Ο Δρόμος





Ο Δρόμος μ’ έσπειρε, με γέννησε, με πήρε
Αγχίθεος φλόγισε με πόθο την καρδιά μου
Με αποπλάνησε μα και με συνεπήρε
Με υποσχέσεις όσο έφταν’ η ματιά μου.

Όρθιος περίμενε ο Κάιν τη σειρά του
Τριγύρα γελωτοποιοί και τσαρλατάνοι
Μ’ αυτοί που ξέραν την αξία του θανάτου
Τον καταφρόνεσαν ποτέ να μην πεθάνει

Κλαίγαν οι μάνες σαν κινούσαμε τη δύση
Τ’ άπαρτο κάστρο θα κρατούσε δέκα χρόνια
Και στων θεών ήταν αντίθετο τη φύση
Στ’ άβουλα πιόνια τους να δείξουνε συμπόνια

Ο Δρόμος βάφτισε τα ίχνη μου στη λήθη
Μου ’δειξε θαύματα που τ’ αγνοούσαν όλοι
Οι φλόγες χόρτασαν και σιώπησαν οι μύθοι
Τη νύχτα που άνοιξε η Κερκόπορτα στην Πόλη

Γυρίζαν οι κονκισταδόρες τραγουδώντας
Με του μεγάλου Μοντεζούμα το χρυσάφι
Μα όσοι κι αν χάθηκαν το θρύλο κυνηγώντας
Κανείς που κρύβεται η Τσιμπόλα δε θα μάθει

Ο Δρόμος μου ’δωσε τα φώτα και το Νόμο
Αυτός με μύησε στης μάχης το μεθύσι
Κι όταν πληρώσω όλα τα χρέη μου στο Δρόμο

Το θείο χέρι του τα μάτια θα μου κλείσει

Σχόλια