι όσοι έτυχε να γεννηθούμε όρθιοι, δεν μας έχει βγει καλό σε καμμία περίπτωση στη ζωή μας, όσον αφορά τουλάχιστον τη σχέση μας με την κοινωνία που ζούμε.

      Τώρα, εάν θα σηκωθούμε ή όχι, είναι κάτι που εικάζεται. Για να γίνει κάτι τέτοιο χρειαζόμαστε ένα όραμα κι αυτό δεν υπάρχει πουθενά. Γι' αυτό και παραμένουμε σκυφτοί κι έτσι θα παραμένουμε, μέχρι η ανάγκη να γεννήσει κάτι νέο και μεγάλο, μέχρι η συμπυκνωμένη οργή της αδικίας και της καταπίεσης, να νικήσει το φόβο...

      Στα Χρονικά του Μεγάλου Χάους αναγράφεται η προφητεία: "Η Δημοκρατία θα πεθάνει εν μέσω γελώτων και θα ξαναγεννηθεί εν μέσω πόνου και δακρύων".

      Διαγραφή
  3. Το τελευταίο σου,εκεί που λέει "ένα γέλοιο μας θα σας θάψει".

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. ιδιο  λενε  και πολλοι , πάρα πολλοι. από αυτους που  -χωρις να είναι συμπαθουντες τοτε- εζησαν  ως  ενηλικες  την "Εθνοσωτηριο"..αυτό οφείλουμε να το θεωρησουμε ως  επίτευγμα του  σημερινου  Καθεστώτος ...

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου