Η Αίθουσα με τους Καθρέφτες




Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας βασιλιάς που πίστευε πως ήταν φωτισμένος και σοφός. Ονειρευότανε να φέρει την ευημερία και την ευτυχία στους υπηκόους του, το νόμο και την τάξη στο βασίλειο. Ήθελε, όταν περιδιάβαινε τους δρόμους με την αστραφτερή του άμαξα, ο λαός να τον επευφημεί, να εκδηλώνει αγάπη κι αφοσίωση με κάθε τρόπο. Τόσο μάλιστα ενάρετος και δίκαιος δοκιότανε πως ήταν, που αποφάσισε ν' απολύσει όλους τους δικαστές και να δικάζει μόνος του τις σοβαρές υποθέσεις.

Όμως τα τελευταία χρόνια τα πράγματα δεν πήγαιναν και τόσο καλά, όσο κι αν κανείς δεν τόλμαε να υπαινιχθεί κάτι τέτοιο. Οι χειμώνες γίνονταν όλο και πιο άκαρδοι, οι φόροι ολοένα και βαρύτεροι, οι νόμοι διαρκώς σκληρότεροι κι ο λαός πιο πεινασμένος και δυσαρεστημένος.
Ο βασιλιάς κυβερνούσε δεσποτικά, δίκαζε με αναλγησία και ζούσε μες στην πολυτέλεια, ενώ μακάριζε τον εαυτό του για τη σοφία με την οποία τον είχε προικίσει ο Θεός, που τον είχε επιλέξει για να κυβερνά τους ανθρώπους.
Όταν λοιπόν περιδιάβαινε τους δρόμους του βασιλείου, ασφαλής μέσα στη θωρακισμένη του άμαξα, ο κόσμος πράγματι τον επευφημούσε κι εκδήλωνε αγάπη κι αφοσίωση με κάθε τρόπο. Ο βασιλιάς έγνεφε απ’ το παράθυρο όλος μακαριότητα, με την απαραίτητη υψηλόφρονα συγκατάβαση.
Δεν γνώριζε όμως, ή δεν ήθελε να γνωρίζει, πως ανάμεσα στο πλήθος βρίσκονταν εκατοντάδες άντρες της τρομερής μυστικής του αστυνομίας, που συλλάμβαναν, βασάνιζαν κι εκτελούσαν όποιον θρασευότανε να μη χειροκροτάει με τον προσήκοντα ενθουσιασμό, ή δε φώναζε αρκετά δυνατά.

Κάποια νύχτα, ενώ ο βασιλιάς είχε στρώσει τσιμπούσι για τους πολυαγαπημένους του αυλοκόλακες, εμφανίστηκε στην πύλη του παλατιού ένας γέρος τυφλός ζητιάνος. Ήταν καμπουριαστός και στηριζότανε σ’ ένα μακρύ ραβδί. Φορούσε κάπα και κουκούλα, που κρατούσε στη σκιά το μεγαλύτερο μέρος του προσώπου του.
Οι φρουροί, μετά από εντολή του βασιλιά, αφού οι ταξιδευτές έφερναν πάντοτε νέα από τον έξω κόσμο, τον οδήγησαν στην αίθουσα του γλεντιού και του βρήκανε θέση στο παραγώνι, κοντά στο πελώριο τζάκι. Του ‘δωσαν κρέας και ψωμί για να χορτάσει και κρασί για να ‘ρθει στο κέφι.
Κείνος κάθισε στην αγκωνή του και δεν έβγαλε κουβέντα. Φαινότανε να παρακολουθεί αδιάφορος τα εύθυμα χαχανητά και τα τραγούδια των μεθυσμένων συνδαιτυμόνων, τα ποδοσούρματα απ’ τον λάγνο χορό των παλλακίδων, τη μαυλιστική μουσική των αυλών και των λαγούτων, τους χαύνους στεναγμούς του οργίου.

Ξάφνου, σηκώθηκε και χτύπησε τρεις φορές το ραβδί του στο μωσαϊκό του πατώματος κι αυτό αντήχησε τόσο εκκωφαντικά που κάθε άλλος ήχος της γιορτής έπαψε απότομα. Μέσα στην αίθουσα έπεσε σιωπή κι αμηχανία.
«Είμαι τυφλός κι όμως βλέπω καλύτερα απ' του λόγου σου» αντήχησε στεντόρεια η φωνή του γέροντα. «Είμαι άπορος κι όμως είμαι πλουσιότερος από σένα. Είμαι αμόρφωτος και πάλι απ’ την αφεντιά σου γνωρίζω πιο πολλά, είμαι άκληρος μα έχω βασίλειο απέραντο, μικρέ μεγαλειότατε».
Άπαντες έμειναν άναυδοι να κοιτάν τον ξένο. Τους ήταν αδύνατο να πιστέψουν το παράτολμο κι απύθμενο θράσος του. Η σαστιμάρα τους έγινε ακόμη μεγαλύτερη, αφού ο γέροντας έδειχνε τώρα ψηλός κι ευθυτενής και ανέδιδε έναν αέρα ανυπέρβλητης δύναμης και φυσικής εξουσίας, ενώ τ’ ανέβλεπα μάτια του στραφτάλιζαν σαν άστρα βορινά, μέσα απ’ τη σκιά της κουκούλας του.
Έξαλλος ο βασιλιάς, έδωσε εντολή στους φρουρούς να συλλάβουν τον ασεβή κρονόληρο, μα πριν προφτάσει κανείς να σαλέψει, κείνος χτύπησε για μία ακόμα φορά τη ράβδο στο πάτωμα κι όλοι μες στην αίθουσα έπεσαν σ’ έναν βαθύ, μολυβένιο κι ανονείρευτο λήθαργο...

***

Ο βασιλιάς βρέθηκε να στέκεται ολόρθος μες σε μια αίθουσα γεμάτη με καθρέφτες. Παραζαλισμένος ακόμη από τη μαγική του νάρκη, παρατήρησε πως η αίθουσα ήταν αχανής κι ολάκερη ασφυκτικά γεμάτη απ’ το είδωλό του.
Εκατομμύρια αντανακλάσεις του εαυτού του γέμιζαν το χώρο, που έδειχνε να εκτείνεται ως το άπειρο, και τίποτε άλλο δεν μπορούσε να δει εκτός από την αυτού υψηλότητα, προφίλ, ανφάς, από την πλάτη, από πάνω ή από κάτω.
Κάθε του κίνηση δημιουργούσε ένα πολύχρωμο και βιαστικό πλήθος, που έτρεχε μανιασμένο προς όλες τις κατευθύνσεις. Κάποιες αντανακλάσεις έδειχναν χαρούμενες, άλλες θλιμμένες, μερικές γεμάτες οργή κι άλλες εντυπωσιασμένες, σε περίσκεψη ή σε παροξυσμό, ανάλογα με τη γωνία απ’ όπου κάθε φορά κοιτούσε. Η ακουστική του χώρου ήταν τέτοια, ώστε με κάθε ήχο που ‘βγαζε, το πλήθος των ειδώλων αποκτούσε λαλιά – πολύβουο, πολυάσχολο, πολυτάραχο.

«Σ' αρέσει ο κόσμος σου αφέντη;» ακούστηκε περγελαχτή η φωνή του γέρου.
«Σε προστάζω να με αφήσεις να φύγω αμέσως, ειδάλλως η εκδίκησή μου θα είναι τρομερή! Σου δίνω μια ύστατη ευκαιρία να σώσεις το κεφάλι σου» έκανε ο βασιλιάς, με την συνήθεια που 'χε να ορίζει. Το πλήθος των ειδώλων βρυχήθηκε απειλητικό.
«Δεν ανήκω στον κόσμο σου υψηλότατε, ούτε υπόκειμαι στους νόμους σου, οπότε άδικα προσπαθεί να με διαφεντέψει η ξιπασιά σου». Η φωνή του γέροντα παρέμεινε λαγαρή, δίχως αντίλαλο. «Το είδωλό μου δεν ανακλάται απ’ τους καθρέφτες κι η μιλιά μου δεν αντηχεί στο χώρο. Δεν μπορείς να με δεις και, μολονότι ακούς τη φωνή μου, δεν είσαι ικανός να με γροικήσεις».
Καθώς ο βασιλιάς γύρισε απότομα να κοιτάξει, δημιούργησε ένα γιγάντιο κύμα από περιστροφικές κινήσεις κεφαλιών, που μάταια σάρωσαν το χώρο. Ο γέροντας δεν φαινόταν πουθενά.
«Είμαι τυφλός και γι’ αυτό μπορώ να βγω όποτε θέλω απ’ την αίθουσα. Σου εύχομαι καλή τύχη γαληνότατε» ακούστηκε για τελευταία φορά η φωνή του.
Φουρκισμένος ο βασιλιάς, άρχισε να βρίζει, ν’ απειλεί και να μαίνεται, προκαλώντας μια τέτοια θηριώδη αναμπουμπούλα, που τρόμαξε κι αυτός ο ίδιος. Ήταν φανερό πως ο βρομόγερος είχε φύγει απ' την αίθουσα.

Μετά μειδίασε αυτάρεσκα. Ήταν τόσο σοφός, τόσο τετραπέρατος, που σίγουρα θα 'βρισκε τη λύση στο γρίφο μαζί και το δρόμο που οδηγούσε έξω απ’ τον λαβύρινθο. Ήταν απλώς θέμα χρόνου και λογικής. Θα αποδείκνυε στον απαίσιο γητευτή ότι τα ‘βαλε με λάθος άνθρωπο.
Θ’ ανακάλυπτε την έξοδο κι ύστερα θα γκρέμιζε τούτο το αρρωστημένο κατασκεύασμα και δεν θα ησύχαζε αν δεν παρέδιδε τον μάγο στον πιο μοχθηρό του δήμιο. Κανείς δεν μπορούσε να παίζει έτσι μ’ έναν βασιλιά.
Άρχισε να κινείται ανάμεσα στους επενδυμένους με καθρέφτες διαδρόμους. Μεθοδικός, με προσοχή και με σύστημα, βέβαιος ότι με κάθε βήμα του πλησίαζε προς το λυτρωμό.

Περιπλανήθηκε, περιπλανήθηκε, ώσπου έχασε την αίσθηση του χώρου και του χρόνου και του φαινόταν πως περπατούσε για έναν αιώνα σε κάποια χώρα καταραμένη κι εφιαλτική. Η αίθουσα δεν τέλειωνε ποτέ κι η έξοδος δεν βρισκόταν πουθενά. Πεινούσε, διψούσε κι ήταν αποκαμωμένος, πάνω απ’ όλα αποκαρδιωμένος.
Κάθισε κάτω, ανίσχυρος για πρώτη του φορά. Εδώ και κάμποση ώρα είχε χάσει την πίστη στο άστρο του. Έβλεπε με τρόμο το θάνατο από πείνα και δίψα να διαγράφει όλο και μικρότερους κύκλους ολοτρόγυρα, σα γύπας που μυριζότανε φρέσκο ψοφίμι.
Άρχισε να οικτίρει τον εαυτό του. Ήταν το αθώο θύμα ενός δαιμονικού μαύρου μάγου, που ζήλεψε την ευημερία του βασιλείου και την ευτυχία των υπηκόων του και τον καταράστηκε σκληρά, από ταμάχι κι από εκδίκηση.
Ακόμα κι ο Θεός τού ανταπέδωσε με κακό τα καλά και τις αγαθοεργίες που 'χε κάνει, αντάμειψε με αδικία την πεφωτισμένη δικαιοσύνη του. Δεν αξίζει να πιστεύει κανείς σ' έναν τέτοιο αγνώμονα κι άσπλαχνο Θεό. Αν έβγαινε από εδώ, θ’ απαγόρευε τη λατρεία του και θα γκρέμιζε όλους τους ναούς στο βασίλειο. Ακόμη καλύτερα, θα τους έκανε στάβλους, ή φυλακές, ή μπορδέλα.

Άρχισε να κλαίει γοερά, από οργισμένη ανημπόρια, ενώ τα είδωλά του έβγαζαν φρικιαστικούς μυκηθμούς, θρηνωδίες και οιμωγές. Μαζί με τα δάκρυα ξεχείλισε η απόγνωση, αντάμα κι η βία. Σήκωσε το σκήπτρο του κι άρχισε να χτυπάει τους καθρέφτες, με την ελπίδα πως αν τους έσπαζε όλους, θα έβρισκε την έξοδο· του κάκου όμως. Τα μαγεμένα κάτοπτρα δεν έδειχναν να λογαριάζουν τα χτυπήματα.
Ένα αλαλάζον πανδαιμόνιο γεννιόταν με κάθε του προσπάθεια, ώσπου στο τέλος δεν άντεξε άλλο και σωριάστηκε στα γόνατα, με τα χέρια να βουλώνουνε τ’ αυτιά του και με τα μάτια ερμητικά σφαλισμένα.

Άξαφνα όλα ηρέμησαν. Οι ήχοι καταλάγιασαν, οι αντανακλάσεις εξαφανίστηκαν. Ήταν η πρώτη φορά, εδώ και κανείς δεν ξέρει πόσον καιρό, που δεν έβλεπε πια τον εαυτό του, η πρώτη φορά, από τότε που ξεκίνησε τούτο το κακό, που ένιωσε ένα ανθρώπινο συναίσθημα ανακούφισης. Πόσο όμορφα αισθανόταν, δίχως τον όχλο των ειδώλων που παραληρούσαν.
Παραδόθηκε σ’ έναν λυτρωτικό ύπνο, για ώρες πολλές, κι όταν ξύπνησε ένιωθε άλλος άνθρωπος. Δεν βιάστηκε όμως ν’ ανοίξει τα μάτια. Δεν άντεχε να δει ξανά το ίδιο του το βλέμμα, να τον κοιτά πεινασμένο και βλοσυρό μέσα από κάθε δυνατή κατεύθυνση, πίσω από κάθε πιθανή γωνία.
«Κάθε πιθανή γωνία;» αναρωτήθηκε μοναστραπίς. «Κάθε πιθανή γωνία... Κι ο τυφλός μπορεί να βγει  όποτε θέλει από δω μέσα, χωρίς δυσκολία...» άρχισε να δουλεύει το μυαλό του.
Αίφνης, όπως ένας αρχαίος σοφός που πετάχτηκε απ’ το μπάνιο του, κατάλαβε τι έπρεπε να κάνει. Άνοιξε με προσοχή τα μάτια, προσπαθώντας να κοιτάει όσο το δυνατόν λιγότερο τριγύρω. Θωρούσε χαμηλά, κρατώντας τα δυο του χέρια σε μικρή απόσταση μπροστά του, ώστε να βλέπει μόνο στο πλάι, με τις άκρες των ματιών.
Περπατώντας στα γόνατα, άρχισε ν’ ανιχνεύει το χώρο, ώσπου τελικά βρήκε μια οπτική γωνία, απ’ όπου δεν φαινόταν καμιά του αντανάκλαση. Με το που δεν έβλεπε πια τον εαυτό του, είδε πολύ απλά την έξοδο. Βρισκόταν ακριβώς μπροστά στο σημείο όπου στεκόταν αρχικά, όταν άκουσε το γέροντα να του εύχεται καλή τύχη.

Σαν βγήκε έξω, πρόσεξε ότι η αίθουσα δεν ήταν μεγαλύτερη από τα ιδιαίτερα διαμερίσματα στο παλάτι, όπου περνούσε τον περισσότερο χρόνο του. Κούνησε το κεφάλι μ’ ένα πικρόχολο χαμόγελο.
«Αυτός ήταν μέχρι σήμερα ο κόσμος σου υψηλότατε» ακούστηκε πάλι η γνώριμη φωνή. Ο βασιλιάς γύρισε κι είδε τον μάγο να σαλεύει, μια σκιά μες στους ίσκιους.
«Το βασίλειό σου ποτέ δεν ήταν μεγαλύτερο από ένα δωμάτιο κι ο απέραντος κόσμος σου κουτουλούσε διαρκώς πάνω σε τοίχους. Ποτέ δεν αντίκρισες κανέναν άλλο, εκτός απ’ τον εαυτό σου. Όλοι τριγύρω, ο λαός, οι στρατιώτες, οι κόλακες, οι υπουργοί, ήταν αντανακλάσεις του δικού σου ειδώλου, καθρέφτης μέσα σε καθρέφτη, αναπαραστάσεις του άμετρου Εγώ σου.
»Όλη σου τη ζωή ήσουνα παντέρημος, ανάμεσα στο συρφετό των πολλαπλών σου ειδώλων. Γι’ αυτά ήταν η σοφία, γι’ αυτά η δικαιοσύνη, γι’ αυτά η ευημερία κι η ευτυχία. Γι’ αυτά η ματαιότητα, γι’ αυτά οι εκδηλώσεις αγάπης κι αφοσίωσης…» Έκανε μια παύση, σαν κάτι να στοχαζόταν. «Χαίρομαι ειλικρινά που βρήκες την έξοδο προς τον πραγματικό κόσμο βασιλιά μου».

Ο βασιλιάς δεν ένιωθε πια οργή, ούτε και φόβο για τον γέροντα. Μέσα του άρχισε ν’ ανασαλεύει ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα σεβασμού κι εκτίμησης.
«Κι αν δεν έβρισκα την έξοδο; Θα μ' άφηνες να πεθάνω;» ρώτησε, με κάποιο παράπονο να λυγάει τη φωνή του.
«Κανείς δεν μπαίνει στην Αίθουσα με τους Καθρέφτες, εάν δεν είναι ήδη ικανός να βρει την έξοδο. Άλλωστε, στεκόμουνα ξοπίσω σου σ’ όλη τη διάρκεια της δοκιμασίας, μα εσύ ήσουν τόσο απασχολημένος να χαζεύεις το είδωλό σου και να φαντασιώνεσαι τι θα μου ‘κανες όταν θα μ’ έβρισκες, που φυσικά δεν ήσουν ικανός να με δεις. Γύρισε στο παλάτι σου τώρα και κοίταξε από σήμερα να γίνεις καλύτερος άνθρωπος και σοφότερος κυβερνήτης».

Ο βασιλιάς δεν βρήκε τίποτε να πει, ίσως από ντροπή, ίσως από επίγνωση, και κίνησε να φύγει. Μόλις έκανε τρία βήματα, κοντοστάθηκε και γύρισε ξανά προς τα πίσω. «Ποιος είσαι;» ρώτησε το γέροντα.
«Είμαι ο οδηγός σου, το μόνο απείκασμα της ύπαρξής σου που δεν είχες μέχρι τώρα συναντήσει» αποκρίθηκε αυτός. Τότε, μέσα απ’ τις σκιές, ο βασιλιάς είδε εμβρόντητος να προβάλει ένα δεκάχρονο ξυπόλυτο αγόρι, φεγγοστόλιστο. «Εγώ δεν έχω συγκεκριμένη μορφή. Είναι τα δικά σου μάτια που άλλαξαν και με βλέπουν διαφορετικό. Είθε με τα μάτια αυτά να κυβερνήσεις βασιλιά μου…»
Κείνη τη στιγμή, η πρώτη ροδόχαρη ακτίνα της αυγής αχνοφώτισε τον ορίζοντα. Πίσω της γοργά ο ήλιος καβαλάρης δρασκέλισε τις ράχες των βουνών.


Κι ο βασιλιάς αντίκρισε για πρώτη φορά το βασίλειό του… 

Σχόλια

  1. Πολύ ωραίο. Ο Έντε συναντάει τον Μπόρχες δια χειρός Όττο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια, είναι σημαντικό για μένα να τα λέει κάποιος που γράφει τόσο καλά. Να σκεφτείς ότι ο κάφρουλας δεν έχω διαβάσει κανέναν απ' τους δύο, τον Έντε μάλιστα τον ακούω πρώτη φορά από σένα...:D

      Διαγραφή
    2. "Οραση με τις ακρες των ματιων"(οταν καποιος "βλεπει" και με τα κωνια και ραβδια του αμφιβληστροειδη και μπορει και 'βλεπει' περισσοτερα απο οσα θα εβλεπε με την ωχρα κηλιδα.Εδω ειναι και η αναγνωση της αυρας που γινεται με την πλαγια οραση
      Σημ.Συγχαρητηρια για την αναρτηση σου

      Διαγραφή
    3. "..Κανείς δεν μπαίνει στην Αίθουσα με τους Καθρέφτες εάν δεν είναι ήδη ικανός να βρει την έξοδο..."
      "Ετοιμος" ο βασιλιας αλλα δεν το ηξερε.Το εμαθε με ενα κλικ απο τον "φυλακα αγγελο" του η οπως το λενε αλλοι ,απο τον "ανωτερο εαυτο" του.Εδω ομως μπλεκουμε τα μπουτια μας.Οταν θες να "υπαρξεις" αισθητηριακα ,αφηνεις τα κολπα που ηξερες χωρια διοτι διαφορετικα η πορεια ειναι πολυ πιο ευκολη και παντα εχει το κατω μερος του βαρελιου που θα σου δειξει πως ξανανεβαινεις.

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου